Αν με ρωτούσαν ποιος ο τίτλος που ταιριάζει ταμάμ στην προσωπικότητά του, χωρίς δεύτερη σκέψη θα έλεγα «Ενας μάγκας». Αυθεντικός. Και του λιμανιού και του σαλονιού. Μάγκας με τα όλα του. Γητευτής οίνου, αλκοόλ, γυναικών, σκέψης, λογικής, ανησυχίας, ευθύτητας, κοινωνικότητας, ειλικρίνειας. Για μένα, ο Πρώτος της Θεσσαλονίκης. The First Man. Που κόντρα σε όλα, κόντρα σε παρατάξεις, κομματικές αντιπαραθέσεις και παραταξιακά μαντριά, έκανε την πλειοψηφία της συμπρωτεύουσας να υποκλιθεί στα χαρίσματά του.
Ο Γιάννης Μπουτάρης. Χωρίς σκάνδαλα και πολλές, γνωστές, επικοινωνιακές αλχημείες, καταφέρνει με το ήθος του να βρίσκεται πάντα στο κέντρο της επικαιρότητας. Ακάλυπτος. Ευάλωτος. Διάφανος. Και με τους ταραγμένους έρωτές του. Και με τον αλκοολισμό του. Και με τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις του. Και με το κίτρινο άστρο του Δαβίδ που φόρεσε για να διαμαρτυρηθεί εναντίον των δύο «τσογλανιών» της Χρυσής Αυγής που ψηφίστηκαν και βρέθηκαν στο Δημοτικό Συμβούλιο. Και με τις παρέες του. Και με το σκουλαρίκι του. Και με τη στάση του για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εναντίον όλων των Φαρισαίων. Που από τη μια μπαινοβγαίνανε στα καζίνο και στα βενζινάδικα, αλλά και στα «σπίτια» των Σκοπίων. Και από την άλλη ωρύονταν για την ελληνικότητα της Μακεδονίας.
Ο Γιάννης Μπουτάρης. Συγγραφέας του πρόσφατου βιβλίου «Εξήντα χρόνια τρύγος». Λάτρης της καλής ζωής. Αθεράπευτος «ασθενής» της προσωπικής του ελευθερίας. Μόνιμος κάτοικος μιας oυτοπίας. Μιας Ελλάδας μεταρρυθμισμένης, λογικής, δημιουργικής, ερωτικής, σύγχρονης και φυσικά ευρωπαϊκής. Ενα από τα πιο ιδιαίτερα πλάσματα, το καμάρι της Βόρειας Ελλάδας. Η περίπτωσή του, σενάριο ταινίας. Η πορεία του με ανεξίτηλα ίχνη χαραγμένη. Η σκέψη του αιρετική, αν και εντελώς απλή και λογική.
Πριν από χρόνια τον είχα συναντήσει στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Από τότε δεν είχαμε ξαναμιλήσει. Και όταν του τηλεφώνησα προσπάθησε στην αρχή να με αποφύγει. «Ποιος είναι αυτός ο Δανίκας;» θα είπε. Μετά τη δεύτερη φορά, με θυμήθηκε και στην αρχή μού ζήτησε η συνέντευξη «να μην είναι εφ’ όλης της ύλης, μόνο για το βιβλίο». Και όταν η κουβέντα μας, μετά από μιάμιση ώρα, τελείωσε, όλα τα είχε παραβιάσει. Φυσικά, είναι εφ’ όλης της ύλης. Και για το κρασί και για τον COVID και για τα τόσα κρούσματα στη Βόρεια Ελλάδα. Και για την πολιτική και για τις γυναίκες του και για τους Εβραίους. Για όλα. Η κουβέντα μας στον ενικό. Μου το ζήτησε, συμφώνησα, προχώρησα.
-Ποιο κρασί προτιμάς απ’ όλα τα δικά σου;
«Προτιμώ το Ράμνιστα και το Διάπορος. Κόκκινα και τα δύο. Προτιμώ τα κόκκινα κρασιά. Υπ’ όψιν δεν πίνω, απλώς τα δοκιμάζω πάντα».
-Γιατί δεν πίνεις;
«Είμαι αλκοολικός και είμαι καθαρός από το 1991».
-Κανένα από τα δύο κρασιά δεν μπορώ να βρω. Δεν τα έχω δει πουθενά.
«Βρίσκονται σε κάβες και τα δύο. Είναι μειωμένης παραγωγής και τα σούπερ μάρκετ δεν τα βάζουν».
-Και για την Πρωτοχρονιά τι συνιστάς;
«Επειδή τα γεύματα της Πρωτοχρονιάς είναι συνήθως πλούσια και λιπαρά, θα πρότεινα ένα πιο χοντρό, όπως είναι οι Δύο Ελιές, ένα κρασί που αρέσει και σε μένα».
-Από τους ανταγωνιστές ποιους προτείνεις;
«Τον Βαγγέλη Γεροβασιλείου που μαζί με τη Βιβλία Χώρα έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά. Επίσης, θα πρότεινα δύο εξαιρετικούς οινοποιούς από το Κτήμα Μερκούρη, τον Βασίλη και τον Χρήστο Κανελλακόπουλο. Οπως και τον Αγγελο Ρούβαλη από το Αίγιο».
-Εγώ νομίζω, με την ελάχιστη πείρα μου, πως ακόμα και το πιο φτηνό γαλλικό κρασί είναι ανώτερο από το μέτριο ελληνικό.
«Γιατί προφανώς πάσχεις κι εσύ από ξενολατρία. Είναι χαρακτηριστικό που αφορά όλη την Ελλάδα: “Αφού είναι γαλλικό είναι καλύτερο”».
-Μ’ αρέσουν τα πιο ελαφριά.
«Εχουμε αντίστοιχα κρασιά ελληνικά. Ενας πότης, είτε ξεροσφύρι το πίνει είτε στα γεύματά του, πρώτα θα δοκιμάσει όλα τα κρασιά και ύστερα θα αποφασίσει».
-Είμαι άσχετος, αμόρφωτος, τι πρέπει να ξέρω;
«Χωρίζω τα κρασιά σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Τα καθημερινά. Το κρασί που θα πίνεις κάθε μέρα. Αυτά τα κρασιά έχουν δύο χαρακτηριστικά. Το πρώτο βασικό, η τιμή του. Το δεύτερο, η γεύση του. Η δεύτερη κατηγορία είναι τα κυριακάτικα, εκεί που είμαστε πιο χαλαροί, τρώμε πιο αργά και άνετα, θέλουμε να ευχαριστηθούμε πιο πολύ το κρασί που πίνουμε. Γι’ αυτά τα κρασιά προφανώς παίζει ρόλο και η τιμή τους. Είναι πιο ακριβά από τα καθημερινά. Η τρίτη κατηγορία, τα εορταστικά κρασιά, γενέθλια, γιορτές, εκεί διαλέγεις ένα πολύ καλό κρασί. Το καλύτερο αλλά και το πιο προσιτό».
-Εγώ, είπαμε, δεν ξέρω, επομένως ακολουθώ τους επαΐοντες…
«Πέρα από τα αντικειμενικά κριτήρια, είναι τι σου ταιριάζει εσένα. Πρέπει να υπάρχει μια οινική κουλτούρα. Το πρώτο βασικό κριτήριο είναι να πίνεις για να ευχαριστηθείς και όχι να μεθύσεις. Το δεύτερο κριτήριο, ξέρεις την ποικιλία, καθώς και τον παραγωγό. Ο πότης που έχει οινική κουλτούρα δένεται με το κρασί που πίνει. Στην Ελλάδα μάς λείπει η οινική κουλτούρα».
-Επομένως χωρίς κουλτούρα, κι όμως η ελληνική οινοποιία αναπτύσσεται με ραγδαίο ρυθμό.
«Τα τελευταία 20 χρόνια παρατηρούμε μια μεγάλη αύξηση των κτημάτων. Αυτός που αποφασίζει να βγάλει ένα κρασί δεν αγοράζει σταφύλια. Προτιμάει να τα καλλιεργεί ο ίδιος. Στη Γαλλία που θαυμάζουμε όλοι, τα περίφημα Σατό, που είναι και πανάκριβα, ξεκίνησαν πριν από 200-300 χρόνια. Και η κληρονομιά πήγαινε από παππού προς εγγονό. Γι’ αυτό στη Γαλλία υπάρχει οινική κουλτούρα, όπως στηn Ιταλία, ακόμα και στη Γερμανία. Δεν υπάρχει το καλύτερο κρασί. Υπάρχουν τα αντικειμενικά κριτήρια που δείχνουν την ποιότητα του κρασιού, αλλά στο τέλος προτιμώ αυτό που αρέσει σε μένα».
-Αν μπορούσες, τι θα έπινες;
«Θα έπινα κρασιά της Βόρειας Ελλάδας, της Νεμέας επίσης. Σήμερα αν είσαι καλός επαγγελματίας δεν γίνεται να βγάζεις κακό κρασί. Αν το κάνεις, έκλεισες την άλλη μέρα. Το κυριακάτικο θα το έπαιρνα από τα δικά μου. Ας πούμε, θα έπινα μια Σαμαρόπετρα και από λευκό, μια Παράγκα ή ένα Μπλε Τρακτέρ. Και από τα εορταστικά, οπωσδήποτε Κτήμα Κυρ Γιάννη ή Δύο Ελιές».
-Πώς γίνεται κανείς αλκοολικός;
«Η ανάγκη να ξεφύγεις από την πραγματικότητα σε ωθεί να νομίζεις πως είσαι ο κυρίαρχος του κόσμου. Με το μυαλό σου τα κάνεις όλα. Βοηθούμενος με το κρασί. Το αλκοόλ σε διευκολύνει να δραπετεύσεις από την πραγματικότητα. Και όποιος λέει όχι, ψέματα λέει. Είναι δύσκολο πράγμα η ζωή».
-Εσύ ξέφυγες.
«Το ένα ποτήρι φέρνει το άλλο. Προφανώς είχα κάποια ζόρια και αντί για ένα ποτήρι έπινα τέσσερα. Το ένα φέρνει το άλλο. Τριών ειδών οι πότες. Ο πότης που πίνει μια φορά στις τόσες. Είναι ο πότης που πίνει καθημερινά, αλλά θα σταματήσει. Τον ειδοποιεί ο οργανισμός του. Και είναι ο εν δυνάμει αλκοολικός, ο οποίος δεν ξέρει τι θα πει “φτάνει”. Καταντάει να μην μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αλκοόλ».
-Επομένως, τώρα με τον εγκλεισμό και την κρίση οι πωλήσεις καθώς και ο αλκοολισμός θα έχουν χτυπήσει κόκκινο.
«Πιθανόν. Αυτό που ξέρω είναι ότι οι καταναλώσεις των κρασιών έχουν μεν πτώση γιατί η εστίαση είναι κλειστή, αλλά η πτώση στα σούπερ μάρκετ δεν είναι μεγάλη».
-Πώς ξέφυγε η Θεσσαλονίκη με τον COVID;
«Προφανώς τα μέτρα που προτείνουν οι ειδικοί δεν τα τηρήσαμε. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες πόλεις. Και δεν ξέρουμε αν αναλογικά ήταν περισσότερα ή λιγότερα. Ο κόσμος χαλάρωσε όχι επειδή δεν πιστεύει στους επιστήμονες. Και να μην ξεχνάμε το ζήτημα της οικονομίας. Και άντε να δούμε πώς θα ξαναφτιαχτούμε. Στη Νάουσα, που έχω πολλές επαφές, έχει πολλά κρούσματα και πολλούς θανάτους».
-Δεν φταίει ο δήμαρχος;
«Τι να κάνει ο δήμαρχος; Να βγαίνει στους δρόμους και να τους λέει να φοράνε μάσκες; Υπάρχει ένα ποσοστό στην ελληνική κοινωνία που δεν πιστεύει και νομίζει πως όλα είναι φτιαχτά. Ακούς τον Βελόπουλο και σε πιάνει αναγούλα. Ο Βελόπουλος ο οποίος αλληλογραφεί με τον Χριστό. Αυτόν τον ψηφίζουνε μισό εκατομμύριο Ελληνες. Τα ίδια που έχει κάνει ο Τραμπ. Δεν είχε πει να πίνουμε χλωρίνη για να σκοτώσουμε τον κορωνοϊό;».
-Ούτε οι Αρχές της Βόρειας Ελλάδας φταίνε;
«Δεν είμαι σίγουρος. Τι παραπάνω να κάνουν; Βέβαια τα λεωφορεία είναι τίγκα στη Θεσσαλονίκη. Κανονικές παγίδες θανάτου».
-Θα κάνεις εμβόλιο;
«Βέβαια. Εχω κάνει ηλεκτρονική συνταγογράφηση. Είμαι 79 ετών. Πέρασα και μία πνευμονία, δεν θέλει πολύ να βρεθώ στην ομάδα των ευπαθών».
-Πώς χαρακτηρίζεις όλους αυτούς της Βόρειας Ελλάδας που μπαινοβγαίνανε στα Σκόπια και μετά ξεσπαθώσανε εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών;
«Φαρισαίοι είναι. Εγώ πιστεύω πως με τον γείτονά σου πρέπει να έχεις καλές σχέσεις. Εγώ υποστήριξα τη συμφωνία. Μια ιστορία που μας είχε τυραννήσει πάρα πολύ και μας είχε εκθέσει στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Θέλει πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί. Και σε τελική ανάλυση, όταν κάνεις μια συμφωνία, κάτι θα πάρεις και κάτι θα δώσεις. Νομίζω πως είναι η μοναδική περίπτωση στην Παγκόσμια Ιστορία που ένα κράτος αλλάζει όνομα χωρίς πόλεμο. Δεν κλέβεται το όνομα. Η Ιστορία είναι μία».
-Και όσοι καταδώσανε και κάνανε πλιάτσικο στις περιουσίες των Εβραίων της πόλης;
«Δεν τιμωρηθήκανε».
-Τους ξέρεις;
«Είναι γνωστοί. Αρπαξαν τις περιουσίες των Εβραίων. Δεν μπορώ να πω ονόματα».
-Ζουν αυτοί;
«Αν δεν ζουν αυτοί, ζουν τα παιδιά τους. Είναι ένα μέρος της ευυπόληπτης κοινωνίας της πόλης».
-Είναι πολλοί;
«Πολλοί, λίγοι, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι δεν τιμωρήθηκαν. Μα ήταν πρώτα το κράτος που καταδίωξε τους Εβραίους. Οταν ήμουν δήμαρχος διαπίστωσα ότι είχαν απολυθεί πάνω από 150 υπάλληλοι Εβραίοι με το αιτιολογικό “αδικαιολόγητα απόντες”. Οι “απόντες” είχαν βρεθεί στους φούρνους του Αουσβιτς. Και προσπάθησα να αποκαταστήσω τη μνήμη τους. Δεν τα κατάφερα εγκαίρως και δεν ξέρω τι γίνεται τώρα. Εγώ ξεκίνησα αυτή την ιστορία της ανάδειξης του εβραϊκού θέματος. Μάλιστα στη δεύτερη θητεία μου, όταν βγήκαν δύο εκπρόσωποι από τη Χρυσή Αυγή, ο ένας είναι φυλακή, γαμπρός του Μιχαλολιάκου… Τότε, λοιπόν, εγώ φόρεσα το κίτρινο άστρο του Δαβίδ, την ημέρα της ορκωμοσίας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Μα πώς είναι δυνατόν να έχουμε αυτά ,τα κοπρόσκυλα σε όργανα διαχείρισης του κράτους! Πώς ψηφίζεις ανθρώπους με καθαρά ναζιστικές αντιλήψεις! Η Ιστορία η Εβραϊκή ξεκινάει από τον Απόστολο Παύλο. Οταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη πήγε στη Συναγωγή μιλώντας εβραϊκά, όχι ελληνικά. Στην Ελλάδα από τότε έχουμε τους Ρωμανιώτες. Ο δήμαρχος Ιωαννίνων είναι Ρωμανιώτης. Η Ιερά Εξέταση έδιωξε τους Εβραίους από την Ισπανία και αυτούς δεν τους δεχόταν καμία χώρα εκτός από την Οθωμανική Αυτοκρατορία».
-Οι Τούρκοι περισσότερο ανεκτικοί; Αυτοί οι βάρβαροι;
«Θα σου πω μια ιστορία. Είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη ο τότε υπουργός Εξωτερικών, νομίζω ότι ήταν ο Τσαβούσογλου, ο οποίος έμεινε στο δημαρχείο μιάμιση ώρα. Και μου είπε πως οι Εβραίοι είναι πολύ καλοί στο εμπόριο και στα οικονομικά. “Εμείς οι Τούρκοι είμαστε έξυπνοι. Δεν μας ενδιαφέρει η θρησκεία, αλλά οι φόροι που θα εισπράξουμε”».
-Τι είναι ο Γιάννης Μπουτάρης, αριστερός, δεξιός, κεντρώος;
«Για μένα δεν υπάρχει αριστερός, δεξιός και τέτοια. Αυτά είναι χαρακτηρισμοί ασφάλειας. Το ότι θέλω να ανήκω σε μια ομάδα. Εγώ, λέει κάποιος άλλος, είμαι αναρχικός. Εγώ λέω πως είμαι φιλελεύθερος».
-Τι θα πει «φιλελεύθερος»;
«Θα πει παρακολουθώ τις εξελίξεις, προσαρμόζομαι σε αυτές και επιλέγω ποιος θα με κυβερνήσει. Με βάση αυτά που κάνει, όχι που λέει. Ο Καραμανλής δεν είχε πει ότι “ζούμε σ’ ένα απέραντο φρενοκομείο”; Ο Σημίτης δεν είχε πει “αυτή είναι η Ελλάδα”; Και ο Καραμανλής και ο Σημίτης, άξιοι άνθρωποι. Τι ομάδα είχαν στον περίγυρό τους; Προφανώς, αν είχαν καλύτερη ομάδα, θα πήγαιναν καλύτερα. Ο Παπανδρέου πρώτος λαοπλάνος, αλλά έκανε τη μεγάλη αλλαγή στην Ελλάδα. Μας έβγαλε από τη φεουδαρχία των οικογενειών, αλλά δεν κατάφερε να ξεφύγει από το καθεστώς ελληνικού κρατικού τύπου. Δεν κατάφερε να μην είναι όνειρο του καθενός να πάει το παιδί του στο Δημόσιο».
-Ο Τσίπρας;
«Ο Τσίπρας ακολουθεί το παράδειγμα του Παπανδρέου, να τινάξουμε την Ευρώπη! Σοβαρά, ρε φίλε, σοβαρά τα λες τώρα; Δεν έχει ούτε την προσωπικότητα του Παπανδρέου, ούτε την ομάδα του Παπανδρέου».
-Ο Κυριάκος;
«Ο Κυριάκος, για την ώρα, πολύ καλός. Επειδή είχα προσωπική εμπειρία και προσωπική επαφή από χρόνια με τον Κυριάκο, όσο ήμουν δήμαρχος, κατάλαβα πως είναι άξιος άνθρωπος. Και μακάρι να τα βγάλει πέρα! Ούτε ψύλλος στον κόρφο του. Από τη μια έχει τους Τούρκους, από την άλλη τον COVID. Και από την τρίτη, τους Γερμανούς. Ο μοναδικός που προχωράει τις μεταρρυθμίσεις. Είναι δυνατόν να πηγαίνουμε στα ΚΕΠ για το γνήσιο της υπογραφής; Εχει πολύ καλό επιτελείο. Οχι όλοι, αλλά τι να πει κανείς για τον Πιερρακάκη; Αψογος».
-Επομένως, είσαι αισιόδοξος.
«Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος. Εχουμε μπερδέψει την τήρηση της τάξης με τη χούντα. Δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρίζουν αυτή την κυβέρνηση χουντική. Ετσι ήταν η χούντα; Να κάνεις αντιπολίτευση, αλλά να είναι δημιουργική».
-Δεν υπάρχει αντιπολίτευση;
«Για κλάματα είναι. Τι να πεις για τον Βαρουφάκη και τον Βελόπουλο. Το ΚΚΕ στην Ελλάδα έχει μείνει πίσω. Στην Ευρώπη εξελίχθηκαν. Οι δικοί μας είναι για το Μαυσωλείο του Στάλιν».
-Ο έρωτας έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή σου;
«Το ωραιότερο πράγμα που μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος».
-Πόσες φορές ερωτεύτηκες;
«Οσες σχέσεις είχα. Κάμποσες στη διάρκεια του διαζυγίου μου. Ερωτευόμουνα. Δεν μπορώ να πιάσω γκόμενα χωρίς να ερωτευτώ. Ο έρωτας που εξελίσσεται σε αγάπη, και η αγάπη είναι σεβασμός, εκτίμηση, ένα σωρό πράγματα. Ετσι διατηρείται και ο έρωτας. Υπάρχει ο έρωτας ο οποίος σήμερα σε χτυπάει στο κεφάλι και μετά από λίγο χάνεται. Και υπάρχει ο έρωτας που εξελίσσεται σε αγάπη. Εγώ έζησα και τα δύο».
-Τώρα με καινούρια σχέση;
«Τώρα δεν είμαι με καμία. Η γυναίκα που αγαπούσα πέθανε. Μ’ αυτήν ήμουν ερωτευμένος από τα δεκαέξι μου. Κάναμε παιδιά, εγγόνια, χωρίσαμε. Κοντά δέκα χρόνια χωρισμένοι και μετά ξανασμίξαμε. Η τελευταία φάση αυτής της σχέσης ήταν η καλύτερη».
-Τώρα μόνος;
«Μόνος μένω. Παντρεύτηκα ξανά πριν από δύο χρόνια, αλλά ο γάμος απέτυχε».
-Πες μου για το βιβλίο σου «Εξήντα χρόνια τρύγος».
«Προσπαθώ σ’ αυτό το βιβλίο να περάσω αυτά που έζησα. Από πέντε χρονών είμαι μέσα στο κρασί. Και πώς αυτό, σιγά-σιγά, μ’ έκανε να καταλάβω τι ρόλο έπαιξε το κρασί στη ζωή μου».
–
Τι ρόλο έπαιξε;
«Εμαθα ότι το κρασί δεν είναι ένα απλό προϊόν. Η οικογένειά μας ήταν οινέμποροι. Αγοράζανε σταφύλια, τα έκαναν κρασιά και τα πουλούσανε. Καθώς και αγοράζανε κρασιά από άλλους και τα πουλούσανε. Εχουμε μαρτυρίες σε εφημερίδα της Βιέννης του 1854 που γράφει “αφίχθησαν τα κρασιά Μπουτάρη από τη Νάουσα”. Εχω πιστοποιητικό από το Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, που σώθηκε από την πυρκαγιά του 1917, που λέει: “Ο Ιωάννης Μπουτάρης είναι οινοποιός, οινοπώλης από το 1879 στη Θεσσαλονίκη”. Τότε η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη».
-Το κρασί το έζησες, το αγάπησες, το ανέπτυξες, αλλά στο τέλος σε κατέστρεψε.
«Το πιστεύεις πως ποτέ μου δεν έχω μεθύσει με κρασί; Συνήθως μεθούσα με ουίσκι».
-Είσαι μάγκας.
«Εντάξει, δεν βαριέσαι…».
Πριν κλείσει το τηλέφωνο μου είπε μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του: «Ελα, σ’ τα είπα όλα, τι άλλο να πούμε; Εξαντληθήκαμε».
Παραμύθια. Ανεξάντλητος και ατελείωτος. Προνόμιο είναι όποιος καταφέρει να τρυγήσει λίγο από τη σκέψη του. Τα σταφύλια της λογικής, του έρωτα, της οργής και μιας καλύτερης ζωής!
πηγή protothema.gr