Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε σημαντική τη συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, ιδίως σε μία περίοδο που το θέμα της Συρίας είναι ακόμα εν εξελίξει και μόλις λίγες ώρες, προτού οι Κούρδοι του Ιράκ διεξάγουν το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία τους.
Σε αυτή τη συνάντηση, όπως μεταδίδουν οι New York Times και η Hurriyet, ο «σουλτάνος», αναμένεται να θίξει ένα θέμα, για πολλούς, άγνωστο, το οποίο όμως χαρακτήρισε «υψίστης προτεραιότητας».
Με τους Κούρδους της Συρίας να λαμβάνουν ανοιχτά υποστήριξη από τις αμερικανικές δυνάμεις και την ασφάλεια του Ερντογάν να αντιμετωπίζει κατηγορίες, μετά τα επεισόδια με τους Κούρδους διαδηλωτές σε αμερικανικό έδαφος, οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται εμφανώς σε κρίσιμο σημείο και ο Ερντογάν συναντάται με τον Τραμπ θέλοντας να λύσει, ολοκληρωτικά αν γίνεται, το θέμα του εμπόρου χρυσού, Ρεζά Ζαράμπ.
Η έφοδος
Στις 17 Δεκεμβρίου 2013, σε αυτό που ο Τούρκος αρθρογράφος, Μουσταφά Ακιόλ, ονόμασε «το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο στην ιστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας», η αστυνομία της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησε τρεις επιχειρήσεις κατά της διαφθοράς και κατέλαβε 52 άτομα. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν οι γιοι τριών υπουργών της κυβέρνησης. Ο Ζαφέρ Τσαλαγιάν, τότε υπουργός Οικονομίας, ο Μουαμέρ Γκιουλέρ, υπουργός Εσωτερικών και ο περιβάλλοντος, Ερντογάν Μπαϊρακτάρ. Το επίκεντρο της πρώτης επιχείρησης ήταν ένας επιχειρηματίας, ο Ρεζά Ζαράμπ, ο οποίος κατηγορήθηκε για δωροδοκία δύο εκ των υπουργών συν τον υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Τουρκίας, Εγκεμέν Μπαγίς, με ποσό ύψους 66 εκατομμυρίων δολαρίων.
Όταν η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι του γενικού διευθυντή της κρατικής τράπεζας Halkbank, βρήκαν 4,5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, γεμισμένα σε κουτιά παπουτσιών. Στο σπίτι του γιου του υπουργού Εσωτερικών, Μπαρίς, βρήκαν χρηματοκιβώτια, μηχανή καταμέτρησης χρημάτων και σχεδόν 1,5 εκατομμύριο δολάρια σε μετρητά, καθώς και ευρώ και τουρκικές λίρες. Σύμφωνα με το γενικό διευθυντή, τα μετρητά κρατήθηκαν σε φύλαξη για φιλανθρωπικούς σκοπούς και ο υπουργός εσωτερικών εξήγησε ότι ήταν έσοδα από πώληση κατοικίας.
Όπως αναλύει ο Ρόμπερτ Έλις, πρώην σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επί τουρκικών θεμάτων, οι δύο άλλες επιχειρήσεις αφορούσαν παράνομες οικοδομικές άδειες, τον υπουργό περιβάλλοντο και αστικοποίησης και ένα δήμο στην Κωνσταντινούπολη. Ο υπουργός ισχυρίστηκε ότι είχε ενεργήσει με την έγκριση του (τότε) πρωθυπουργού Ερντογάν, μια δήλωση που αργότερα αποσύρθηκε. Η κυβέρνηση αντέδρασε αμέσως. Τρεις υπουργοί παραιτήθηκαν, ένας τέταρτος αντικαταστάθηκε και μια δεύτερη επιχείρηση προγραμματισμένη για τις 25 Δεκεμβρίου, η οποία πιστευόταν ότι συμπεριελάμβανε το γιο του Ερντογάν, Μπιλάλ και κορυφαίες κατασκευαστικές εταιρείες, παρεμποδίστηκε.
Ο Ερντογάν ισχυρίστηκε ότι οι επιχειρήσεις κατά της διαφθοράς ήταν “μια υπόθεση” εναντίον της κυβέρνησης και ένα “δικαστικό πραξικόπημα” ενορχηστρωμένο από το κίνημα Γκιουλέν. Οι εισαγγελείς και ο αρχηγός της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης απομακρύνθηκαν και κινήθηκαν νομικές διαδικασίες εναντίον τους. Επιβλήθηκαν κατηγορίες εναντίον του κατηγορουμένου, τα κατασχεθέντα χρήματα επιστράφηκαν με ενδιαφέρον και μια κοινοβουλευτική επιτροπή, στην οποία το κυβερνών κόμμα ΑΚ (Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) κατείχε πλειοψηφία, ψήφισε κατά της δίκης των τεσσάρων υπουργών.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, ως προοίμιο της εκκαθάρισης που πραγματοποιήθηκε στην Τουρκία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, περίπου 40.000 αστυνομικοί και 4.000 δικαστές και εισαγγελείς αναδιοργανώθηκαν ή αφαιρέθηκαν.
Η πραγματική υπόθεση
Ο κύριος στόχος ήταν ο Ρεζά Ζαράμπ, ο οποίος με τη συγκατάθεση υπουργών και αξιωματούχων της κυβέρνησης εξήγαγε χρυσό στο Ιράν κατά παράβαση των αμερικανικών κυρώσεων. Μετά την απελευθέρωσή του, καυχήθηκε ότι είχε εξάγει 200 ??τόνους χρυσού και κερδίζοντας περισσότερα από 11 δισεκατομμύρια δολάρια, είχε κλείσει το 15% του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας. Αργότερα, με την παρουσία του αναπληρωτή πρωθυπουργού και του νέου υπουργού οικονομίας, ο Ζαράμπ τιμήθηκε με το βραβείο για την εξαγωγή του χρυσού.
Ωστόσο, στις 19 Μαρτίου 2016, οι δραστηριότητες του Ζαράμπ έφτασαν στο τέλος, όταν συνελήφθη στο Μαϊάμι στο δρόμο του προς τη Disneyland με τη γυναίκα και την κόρη του. Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, σε κατηγορητήριο που υπεγράφη από τον δικηγόρο Preet Bharara, από τη Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης, ο Ζαράμπ και δύο συνεργάτες του κατηγορήθηκαν για παραβίαση των αμερικανικών και διεθνών κυρώσεων, για τραπεζικές απάτων και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και τη μετάδοση του BBC. Αυτά τα κακουργήματα φέρουν μέγιστη ποινή φυλάκισης τα 75 χρόνια και πιθανή καταδίκη, τουλάχιστον δεκαετιών.
Κατά τη διάρκεια της υπόθεσης, οι εισαγγελείς σημείωσαν ότι ο Ζαράμπ έδωσε 4,5 εκατομμύρια δολάρια σε μια φιλανθρωπική οργάνωση που ιδρύθηκε από την Εμινέ Ερντογάν, σύζυγο του πρώην πρωθυπουργού και τώρα προέδρου της Τουρκίας, με τον οποίο οι εισαγγελείς τόνισαν ότι ο Ζαράμπ έχει «στενούς δεσμούς», σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle.
Μετά τη σύλληψή του, οι μετοχές της Halkbank, της οποίας ο διευθύνων σύμβουλος ήταν μεταξύ εκείνων που κατηγορούνταν για δωροδοκία από τον Ζαράμπ, μειώθηκαν κατά 20%. Προσφέρθηκε να πληρώσει 50 εκατομμύρια δολάρια ως εγγύηση για να φύγει, αλλά απορρίφθηκε από το δικαστή Richard Berman, καθώς οι εισαγγελείς είχαν υποστηρίξει ότι «εάν ο εναγόμενος ήταν σε θέση να φτάσει στο τουρκικό έδαφος, θα μπορούσε να αναγκάσει τα υψηλότερα επίπεδα της τουρκικής κυβέρνησης να εμποδίσουν την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες», όπως έγραψε ο Economist. Το Νοέμβριο ο αδελφός του, Μοχαμάντ κατηγορήθηκε και το Μάρτιο του περσινού έτους ο βοηθός διευθυντής της Halkbank συνελήφθη στο αεροδρόμιο JFK.
Οι χρεώσεις προκύπτουν από ένα «πολυετές σχέδιο» για τη μεταφορά του εισοδήματος από το πετρέλαιο του Ιράν,, στη Halkbank για ανταλλαγή κατοικιών και εμπλεκόμενων εταιρειών που ελέγχονται από τον Ζαράμπ, ώστε να αγοραστεί χρυσός για εξαγωγή από την Τουρκία. Ο χρυσός θα μπορούσε στη συνέχεια να μετατραπεί σε μετρητά ή νόμισμα και να μεταφερθεί στο Ιράν. Τα αμερικανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξαπατήθηκαν επίσης για την παροχή υπηρεσιών για αυτές τις συναλλαγές, για τις οποίες χρησιμοποιήθηκε το σύστημα πληρωμών SWIFT.
Τον Μάρτιο ο Preet Bharara απεσύρθη από τον πρόεδρο Τραμπ αφού αρνήθηκε να εγκαταλείψει την υπόθεση και ο δικαστής Berman εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με την πολιτική παρέμβαση. Τον περασμένο Οκτώβριο ο υπουργός Δικαιοσύνης της Τουρκίας, Μπέκιρ Μποζντάγ συναντήθηκε με την Αμερικανίδα ομόλογό του, Λόρετα Λιντς, σε μια προσπάθεια να την πείσει να αποσύρει την υπόθεση και ο Ερντογάν έθεσε το θέμα στον Τραμπ τον Μάιο.
Ο Μποζντάγ, τώρα αναπληρωτής πρωθυπουργός, κατηγόρησε το δικαστικό σώμα των ΗΠΑ ότι είναι ένα εργαλείο για το κίνημα Γκιουλέν, το οποίο η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Χέδερ Νάουερτ, απέρριψε ως «παράλογο».
Ποιος είναι ο Ζαραμπ
Ο Ρεζά Ζαράμπ, 33 ετών, είναι μια γνωστή φιγούρα στην Τουρκία, όπου μετακόμισε ως βρέφος αφού γεννήθηκε στο Ιράν (είναι πολίτης και των δύο χωρών, αλλά και του Αζερμπαϊτζάν). Είναι παντρεμένος με Τουρκάλα pop star και θεωρείται μέλος του κύκλου φίλων και συνεργατών του Ερντογάν. Φωτογραφίες δείχνουν τη σύζυγο του «σουλτάνου», Εμινέ, να παρακολουθεί τουλάχιστον ένα φιλανθρωπικό γεγονός μαζί με τον Ζαράμπ και τη σύζυγό του.
Ο Ζαράμπ συγκέντρωσε επίσης «σημαντική περιουσία», σύμφωνα με αμερικανικές εισαγγελικές αρχές, οι οποίοι λένε ότι οι ιδιοκτησίες του περιλάμβαναν ιδιωτικό αεροπλάνο και περίπου 20 ακίνητα, βάρκες, πολυτελή αυτοκίνητα και έργα τέχνης αξίας εκατομμυρίων δολαρίων.
Πληροφορίες από την Τουρκία, αναφέρουν ότι η φιλία του με τον Ερντογάν, φτάνει πίσω στο 1993, όταν ο τότε κυβερνήτης του Κιλίς ήταν ο Μουαμέρ Γκιουλέρ. Τότε λοιπόν, ένας έμπορος ναρκωτικών δολοφόνησε το δήμαρχο Εκρέμ Τσετίν. Λίγες ώρες αργότερα, απήχθη ο πατέρας του Ρεζά, Ιρανός, ο οποίος (υπάρχουν αποδεικτικά έγγραφα), εμπλεκόταν σε εμπόριο ναρκωτικών. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 2013, ο ίδιος ο Γκιουλέρ, πλέον από υπουργικό θώκο, υπέγραψε τη χορήγηση τουρκικής υποκοότητας στον πατέρα Ζαράμπ, με αντίτιμο ένα εκατομμύριο δολάρια για κάθε μέλος της οικογένειας Ζαράμπ στο οποίο χορηγούσε υπηκοότητα. Μάλιστα η υπηκοότητα χορηγήθηκε υπό «εξαιρετικό καθεστώς», κάτι που προβλέπεται από τον τουρκικό νόμο για άτομα που έχουν συνεισφέρει ή που θα συνεισφέρουν για το καλό της χώρας… Όλα αυτά αναφέρονται σε δημοσιεύματα του ομίλου Ζαμάν, όπως η Today’s Zaman, που ο Ερντογάν έκλεισε ως φιλογκιουλενικό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για υπόθεση κατάχρησης δημοσίου χρήματος, ύψους 2,7 δισ. δολαρίων, από το υπουργείο ενέργειας της Τουρκίας, για να επενδύσεις στο Ιράν, είχε καταδικαστεί, την ίδια περίοδο με τη σύλληψη του Ζαράμπ, ο 43χρονος Μπαμπάκ Ζανζιανί, Ιρανός μεγιστάνας, ο οποίος λέγεται ότι έχει στενή συνεργασία με τον Ζαράμπ.
Η «εκμετάλλευση» του Ζαράμπ
Κύκλοι από την τουρκική και διεθνή διπλωματία αναφέρουν, ότι ο λόγος που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε τον Ζαράμπ θέμα «υψίστης προτεραιότητας», είναι λόγω του ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν, σε γεωπολιτικά θέματα, κυρίως λόγω του φόβου των αποκαλύψεων που μπορεί αυτό να κάνει ή να έχει ήδη κάνει. Ο ταμίας λοιπόν του Ερντογάν, υπάρχει η σκέψει να αποτελέσει αντικείμενο ανταλλαγής, με την κυβέρνηση της Τουρκίας. Αυτό που αναμένεται να ζητήσει ο Αμερικανός πρόεδρος από τον Τούρκο ομόλογό του, είναι η αποχώρηση της Τουρκίας από τη Συρία. Ουσιαστικά, να αφεθούν οι Κούρδοι, της YPG, τους οποίος υποστηρίζουν, να συνεχίσουν τις αποστολές τους και να κρατήσουν τα εδάφη, πιθανώς και να ενώσουν τα δύο μέτωπα που έχουν δημιουργήσει σε Τίγρη και Ευφράτη, καθώς αυτό συμφέρει τις ΗΠΑ στην πολιτική της ενάντια στους Ρώσους στη συγκεκριμένη περιοχή.
Αυτό σημαίνει, ότι ο Ερντογάν για να προστατεύσει το «παιδί του», όλη του την κυβέρνηση και πιθανώς την ίδια του την πολιτική ύπαρξει ίσως κληθεί να επιτρέψει τη ύπαρξη δύο Κουρδικών περιοχών – μετά το αυτόνομο Κουρδιστάν του Ιράκ – ακριβώς στα σύνορά του, τρέφοντας ελπίδες στους ήδη επαναστατημένους Κούρδους του τουρκικού εδάφους.