Ο συνάδελφος Δημήτρης Αλικάκος και φίλος του Αλέξανδρου Βέλιου περιγράφει στο protagon.gr τις συγκλονιστικές τελευταίες στιγμές του 63χρονου δημοσιογράφου και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να δώσει ο ίδιος ένα τέλος στη ζωή του χτυπημένος από την επάρατη νόσο.
Μάλιστα ο Δ. Αλικάκος παραδέχεται ότι ο Α. Βέλιος του ζήτησε να είναι εκείνος που θα του κάνει τη θανατηφόρο ένεση.
Διαβάστε πως περιγράφει τη συγκλονιστική εμπειρία του:
«Το απόγευμα της 29ης Αυγούστου μου τηλεφώνησε για να μου πει πότε είναι η κηδεία του. “Την Τετάρτη είναι η κηδεία μου”» γράφει ο Δ. Αλικάκος. «”Έχεις καταλάβει τι μου λες;” του είπα σοκαρισμένος. Έβαλε τα γέλια. Ναι ρε φίλε, τα γέλια. Στις 31 μού ζήτησε να το γράψω σε μια κάμερα. “Γράψτο γιατί κανείς δεν θα σε πιστέψει. Άσε που θέλω και κόσμο στην κηδεία μου και έχει άλλη βαρύτητα να τους καλέσω εγώ”. Πάλι γέλια
»Το σχέδιο του Βέλιου ήταν απλό: αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω, ας κάνω τον θάνατό μου σημαία στο δικαίωμα ενός αξιοπρεπούς τέλους. Εγώ θα πω το πότε θα πεθάνω, όχι ο καρκίνος.
»Στην αρχή το σχέδιο του Βέλιου είχε Ελβετία, ένα ειδικό κέντρο που πας και πεθαίνεις («υποβοηθούμενη ευθανασία»). Λόγοι οικονομικοί, αλλά και άλλοι που δεν έχει νόημα να αναφερθούν, η Ελβετία βγήκε από το σχέδιο.
»Και τώρα τι θα κάνεις; “Είμαι τυχερός, με βρήκε ένας γιατρός. Αυτός προσφέρθηκε να κάνει τη “δουλειά”.
»Στις 30 του μηνός γιορτάζω, θέλω να αποχαιρετήσω τους φίλους μου. Στις 31 θα μπω νοσοκομείο, και στις 4 Σεπτεμβρίου θα κλείσω το μάτι στο γιατρό. Όρμα!.
»Βρε ποιον γιατρό και ποιο νοσοκομείο; Είναι αδύνατον να γίνει εκεί, αντέδρασα. Σσσσ… μη μιλάς, μη φωνάζεις, πρέπει να τους προστατέψουμε. Κι εγώ πρέπει να λυτρωθώ από το μαρτύριο.
»Στις 31 Αυγούστου μπήκε στο νοσοκομείο, όπως το είχε (είχαν) σχεδιάσει. Δωμάτιο 308. Μια νοσοκόμα προσπάθησε να τον βοηθήσει να ξαπλώσει στο κρεβάτι. “Δεν είμαι ανήμπορος καλή μου κοπέλα, ετοιμοθάνατος είμαι”. Μόλις τελείωσαν τα πέρα δώθε του προσωπικού μείναμε για λίγο μόνοι. “Θέλω κόσμο στην κηδεία μου την Τετάρτη”.
»Αργά το βράδυ με πήρε στο τηλέφωνο. Ξαφνιάστηκα. “Συμβαίνει κάτι;”. “Ο γιατρός δείχνει φοβισμένος. Θα σου πω οριστικά αύριο”.
»Την επόμενη μέρα, πρώτη του μήνα, η (πρώτη) εμπλοκή επιβεβαιώθηκε επίσημα. Ο γιατρός “το ξανασκέφτηκε” και ανακοίνωσε στον Αλέξανδρο ότι στο νοσοκομείο δεν μπορεί να γίνει αυτό που θέλει… (Λογικό, αλλά τότε γιατί του είπε να πάει εκεί;)
»Το μεσημέρι με πήρε τηλέφωνο. “Θα πάρω εξιτήριο το Σάββατο και την Κυριακή τελειώνουν όλα. Πώς; Με ποιον τρόπο;”. Μου περιέγραψε τα πάντα.
»Στις 2 του μηνός, είχε πολλές επισκέψεις στο δωμάτιό του. Τρεις γνωστοί του δημοσιογράφοι είχαν ραντεβού μαζί του στις 12 το μεσημέρι. “Έλα πιο νωρίς εσύ”. Τον είδα για δέκα λεπτά λίγο μετά τις 11. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, έβγαινε ο γιατρός. Δεν με είδε. “Α καλώς τον! Για σένα μιλούσαμε”. “Για μένα;”. Μπήκε στην τουαλέτα για να πλυθεί. Από εκεί τον άκουσα να μου λέει: “Τελικά εσύ θα το κάνεις”. Γέλασα. “Και γιατί να μην το κάνω, αλλά ποιο;”. “Την ένεση”. Σιωπή. “Ξέρεις να κάνεις ένεση;”. Σιωπή. Βγήκε από το λουτρό και με αργές κινήσεις κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Εκεί ξεκίνησε ο μονόλογος: “Αύριο παίρνω εξιτήριο. Την Κυριακή θα έρθει ο γιατρός να μου φέρει τη σύριγγα. Θα έρθεις κι εσύ. Δεν χρειάζεται να μου κάνεις ένεση, πλάκα έκανα, θα σου δείξει απλώς πώς να την κουμπώσεις στην “πεταλούδα” που έχω στο στήθος μου. Μετά θα πατήσεις την ένεση. Και φύγε αμέσως. Δικός μου άνθρωπος θα ειδοποιήσει το γιατρό να έρθει για να πιστοποιήσει το θάνατο, και βέβαια το γραφείο τελετών”. Δεν μπορεί, δεν το ζω αυτό, σκέφτηκα. Κατάλαβα αμέσως ότι βρίσκεται σε τεράστιο αδιέξοδο. Άλλαξα κουβέντα. Τον ρώτησα πως αισθάνεται και αν πονάει. Μου είπε πως δεν πονούσε και πως ο χώρος του νοσοκομείου έκανε καλό στην ψυχολογία του. “Καλώς, θα τα πούμε το απόγευμα”.
»Στις 9.30 χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε ένα γλυκύτατο πλάσμα. Η εξάχρονη κορούλα του. Εκείνος καθόταν στο γραφείο του. “Έλα να σου δείξω τι θέλω να πω”. Μου διάβασε λίγες γραμμές από ένα χειρόγραφο κείμενο. “Δεν έχει νόημα Αλέξανδρε, τα έχεις πει όλα, επαναλαμβάνεσαι”. “Συμφωνώ, απλώς ήθελα να μου το επιβεβαιώσεις”. Σηκώθηκε, με μεγαλύτερη δυσκολία από κάθε άλλη φορά, και κάθισε απέναντί μου. “Είσαι ένας από τους λίγους ανθρώπους που σε λίγο θα γνωρίζουν τα πάντα. Το τελικό πια σχέδιο. Είναι δικαίωμά σου να παραδεχθείς ότι γνώριζες ή όχι. Αύριο θα πεθάνω. Όχι ακριβώς όπως θα ήθελα, δηλαδή με ευθανασία, αλλά με ΜΗ υποβοηθούμενη ευθανασία. Δηλαδή –για να μην μασάω τα λόγια μου- θα αυτοκτονήσω. Θες να σου διαβάσω την στερνή ανακοίνωσή μου; Άνοιξε την καμερούλα σου”.
»Το μεσημέρι της Κυριακής, 4 Σεπτεμβρίου, έκατσε για τελευταία φορά στο οικογενειακό τραπέζι. Το απόγευμα απομακρύνθηκε από το σπίτι η κορούλα του.
»Αργά το απόγευμα υπήρξε και άλλη εμπλοκή. Η συνταγή (δηλαδή το φάρμακο-φαρμάκι και η δοσολογία του) της «μη υποβοηθούμενης ευθανασίας» που του έδωσε (ποιος;), κάθε άλλο παρά αξιόπιστη ήταν. Τα λόγια του ήταν ακριβώς τα εξής: “Ρώτησα τρεις γιατρούς και μου είπαν ότι κινδυνεύω να βασανιστώ και στο τέλος να καταλήξω στην εντατική, αντί στο νεκροθάλαμο. Είμαι σε απόλυτο αδιέξοδο”. “Μην προχωρήσεις, κάτι μπορεί να πάει στραβά, ξανασκέψου το. Φεύγουμε μαζί για Ελβετία την Τρίτη”, του είπα στο τηλέφωνο. Στη συνέχεια πήρα κι εγώ έναν φίλο γιατρό και, χωρίς να του πω ονόματα και λεπτομέρειες, μου είπε ακριβώς το ίδιο: “Καμία εγγύηση για τέλος ανώδυνο και ειρηνικό”. Κόντευα να τρελαθώ. Ωστόσο, αφού είχε πειστεί για το ανασφαλές της “συνταγής” πίστεψα ότι θα το αναβάλει. Ο Βέλιος ήταν “τετράγωνος”, ήμουν βέβαιος ότι δεν θα έπαιζε στα ζάρια τον εφιάλτη. Λάθεψα.
»Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η “διαδικασία»”πρέπει να ξεκίνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Μόνος.Ούτε σύριγγα υπήρξε του γιατρού, ούτε γιατρός, ούτε βοηθός. Από το πρωί της Κυριακής, τα τηλέφωνα που πίστευε ότι θα ήταν ανοιχτά, ήταν όλα απενεργοποιημένα. Κρατήστε το αυτό. Αλλιώς τα σχεδίασε και αλλιώς του ήρθαν. Το σχέδιο του φόβου, της ανευθυνότητας και της ανηθικότητας κάποιων ανθρώπων ήταν πιο ισχυρό από το δικό του.
»Κανείς δεν θα μάθει πόσο ακριβώς κράτησε, πώς ένιωσε, τι συναισθήματα βίωσε εκείνα τα δραματικά τελευταία λεπτά. Μόνο εκ των υστέρων η ευχή και η πίστη να μην βασανίστηκε. Μόνο αυτό απαλύνει τον πόνο των δικών του ανθρώπων. Αυτό και η ελπίδα κάποιοι Άνθρωποι (ή έστω ένας) να αποφάσισαν την τελευταία στιγμή να παίξουν με τη φωτιά, προσφέροντάς του ασφαλή τρόπο και καλό-γαλήνιο θάνατο. Ελπίδα και ευχή ότι έγινε τελικά υποβοηθούμενη ευθανασία με όλη τη σημασία της λέξης –όσο γίνεται σε συνθήκες παρανομίας. Ποτέ, ίσως, δεν θα μάθουμε».
Και ο Δημήτρης Αλικάκος καταλήγει:
«Ήταν 63 ετών.
Χτενισμένος, καθαρός και ντυμένος στα λευκά.
(Το cd player βρέθηκε σε λειτουργία, και μέσα ένα δισκάκι της Φλέρυς Νταντωνάκη με το αγαπημένο του τραγούδι -του συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου:
Άνοιξε, άνοιξε,
γιατί δεν αντέχω,
φτάνει πια, φτάνει πια
να με τυραννάς.)».
Πηγή: www.madata.gr