Στις λίγες εβδομάδες που απομένουν έως τις εκλογές της προσεχούς άνοιξης, υπάρχει αρκετός χρόνος για να ρυθμιστούν δύο ανεπίτρεπτες εκκρεμότητες του εκλογικού νόμου, που η διατήρησή τους δεν περιποιεί τιμή στα κόμματα του συνταγματικού τόξου
Στις λίγες εβδομάδες που απομένουν έως τις εκλογές της προσεχούς άνοιξης, υπάρχει αρκετός χρόνος για να ρυθμιστούν δύο ανεπίτρεπτες εκκρεμότητες του εκλογικού νόμου, που η διατήρησή τους δεν περιποιεί τιμή στα κόμματα του συνταγματικού τόξου:
Η πρώτη αφορά τη δυνατότητα που η ισχύουσα νομοθεσία παρέχει στους μαχαιροβγάλτες και τον ηγετικό πυρήνα της Χρυσής Αυγής να πολιτευτούν νομότυπα, παρότι έχουν καταδικαστεί για σειρά δολοφονιών και για συμμετοχή και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Θυμίζω ότι ο νόμος που, με πρωτοβουλία της σημερινής κυβέρνησης, ψηφίστηκε το 2021, επιτρέπει στους κ. Μιχαλολιάκο, Κασιδιάρη και Λαγό & Σία να είναι υποψήφιοι στους συνδυασμούς κόμματος –υφιστάμενου ή νέου–, αρκεί να μην κατέχουν ηγετική θέση σε αυτό (άρθρο 93 ν. 4804/2021). Μπορούν, με άλλα λόγια, να πολιτευτούν από τη φυλακή ως «κοινοί θνητοί», τοποθετώντας κάποιους από τους εκτός φυλακής φίλους τους, ως επικεφαλής «αχυρανθρώπους». Μερικοί από τους εγκλείστους το επιδιώκουν από καιρό, με αρκετές πιθανότητες επιτυχίας, αν τουλάχιστον κρίνει κανείς από τα ευρήματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων.
Για την ανωτέρω ρύθμιση η κυβέρνηση επικαλείται βέβαια το Σύνταγμα, το άρθρο 51 του οποίου ορίζει ότι το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι δεν μπορεί να αφαιρεθεί παρά μόνο «συνεπεία αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα». Χρειάζεται δηλαδή να εξαντληθεί και το στάδιο της αναίρεσης στον Αρειο Πάγο. Χρονικό σημείο από το οποίο απέχουν πολύ οι χρυσαυγίτες, αν λάβει κανείς υπόψη τους ρυθμούς και της κατ’ έφεση δίκης που διεξάγεται αυτή την περίοδο. Σημαίνει άραγε αυτό ότι έως τότε θα μπορούν να πολιτεύονται «σαν να μην τρέχει τίποτα»;
Η απάντηση είναι όχι. Χωρίς να χρειάζεται η αυξημένη πλειοψηφία που το Σύνταγμα προβλέπει για την άμεση αλλαγή του εκλογικού συστήματος, η σημερινή Βουλή μπορεί να προλάβει το κακό. Αρκεί να σκεφτεί έξυπνα: όπως έχουν δείξει από παλιά ο Γ. Σωτηρέλης και άλλοι συνάδελφοι, το άρθρο 29 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η οργάνωση και η δράση» των πολιτικών κομμάτων οφείλει να υπηρετεί «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», δεν αποτελεί απλή ευχή, αλλά αφήνει πολλά περιθώρια για τη λήψη πρακτικών μέτρων εναντίον των νεοναζί και όλων όσοι μετέρχονται την ωμή βία. Και ναι μεν, ύστερα από τις οδυνηρές εμπειρίες του παρελθόντος, υποστηρίζεται ότι, υπό το ισχύον Σύνταγμα, ούτε με νόμο ένα κόμμα δεν μπορεί να τεθεί εκτός νόμου –τυπικά, όσο και αν αυτό φαίνεται παράλογο, η Χ.Α. δεν έχει διαλυθεί, παρά την καταδίκη της ηγεσίας της!–, πλην όμως, αν αποδεδειγμένα το κόμμα αυτό λειτουργεί ως προπέτασμα εγκληματικής οργάνωσης, το άρθρο 29 δεν αποκλείει τον αποκλεισμό του από τις εκλογές. Υπάρχει καλύτερη απόδειξη ότι ένα κόμμα υπηρετεί τέτοιους σκοπούς από τη συμπερίληψη στους συνδυασμούς του προσώπων που έχουν καταδικασθεί –έστω και πρωτόδικα– για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης;
Πολύ περισσότερο που το άρθρο 51 του Συντάγματος αφορά τα πολιτικά δικαιώματα ατόμων και όχι κομμάτων. Οπως ορθά έχει επισημάνει ο συνάδελφος Ν. Παπασπύρου, θα ήταν τουλάχιστον οξύμωρο να θεωρηθεί ότι το Σύνταγμα ανέχεται κάθοδο στις εκλογές κομμάτων τα οποία «πλαισιώνουν εγκληματική συλλογική δράση που αντιστρατεύεται το δηµοκρατικό πολίτευµα». Για τα κόμματα αυτά δεν χρειάζεται αμετάκλητη καταδίκη.
Μια τελευταία λέξη για το τεκμήριο αθωότητας, που και αυτό βέβαια ισχύει για φυσικά πρόσωπα και όχι για φορείς συλλογικής δράσης. Είναι αλήθεια ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει κρίνει ότι αυτό εκτείνεται και πέραν της πρωτόδικης δίκης μέχρι και την κατ’ έφεση. Το τεκμήριο αθωότητας, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ένας στυγνός εγκληματίας που συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω, ή ένας άλλος, που η περίπτωσή του αντιμετωπίστηκε εξονυχιστικά πρωτοδίκως –όπως οι εγκληματίες της Χ.Α.–, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «αθώες περιστερές» έως ότου η καταδίκη τους τελεσιδικήσει. Σημαίνει απλά ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα πρέπει να αφεθεί ανεπηρέαστο να εξετάσει την υπόθεση από την αρχή. Γι’ αυτό, έως ότου το εφετείο αποφανθεί τελεσίδικα, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αθώος, πρώτα πρώτα από το ίδιο το δικαστήριο που τον δικάζει, αλλά και από τους κάθε λογής αξιωματούχους (υπουργούς κ.ά.), που μπορούν ως εκ της θέσεώς τους να επηρεάσουν την έκβαση της δίκης.
Το άρθρο 29 του Συντάγματος, που ορίζει ότι τα κόμματα οφείλουν να υπηρετούν «την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», αφήνει περιθώρια για τη λήψη μέτρων εναντίον των νεοναζί.
Eρχομαι τώρα στη δεύτερη σημαδιακή εκκρεμότητα, την ψήφο των αποδήμων, για την οποία το Σύνταγμα απαιτεί πλειοψηφία το λιγότερο 200 βουλευτών. Η ρύθμιση του ν. 4648/2019 απέτυχε. Γιατί ελλείψει σφραγίδων στα διαβατήρια κατά την είσοδο και έξοδο από τη χώρα και άλλων αποδεικτικών στοιχείων, είναι πολύ δύσκολο ένας ομογενής να αποδείξει ότι διέμεινε στην Ελλάδα συνολικά δύο χρόνια την τελευταία 25ετία. Eτσι, εκεί που αναμενόταν η εγγραφή 200.000 ή και 300.000 ομογενών στον οικείο εκλογικό κατάλογο, έως σήμερα ενδιαφέρθηκαν μόνον 3.000. Θυμίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ είναι εκείνοι που επέβαλαν την ατυχή αυτή ρύθμιση, γιατί φοβούνται ότι η ψήφος ειδικά των Ελληνοαμερικανών θα ευνοήσει τη Ν.Δ.
Πέρα από το ότι διαψεύδει πανηγυρικά τους ισχυρισμούς μας ότι οι εκτός Ελλάδος Eλληνες είμαστε 4-5 εκατομμύρια –κάτι επιζήμιο για προφανείς λόγους–, η επίδοση αυτή, αν παραμείνει ως έχει, θα οδηγήσει στο παράδοξο οι 3-4 βουλευτές εκτός επικρατείας που προβλέπεται να εκλεγούν από όλα τα κόμματα, να εκπροσωπούν μόνον 3.000 ομογενείς. Αυτό όμως θα έπληττε ευθέως την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου.
Για την αντιµετώπιση χωρίς χρονοτριβή του ζητήματος αυτού, ο συνάδελφος Δημ. Χριστόπουλος υπέδειξε πρόσφατα μια πρακτική λύση: αντί της «διαβολικής απόδειξης» (probatio diabolica) της διετούς τουλάχιστον διαμονής, να θεωρηθεί επαρκής ένδειξη του διατηρούμενου δεσμού των εκτός επικρατείας συμπολιτών μας με τη μητέρα πατρίδα το ότι γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Κάτι που μπορεί να αποδειχθεί πολύ εύκολα, με απλή επίδειξη του δελτίου ταυτότητας, στο οποίο αναγράφεται και ο τόπος γεννήσεως.
Oσο ατελής και αν είναι, η λύση αυτή αναμένεται να προσελκύσει αρκετές χιλιάδες αποδήμων. Διότι θα διευκολύνει την ψήφο από το εξωτερικό Ελλήνων μεταναστών του τελευταίου κύματος εκπατρισμού, αυτών δηλαδή που εγκατέλειψαν την Ελλάδα εξαιτίας της οικονομικής κυρίως κρίσης. Πρόκειται, στη μεγάλη πλειονότητά τους, για νέους επιστήμονες που εγκαταστάθηκαν κατά κανόνα στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου και σταδιοδρομούν. Αντίθετα, δεν θα καταληφθούν οι μετανάστες μιας κάποιας ηλικίας ούτε βέβαια οι Eλληνες δεύτερης και τρίτης γενιάς της Αμερικής και της Αυστραλίας. Οι τελευταίοι, αν βέβαια έχουν φροντίσει να πάρουν την ελληνική ιθαγένεια, θα πρέπει, αν επιθυμούν να ψηφίσουν, να ταξιδέψουν στην Ελλάδα. Είναι ασφαλώς άδικο γι’ αυτούς, αλλά η θυσία που τους ζητείται δεν είναι δα και τόσο δυσβάσταχτη.
Δεν είναι ασφαλώς σωστό να αλλάζει ο εκλογικός νόμος την παραμονή των εκλογών. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι όταν διαπιστώνονται εκκρεμότητες ανεπίδεκτες αμφισβητήσεων, όπως είναι οι ανωτέρω, δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται εγκαίρως· αρκεί οι νέες ρυθμίσεις να ενισχύουν το κύρος της εκλογικής διαδικασίας και να μην ευνοούν ένα κόμμα σε βάρος των άλλων (και, προφανώς, το αντίστροφο).
* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
kathimerini.gr