Στο 10,9% η διαφορά ανάμεσα στα δύο κόμματα στη δημοσκόπηση της Marc για το ΘΕΜΑ – Η αξιωματική αντιπολίτευση διατηρεί την υψηλή συσπείρωση των οπαδών της (82,6%) – Ο ΣΥΡΙΖΑ με αξιοσημείωτη επανασυσπείρωση ανεβαίνει στο 19% (+2,8% από τον Μάιο)
Η διψήφια διαφορά την οποία διατηρεί η αξιωματική αντιπολίτευση -προπορεύεται κατά 10,9% στην πρόθεση ψήφου επί των εγκύρων-, σε συνδυασμό με τη συνολικά αρνητική προαίρεση που, όπως προκύπτει από την έρευνα της Marc για το «ΘΕΜΑ», έχει η κοινή γνώμη για τις βασικότερες επιλογές της κυβέρνησης («έξοδος από το μνημόνιο», Συμφωνία των Πρεσπών για το Σκοπιανό, ευθύνες για την τραγωδία στο Μάτι, ανασχηματισμός) καθιστούν μάλλον μη αναστρέψιμη τη σειρά κατάταξης των κομμάτων.
Η αξιοσημείωτη επανασυσπείρωση σχεδόν κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί σύνηθες εύρημα σε περιόδους που συμπίπτουν με το τέλος του καλοκαιριού και τη θετική διάθεση που επικρατεί μετά τις διακοπές, δεν μοιάζει ικανή να οδηγήσει σε ανατροπή των δεδομένων τα οποία έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία δυόμισι χρόνια, με το σταθερό και άνετο προβάδισμα που διατηρούν η Ν.Δ., αλλά και ο αρχηγός της Κυριάκος Μητσοτάκης έναντι του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα.
Οπως είχε συμβεί και τον Σεπτέμβριο του 2017, που είχε ακολουθήσει την καταβύθιση την οποία είχε υποστεί τον Μάιο του ίδιου χρόνου, έτσι και τώρα, στην πρώτη μεταθερινή μέτρηση που ακολουθεί την κάμψη του περασμένου Ιουνίου, το μεγαλύτερο κυβερνών κόμμα ενισχύει τη θέση του. Σύμφωνα, ωστόσο, με τα ευρήματα της Marc, τα κέρδη για το κυβερνητικό στρατόπεδο μετριάζονται από τη συρρίκνωση της δύναμης του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, των ΑΝ.ΕΛ. του Πάνου Καμμένου, που πέφτει στο 1%, καθώς φαίνεται να πλαγιοκοπείται από τη νεοσύστατη Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου.
Ανακλαστικά και συσπειρώσεις
Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ, με συσπείρωση της τάξης του 46,5%, ανεβαίνει στο 16,9% (+2,9% από τον Μάιο), ενώ στις αρχές του χρόνου είχε βρεθεί στο 17%. Η πόλωση του τελευταίου διαστήματος και η ένταση της αντιπαράθεσης με την αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται να είναι ο βασικός λόγος της επανασυσπείρωσης μέρους των παλιών Συριζαίων. Με δεδομένο, όμως, ότι ένας στους τέσσερις παλιούς ψηφοφόρους του έχουν ήδη μετακινηθεί (25,5%), το κυβερνών κόμμα δεν μπορεί, υπό κανονικές συνθήκες, να προσδοκά ανατροπή ακόμη και αν πετύχει επαναπατρισμό και όσων παίρνουν αποστάσεις δηλώνοντας αναποφάσιστοι (16,1%) ή τάση για αποχή, άκυρο και λευκό (11,9%).
Στην τρίτη θέση περνά η Χρυσή Αυγή με 6,1% (-0,2% από τον Μάιο) εξαιτίας της μεγαλύτερης κάμψης (0,8%) που παρουσιάζει το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο υποχωρεί στο 5,7%, λόγω προφανώς της αποχώρησης του Ποταμιού, που, ως αυτόνομος πλέον σχηματισμός, καταγράφει το ισχνό 1,3%. Ακολουθούν το ΚΚΕ με 5,3% (-0,2%) και το κλαμπ των κομμάτων που πιθανολογείται ότι θα βρίσκονται στην επόμενη Βουλή συμπληρώνει η Ενωση Κεντρώων με 2,2% (-0,2%). Από τους υπόλοιπους σχηματισμούς, ανοδική τάση παρουσιάζει η Ελληνική Λύση, που ανεβαίνει στο 1,8% (+0,3%) και μπορεί να έχει αξιώσεις για να κάνει την έκπληξη της εισόδου στην επόμενη Βουλή.
Εξακομματική Βουλή
Τα στοιχεία της μέτρησης δείχνουν εξακομματική Βουλή και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του «ΘΕΜΑτος» που έγιναν με τη μέθοδο της αναλογικής κατανομής των αναποφάσιστων (που κινούνται σταθερά στην περιοχή του 16%), με τις συγκεκριμένες επιδόσεις η Ν.Δ. θα είχε 156 έδρες, ο ΣΥΡΙΖΑ 67, η Χ.Α. 24, το ΚΙΝ.ΑΛ. 23, το ΚΚΕ 21 και η Ενωση Κεντρώων θα εξέλεγε οριακά 9 βουλευτές.
Οπως και να έχει, οι οριακές μεταβολές που παρατηρούνται στην αυξομείωση της δύναμης των περισσότερων κομματικών σχηματισμών στη διάρκεια της τελευταίας διετίας δεν δείχνουν διάθεση της κοινής γνώμης για αλλαγή πλεύσης. Αντιθέτως, όλα τα ευρήματα της συγκεκριμένης μέτρησης, όπως και αρκετών προγενέστερων που κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πολιτικό παιχνίδι έχει εν πολλοίς κριθεί και μόνο λεπτομέρειες μπορεί να αλλάξουν στην πορεία προς τις κάλπες.
Το γεγονός, εξάλλου, ότι επτά στους δέκα πολίτες (69,5%) βλέπουν νίκη της Ν.Δ. είναι ενδεικτικό για τις τάσεις που επικρατούν στην κοινή γνώμη. Επίσης, αξιοπρόσεκτο δείκτη αποτελεί και το σταθερά υψηλό προβάδισμα του κ. Μητσοτάκη στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία (38,4% έναντι 25% του κ. Τσίπρα σε αυτή την έρευνα), καθώς δεν υπάρχει ανάλογο ιστορικό προηγούμενο να υπολείπεται ο εν ενεργεία πρωθυπουργός από τον διεκδικητή του αξιώματος.
πηγή protothema