Σε κάθε περίπτωση, το ποσοστό είναι πολλαπλάσιο του στόχου που είχε καθοριστεί στο μνημόνιο για το 2016 και ο οποίος είχε προσδιοριστεί στο 0,5% του ΑΕΠ.
Στα 6,937 δις. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 3,9% του ΑΕΠ διαμορφώθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης όπως ανακοινώθηκε πριν από λίγο από την ΕΛΣΤΑΤ στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου.
Το «μνημονιακό πλεόνασμα» -αυτό που ενδιαφέρει καθώς από αυτό κρίνεται αν εκπληρώνονται οι βασικοί δημοσιονομικοί στόχοι ή αν πρέπει να ενεργοποιηθούν οι «κόφτες» διαφέρει από το ποσοστό που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ καθώς έχει διαφορετικό ορισμό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αξιωματούχων που έλαβαν γνώση των στοιχείων που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, το «μνημονιακό» πλεόνασμα διαμορφώνεται αρκετά κοντά στο ποσοστό κατά ESA 2010 δηλαδή αρκετά πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ και κοντά στο 3,9%.
Σε κάθε περίπτωση, το ποσοστό είναι πολλαπλάσιο του στόχου που είχε καθοριστεί στο μνημόνιο για το 2016 και ο οποίος είχε προσδιοριστεί στο 0,5% του ΑΕΠ. Η μεγάλη διαφορά –η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε προεξοφληθεί καθώς και ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε μιλήσει για εκπλήρωση του στόχου του 3,5% του ΑΕΠ ήδη από το 2016- θα αποτελέσει οριστικά πλέον το ισχυρό χαρτί της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας τόσο κατά τις συζητήσεις που διεξάγονται ήδη από σήμερα στην Ουάσινγκτον για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους όσο και κατά τις «τεχνικές διαπραγματεύσεις» που αναμένονται από την Τρίτη στην Αθήνα με το «κουαρτέτο» για την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας με τους θεσμούς.
Πώς υπολογίζεται το πλεόνασμα
Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης όπως ανακοινώθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, υπολογίζεται με βάση το πρότυπο ESA 2010 και διαφέρει από τον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας (δηλαδή το μνημόνιο). Μια βασική διαφορά, είναι ότι το «μνημονιακό» πρωτογενές πλεόνασμα, δεν περιλαμβάνει την κρατική υποστήριξη για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτή η υποστήριξη μπορεί να έχει αρνητικό ή και θετικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση του πλεονάσματος.
Για παράδειγμα, το 2014, η επίπτωση ήταν θετική όπως είχε ανακοινωθεί πέρυσι τέτοιο καιρό. Η θετική επίπτωση, προήλθε από το γεγονός ότι οι αμοιβές που προέκυψαν από τις εγγυήσεις του διατραπεζικού δανεισμού και του συστήματος των ομολογιακών δανείων καθώς και τα έσοδα από τις προνομιούχες μετοχές των τραπεζών, ήταν υψηλότερες από τις δεδουλευμένες δαπάνες. Αντίθετα, το 2013 και το 2015, η επίπτωση ήταν έντονα αρνητική λόγω της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία για την περίοδο 2013-2016 τα οποία καταρτίστηκαν στο πλαίσιο της πρώτης κοινοποίησης Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος και τα οποία κοινοποίησε πριν από λίγο η Ελληνική Στατιστική Αρχή έχουν ήδη υποβληθεί στην Eurostat σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας κατ’ εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού. Μάλιστα όπως υποστήριξε ο πρόεδρος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής Αθανάσιος Θανόπουλος στο περιθώριο συνέντευξης τύπου που δόθηκε με αφορμή τη δημοσίευση των δημοσιονομικών στοιχείων, η ΕΛΣΤΑΤ έχει ήδη πάρει για 14η συνεχόμενη φορά στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 2010 την έγκριση της Eurostat για την αξιοπιστία των στοιχείων της.