Οι σφαγές, οι βιασμοί και οι λεηλασίες, τα τραγικά γεγονότα που βίωσαν οι Έλληνες του Πόντου από τους Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας, όπως αυτά «χαράχτηκαν» στο μυαλό του Γιάννη Παπαδόπουλου, του μοναδικού επιζώντα από τα μέλη της φιλαρμονικής ορχήστρας της Κερασούντας, την οποία είχε μαζί του ο αιμοσταγής Τούρκος στις δολοφονικές εξορμήσεις του, για να παίζει εμβατήρια, παρουσιάζει το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Η μπάντα…», που θα παρουσιαστεί στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, τη Δευτέρα 4 Μαρτίου, στις 6:00 το απόγευμα, στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές», της αποθήκης Α’ του λιμανιού.
Πρόκειται για ένα έργο του δημοσιογράφου Νίκου Ασλανίδη, το οποίο βασίζεται στο βιβλίο του Γιάννη Παπαδόπουλου και γυριζόταν επί δύο χρόνια με τα παιδιά και τα εγγόνια του συγγραφέα, αλλά και με άλλους Ποντίους που είχαν συγγενείς θύματα του Τοπάλ Οσμάν. Στο ντοκιμαντέρ συμμετέχουν ογδόντα ηθοποιοί και η φιλαρμονική ορχήστρα του Δήμου Γιαννιτσών. Η επιμέλεια του ντοκιμαντέρ έγινε από τους ιστορικούς Κώστα Φωτιάδη, Θεοδόση Κυριακίδη και Λάζαρο Βασιλειάδη.
«Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έγραψε το βιβλίο του το 1965, στην Καβάλα, όπου ζούσε, προκειμένου να μάθουν όλοι οι Έλληνες και κυρίως οι νεότερες γενιές τα δραματικά γεγονότα. Γυρίσαμε το ντοκιμαντέρ, ώστε να μην αμφισβητήσει κανένας την αλήθεια, αλλά και για να μην υπάρχει άγνοια γύρω από το θέμα. Στόχος μας είναι να επισκεφθούμε ποντιακούς συλλόγους σε όλη τη χώρα και να προβάλουμε δωρεάν το ντοκιμαντέρ, ώστε να γίνει γνωστή σε όλους η ιστορία», είπε στο ethnos.gr ο Νίκος Ασλανίδης. Χορηγός του ντοκιμαντέρ είναι το φιλανθρωπικό ίδρυμα «Ιβάν Σαββίδης».
Ιστορίες φρίκης
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος ήταν μουσικός – μέλος της φιλαρμονικής ορχήστρας του Δήμου Κερασούντας, όπου γεννήθηκε. Όταν ο Τοπάλ Οσμάν έφτασε στην πόλη, ουσιαστικά αυτοανανακηρύχθηκε δήμαρχός της. Στις δολοφονικές εξορμήσεις του έπαιρνε μαζί του τη φιλαρμονική, η οποία αποτελούνταν από 13 Έλληνες και 3 Τούρκους. Κρατούσε ομήρους στην Κερασούντα τα μέλη των οικογενειών των μουσικών, ώστε να τους σφάξει, αν κάποιος αντιδρούσε.
Χαρακτηριστική είναι η σφαγή των Ποντίων στη Μερζιφούντα, που περιγράφει στο βιβλίο του ο Γιάννης Παπαδόπουλος και παρουσιάζεται στο ντοκιμαντέρ. Γι’ αυτήν ο συγγραφέας γράφει ότι «ωχριά μπροστά στη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Είχε παγώσει το αίμα μας, δεν υπάρχει κάλαμος συγγραφέα, που να μπορεί περιγράψει, το τι έγινε στην πόλη». Οι Τσέτες βίαζαν και έσφαζαν αδιακρίτως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους. Λεηλατούσαν τα υπάρχοντα των Ποντίων και τα πήγαιναν στο υπόγειο του κολεγίου της Μερζιφούντας, όπου τα πουλούσαν σε Τούρκους.
Επίσης, στο χωριό Έρπαα ο Τοπάλ Οσμάν ανάγκασε τους μουσικούς να παίζουν εμβατήρια έξω από το σπίτι του Έλληνα προέδρου της κοινότητας. Μέσα στο σπίτι οι Τσέτες βίαζαν τη γυναίκα και τις κόρες του προέδρου. «Από τις τσιρίδες και τα ουρλιαχτά των γυναικών πάγωσαν τα δάχτυλά μας. Δεν μπορούσαμε να παίξουμε σωστά τις νότες. Οι Τσέτες το κατάλαβαν και άρχισαν να γελάνε και να πυροβολούνε τον αέρα», περιγράφει στο βιβλίο του ο Γιάννης Παπαδόπουλος.
Πώς σώθηκε
Όταν ο Κεμάλ είχε καλέσει τον Τοπάλ Οσμάν στην Άγκυρα, για να τον τιμήσει, ο τελευταίος πήρε μαζί του και την ορχήστρα. Εκεί αποφάσισε να σφάξει τους Έλληνες – μέλη της, ώστε να μη μιλήσουν για τις αγριότητές και τις δολοφονίες του. Τους έδεσε, τους έπαιρναν πέντε-πέντε οι Τσέτες και τους έσφαζαν με τις ξιφολόγχες. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έμεινε τελευταίος με ένα φίλο του και άκουγε τις κραυγές των σφαγιασθέντων. Ο φίλος του είχε μαζί του ένα σουγιά. Κατάφεραν να κόψουν τα σχοινιά και άρχισαν να τρέχουν. Από τις σφαίρες των Τούρκων ο φίλος του έπεσε νεκρός.
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έφτασε κυνηγημένος σε έναν γκρεμό, όπου εγκλωβίστηκε. Μην έχοντας άλλη επιλογή, έπεσε στο γκρεμό, χωρίς, όμως να χτυπήσει σοβαρά. Συνέχισε να τρέχει κι έφτασε στο Σαγγάριο ποταμό, όπου αποκοιμήθηκε κρυμμένος σε χόρτα. Ξύπνησε ακούγοντας κάποιον να τραγουδάει στα ελληνικά ένα κλέφτικο τραγούδι. Ήταν ένας Έλληνας στρατιώτης, ο οποίος πήγε να πάρει νερό από το ποτάμι.
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος σηκώθηκε, αλλά επειδή φορούσε τούρκικη στρατιωτική στολή, ο Έλληνας στρατιώτης, τον σημάδεψε και του είπε να μην κουνηθεί. Ο μουσικός του φώναξε στην ποντιακή διάλεκτο «είμαι Ρωμιός». Ο στρατιώτης δεν τον πίστεψε και του ζήτησε να πει αρχικά το «Πάτερ ημών» και στη συνέχεια το «Πιστεύω». Όταν ο Γιάννης Παπαδόπουλος τα είπε, ο στρατιώτης τον αγκάλιασε, τον έβαλε στο άλογό του και τον πήγε στο διοικητή του.
Ο μουσικός ζήτησε ένα όπλο, για να πολεμήσει εναντίον των Τούρκων στην πρώτη γραμμή. Ο διοικητής της μονάδας, ο οποίος ονομαζόταν Τσιρογιάννης, του είπε ότι δεν πρέπει να κινδυνεύσει η ζωή του, αφού είχε υποχρέωση να πάει στην Ελλάδα και να περιγράψει τις σφαγές που βίωσε. Έτσι έγινε. Εγκαταστάθηκε στην Καβάλα, όπου το 1965 έγραψε και εξέδωσε μόνος του το βιβλίο του. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος έκανε έξι παιδιά και μέχρι να φύγει από τη ζωή, σε βαθιά γεράματα, έλεγε παντού την ιστορία του.