Οι αρχές της Ιταλίας σχεδιάζουν να στήσουν έναν καταυλισμό για να φιλοξενήσουν προσωρινά περίπου 300 μετανάστες που έχουν ξεμείνει στην περιοχή των συνόρων με την Ελβετία.
Οι ελβετικές αρχές επιβάλλουν πλέον αυστηρότερους ελέγχους και δεν επιτρέπουν τη διέλευση σε ολοένα περισσότερους από αυτούς, με αποτέλεσμα εκατοντάδες άνθρωποι να είναι αναγκασμένοι να κοιμούνται έξω, σε ένα δημοτικό πάρκο.
Από τα μισά του Ιουλίου, οι ελβετικές αρχές άρχισαν να επιβάλουν πολύ πιο αυστηρά μέτρα ελέγχου στα σημεία διέλευσης των συνόρων, ειδικά για τους μετανάστες που φθάνουν σιδηροδρομικώς από το Κόμο.
Από το Σεπτέμβρη αναμένεται, κοντά σε χώρο στάθμευσης, να εγκατασταθούν 50 λυόμενες κατοικίες, ντους, τουαλέτες και μια μικρή κλινική, ώστε να φιλοξενηθούν προσωρινά εκεί περίπου τριακόσιοι άνθρωποι, ανέφερε ο νομάρχης Μπρούνο Κόρντα κατά τη διάρκεια συνέντευξής του που αναμεταδόθηκε απευθείας από ιταλικούς τηλεοπτικούς σταθμούς.
Βάσει του κοινοτικού δικαίου, οι μετανάστες πρέπει να υποβάλουν αίτηση να τους χορηγηθεί άσυλο στην Ιταλία, όπου έφθασαν με πλεούμενα από τη βόρεια Αφρική, διότι αυτή είναι η χώρα πρώτης υποδοχής τους.
«Είμαι βέβαιος ότι οι άνθρωποι που δεν μπορούν να πάνε στην Ελβετία θα θέλουν να επιστρέψουν στη νομιμότητα», είπε ο Κόρντα.
Πολλοί μετανάστες όμως δεν θέλουν να μείνουν στην Ιταλία, διότι πολύ συχνά έχουν συγγενείς ή φίλους που ζουν ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Μη κυβερνητικές οργανώσεις και οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Διεθνής Αμνηστία, ζητούν διευκρινίσεις από τις αρχές της Ελβετίας μετά τις καταγγελίες μεταναστών ότι δεν τους επιτράπηκε να μιλήσουν σε στελέχη της υπηρεσίας ελέγχου των συνόρων ή ότι οι προσπάθειές τους να υποβάλουν αιτήσεις για τη χορήγηση ασύλου στην Ελβετία αποκρούστηκαν.
Περίπου 100.000 μετανάστες, κυρίως υπήκοοι χωρών της Αφρικής, έχουν φθάσει στις ακτές της Ιταλίας μέχρι στιγμής φέτος, ενώ πάνω από 140.000 αιτούντες άσυλο βρίσκονται ήδη στα κέντρα πρώτης υποδοχής (ΚΕΠΥ) της χώρας. Το 2014 και το 2015 πάνω από 320.000 μετανάστες έφθασαν στην Ιταλία διά θαλάσσης, όμως στην πλειονότητά τους συνέχισαν το ταξίδι τους προς άλλες χώρες μέλη της ΕΕ.