Αγώνας τότε, αγώνας και τώρα. Νικηφόρος τότε, νικηφόρος και τώρα.
25η Μαρτίου, μια σπουδαία ημέρα. 200 χρόνια πριν ξεπήδησε η σπίθα της ελευθερίας, που φούντωσε και έγραψε μια λαμπρή σελίδα ιστορίας για τον Ελληνισμό.
Ο τόπος μας, η Ρούμελη, πρωτοστάτησε στον αγώνα για την αποτίναξη της σκλαβιάς και οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί συντάχθηκαν από τους πρώτους στον ιερό αγώνα.
Από τότε, ένας τόπος όμορφος, ευλογημένος και βασανισμένος, πήρε την τύχη στα χέρια του και άλλαξε τον Ευρωπαϊκό χάρτη και τη μοίρα του για πάντα.
Τιμή λοιπόν στους αγωνιστές μας, ανώνυμους και επώνυμους, που πολέμησαν για λευτεριά και δικαιοσύνη.
Η γιορτή όμως δεν είναι μόνο λόγια, αλλά και πράξη. Η Ρούμελη είναι τόπος ηρώων και υψηλών πράξεων αυτοθυσίας. Ποιον δεν έχει συγκινήσει το μαρτύριο του Αθανασίου Διάκου;
Ένός ήρωα που δόξασε τον τόπο μας και την πατρίδα.
Εξ΄αφορμής του διπλού φετινού εορτασμού, φωτίζουμε ξανά τον ανδριάντα του στην ομώνυμη πλατεία, όπως και το κενοτάφιό του στην οδό Καλύβα-Μπακογιάννη. Δύο σημαντικά σημεία αναφοράς της Λαμίας μας.
Γιατί φέτος γιορτάζουμε όλη τη χρονιά, είναι χρονιά εθνικής εορτής, όχι μόνον ημέρα.
Είναι όμως και γιορτή-σύμβολο εθνικής ομοψυχίας. Μια ομοψυχία που καλούμαστε κι εμείς, οι απόγονοι, να επιδείξουμε, μπροστά σε αυτήν την ασύμμετρη απειλή της πανδημίας, που ένα χρόνο τώρα μας δοκιμάζει και μας έχει στερήσει τόσους ανθρώπους μας.
Όπως τότε, έτσι και τώρα, πρέπει να δώσουμε τον αγώνα ενωμένοι, με αφοσίωση, με τα όπλα της επιστήμης και με υψηλή αίσθηση καθήκοντος και χρέους. Χρέους προς τους εαυτούς μας, τους δικούς μας ανθρώπους, αλλά και τους συνανθρώπους μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η κούραση σε έναν αγώνα, κορυφώνεται πάντα πριν από την τελική έκβαση της μάχης. Αν σταματούσαμε πριν το αποφασιστικό σημείο, δε θα νικούσαμε ποτέ. Για αυτό δε θα σταματήσουμε τώρα.
Είναι κι αυτός αγώνας για την ελευθερία. Και όταν αυτή η λαίλαπα κοπάσει και ανταμώσουμε όπως και πρώτα, τότε θα στήσουμε μια μεγάλη γιορτή για το κατόρθωμά μας.
Σε εκείνη τη γιορτή πρέπει να είμαστε όλοι. Ζωντανοί και υγιείς.
Αγώνας τότε, αγώνας και τώρα.
Νικηφόρος τότε, νικηφόρος και τώρα.
Είμαστε αγωνιστές. Και θα τα καταφέρουμε.
Ζήτω η πατρίδα μας. Ζήτω η επανάσταση των Ελλήνων.
2021 – ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΙΑ…
Ξημερώνει ἄλλη μία παράξενη, θλιμμένη καί σκοτεινή 25η Μαρτίου. Αὔριο θά χτυπήσουν ξανά οἱ καμπάνες, ἀλλά θά εἶναι κούφιος ὁ ἦχος τους. Γιατί οἱ καμπάνες εἶναι γιά νά καλοῦν στή λατρεία – καί ἡ λατρεία στόν τόπο μας παραμένει ἀπαγορευμένη (καί εἶναι τέτοια, ἀκόμη καί ἐκεῖ πού ὑποτίθεται πώς οἱ ναοί παραμένουν ἀνοιχτοί, ἀλλά μέ τούς γνωστούς πιά καί τρισάθλιους κατοχικούς ὅρους). Δέν θα τήν ψάλλουμε αὔριο τήν Παναγιά μας στή μεγάλη της γιορτή μέ τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας μας, παρά μόνο στά κρυφά, στίς γνωστές πλέον κρυπτοχριστιανικές συνθῆκες. Ἀλλά οὔτε καί ἡ ἄλλη μεγάλη γιορτή της πατρίδας δέν θά τιμηθεῖ μέ παρελάσεις σέ ὅλες τίς πόλεις καί μέ ἄλλες φανερές, ἐπίσημες ἐκδηλώσεις. Καί ἐκεῖ ὅμως πού δῆθεν θά τιμηθεῖ ἐπίσημα (στήν πρωτεύουσα δηλαδή τῆς τσαλαπατημένης ἀποικίας), θά εἶναι σέ συνθῆκες ντροπῆς καί αὐτοακύρωσης. Μέ ἀπόντα τόν λαό, μέ παρόντες τούς δεσμοφύλακες βιαστές τῆς λευτεριᾶς μας, μέ φίμωτρα καί προφυλάξεις, μέ κυρίαρχα καί ὀφθαλμοφανῆ παντοῦ τά σύμβολα τῆς σύγχρονής μας σκλαβιᾶς.
Κι εἶναι βέβαια καί αὐτά τά 200 χρόνια, πού σέ πληγώνουνε διπλά. Ἀκριβῶς 200 χρόνια ἐλευθερίας συμπληρώνουμε αὔριο, ἔτσι τουλάχιστον δέν λέμε; Δύο ὁλόκληρους αἰῶνες – κι ἐμεῖς νά τούς «ἐορτάζουμε» μέσα σέ τέτοια ντροπή; Μήπως ὅμως τέτοια ντροπή εἶναι τελικά πού μᾶς πρέπει, ἔτσι ὅπως καταντήσαμε; Λαός στη μεγάλη του πλειονότητα μπερδεμένος καί ἀμνησιακός, ἀφελληνισμένος καί ἀκατήχητος, ἐμμονικά ἐγκλωβισμένος σέ αὐταπᾶτες καί ὑποταγμένος σέ ἐσμούς καί συμμορίες ὁρκισμένων ὀλετήρων, ἴσως αὐτό τό ὄνειδος νά ἔπρεπε νά ζήσει στό τέλος δύο αἰώνων πού οὔτε πραγματική λευτεριά μᾶς ἔφεραν ποτέ, οὔτε ἀνάσταση καί λυτρωμό τοῦ Γένους. Καί πού εἰδικά ὁ επίλογός τους, τά τελευταῖα αὐτά σαράντα χρόνια, ἤτανε ἡ πιο φριχτή κατάδυση στόν βοῦρκο τῆς ἀθλιότητας καί τῆς παρακμῆς.
Αὐτή τή στιγμή εἴμαστε στό πιό βαθύ καί σκοτεινό σημεῖο τῆς συνολικῆς Ἱστορίας μας. Ἴσως λοιπόν «ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν». Μέ αὐτές τίς ἀνεκδιήγητες πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές ἡγεσίες, μέ αὐτούς τούς πολιτειακούς ἄρχοντες, μέ αὐτές τίς χυδαῖες καί ἐλεεινές ἐλίτ, μέ αὐτές τίς συμμορίες «μαζικῆς ἐνημέρωσης», μέ αὐτούς τούς «ἐπιστήμονες», μέ αὐτούς τούς δασκάλους. «Τέτοια λευτεριά τή σιχάθηκα» – τί ἄλλο ἄραγε θά μποροῦσε νά πεῖ ξανά σήμερα ὁ μέγας Μακρυγιάννης, πέρα κι ἀπό τήν ἄλλη του θρηνητική κραυγή ὅτι «λευτερωθήκαμεν ἀπό τούς Τούρκους καί σκλαβωθήκαμεν εἰς ἀνθρώπους κακορίζικους, ὅπου ἦταν ἡ ἀκαθαρσία τῆς Εὐρώπης»; Μετά ἀπό τόσες καί τόσες δεκαετίες ψευτορωμαίκου, ἴσως αὐτός νά εἶναι ὄντως καί ὁ πιό κατάλληλος τρόπος γιά νά τό «τιμήσουμε» κατά πῶς τοῦ ἀξίζει. Καί συμβολικά ὁ πιο ταιριαστός, ἀλλά καί οὐσιαστικά ὁ συνεπέστερος.
Ὅσο κι ἄν εἶναι ὅμως πρωτόγνωρα σκοτεινή καί παράξενη, αὐτή ἡ αὐριανή μέρα παραμένει μεγάλη. Ἐμεῖς κάναμε ὅ,τι μπορούσαμε ἐδῶ καί τόσα χρόνια, γιά νά τή μαγαρίσουμε, μά ἡ λάμψη της εἶναι πάντα ἐκεῖ – στᾶχτες καί ἀκαθαρσίες μπορεῖ νά τή σκεπάσανε, ὅμως εἶναι ἀδύνατο νά τή σβήσουν. Καί ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, εἰδικά σήμερα, δέν γίνεται νά ἀναλωθοῦμε οὔτε σέ ἀνοησίες γιά δῆθεν «200 χρόνια ἐλευθερίας», οὔτε φυσικά καί στίς συνήθεις εὐχές γιά «χρόνια πολλά». Εἴμαστε ἀντίθετα ὑποχρεωμένοι – περισσότερο ὑποχρεωμένοι ἀπό κάθε ἄλλη φορά – νά τή βιώσουμε αὐτή τή μέρα μέ περισυλλογή καί περίσκεψη. Μέ πόνο καί αἴσθημα ντροπῆς. Μέ σκληρή αὐτοκριτική καί ἐπιτέλους ἀποφάσεις γιά μεταστροφή καί ἐξανάσταση. Καί ἄν γιά κάτι ὀφείλουμε νά εὐχηθοῦμε, αὐτό εἶναι μόνο γιά νά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός. Καί μετά νά μᾶς ἀξιώσει νά κάνουμε κι ἐμεῖς στή ζωή μας γιά τήν πατρίδα κάτι μικρό ἔστω, ἀλλά πάντως ἀντάξιο ὅλων ἐκείνων τῶν ἡρώων.
Τί ἀξία ἔχουν ἄλλωστε τά πολλά τά χρόνια, ἄν εἶναι νά συνεχίσεις νά ζεῖς μέσα σ’ αὐτό τό ἀπερίγραπτο τέλμα τοῦ ἐξανδραποδισμοῦ, τῆς προδοσίας, τῆς κατάρρευσης τοῦ παντός; Κλεισμένοι ἐδῶ καί χρόνια σέ νοητές φυλακές ἰδεοληπτικῶν ψυχώσεων καί νεοεποχίτικης λοβοτομῆς, ἀλλά πλέον, ἐδῶ καί ἕνα χρόνο, κλεισμένοι καί μές στά σπίτια μας – σκλάβοι δυό φορές πιά. Μέ κλειδωμένες ἐκκλησιές, φιμωμένα στόματα καί ἀλλοιωμένες συνειδήσεις. Αὐτοεγκλωβισμένοι σέ ἀπίστευτα ἀφηγήματα πού ἀποδεχθήκαμε ὡς τή μόνη ἀλήθεια. Πετώντας μόνοι μας ἄκριτα καί ἀβασάνιστα στή χωματερή κεκτημένα καί αὐτονόητα μέχρι χτές δικαιώματα. Θυσιάζοντας ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ στόν βωμό τοῦ φόβου πάτρια, θέσμια, ἱερά καί ὅσια αἰώνων. Δεσμῶτες τῆς ὑστερίας καί τοῦ πανικοῦ. Παίρνοντας μέρος σάν τά ποντίκια (ἀλλά ἐκουσίως καί αὐτοπροαιρέτως ἐμεῖς) σέ νεοταξικά πειράματα ἐλέγχου καί παγκόσμιας ἐπιβολῆς. Καί ἔχοντας ἀπομείνει ἄπνοοι καί ἡμιθανεῖς στούς καναπέδες μας, νά βλέπουμε ἀποχαυνωμένοι ἀφιερώματα σέ μακρινές κι ὁλοένα καί πιό ξεθωριασμένες ἡμέρες ἀγώνων καί ἡρώων τῆς πίστης καί τῆς πατρίδας, πού ὅμως ἀδυνατοῦν πιά ἐπί τῆς οὐσίας νά μᾶς ἀγγίξουν πραγματικά.
Μακροημέρευση μέσα σ’ αὐτόν τόν δυσώδη βόρβορο πού βαθαίνει καί βρωμίζει ὅλο καί περισσότερο, μόνο εὐνουχισμένοι καί τρομοκρατημένοι σκλάβοι τῆς Νέας Τάξης καί τῆς Νέας Ἐποχῆς μποροῦν νά εὔχονται. Καλή μετάνοια λοιπόν νά λέμε, πάνω ἀπ’ ὅλα. Καλή μετάνοια! Πλήρη, ὁλοκληρωτική και ἔμπρακτη ἀλλαγή τοῦ νοός!
Καί σάν μετανοήσουμε καί κλάψουμε πικρά γιά τά χάλια μας καί ξαναβροῦμε τούς ἑαυτούς μας, πού μόνοι μας τούς κάναμε κουρέλι καί παρανάλωμα στή δίνη τῶν Καιρών, τότε πιά νά εὐχηθοῦμε καί τό ἄλλο: «Καλή λευτεριά»! Ἤ μπορεῖ καί «καλό βόλι»!
Γιά νά μπορέσουμε νά ἐπιχειρήσουμε ἐπιτέλους κι ἐμεῖς τή Μεγάλη Ἔξοδο ἀπό τόν βοῦρκο.
Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου…
Νεκτάριος Δαπέργολας