Η παρακολούθηση των συνομιλιών στο Διαδίκτυο ως λύση για την πάταξη της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Οι οθόνες μας το τελευταίο διάστημα γεμίζουν συνεχώς από ειδήσεις που σοκάρουν. Πρωταγωνιστές τους παιδιά, παγιδευμένα σε ιστορίες σωματικής και ψυχικής κακοποίησης στα χέρια ενηλίκων. Πίσω τους κρύβονται δίκτυα εγκληματιών και άτομα που γνωρίζουν, αλλά σιωπούν. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τουλάχιστον ένα στα πέντε παιδιά στην Ε.Ε. θα πέσει θύμα σεξουαλικής βίας κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. Από παγκόσμιες μελέτες προκύπτει ότι τουλάχιστον οι μισοί ενήλικες απαντούν «ναι» στην ερώτηση αν έχουν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση διαφόρων μορφών στο Διαδίκτυο ενόσω ήταν ακόμη παιδιά. Η πανδημία κατέστησε ακόμη πιο εμφανή τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι ανήλικοι στο Διαδίκτυο, καθώς τα κρούσματα σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης έγιναν περισσότερο αντιληπτά.
Η Κομισιόν και η επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων, Ιλβα Γιόχανσον, έχουν ανακοινώσει την τελευταία διετία διάφορες δράσεις για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών, με πολλές από αυτές να επικεντρώνονται στο Διαδίκτυο. Ωστόσο, μια νομοθετική πρόταση η οποία ανακοινώθηκε τον περασμένο Μάιο έχει προκαλέσει έντονη διαμάχη στην καρδιά του ευαίσθητου θέματος της κακοποίησης παιδιών, επειδή φέρεται να παραβιάζει το δικαίωμα των χρηστών του Διαδικτύου στην ιδιωτικότητα.
Ελεγχος συνομιλιών
Το νομοθετικό κείμενο, το οποίο βρίσκεται στα προκαταρκτικά στάδια, εάν τελικά εγκριθεί, ουσιαστικά θα αναγκάσει όλες τις πλατφόρμες ανταλλαγής μηνυμάτων και οπτικού υλικού στο Διαδίκτυο να χρησιμοποιούν λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο θα «σκανάρει» όλο το περιεχόμενο των ιδιωτικών συζητήσεων των χρηστών –ακόμη και το κρυπτογραφημένο– ώστε να εντοπίζονται και να διώκονται άμεσα όσοι ανταλλάσσουν υλικό παιδικής πορνογραφίας, καθώς και εκείνοι που προσεγγίζουν παιδιά με αυτόν τον τρόπο, με στόχο τη σεξουαλική κακοποίηση.
Οταν το λογισμικό θα εντοπίζει ύποπτο υλικό, αυτό θα αποστέλλεται σε ένα νέο ευρωπαϊκό κέντρο, που η δημιουργία του αποτελεί τμήμα της πρότασης και θα συνεργάζεται με τη Europol, ώστε να εξεταστεί και να παραπεμφθεί στις αρμόδιες εθνικές αρχές των ενδιαφερομένων κρατών- μελών. Παράλληλα, η πρόταση προβλέπει ότι οι πάροχοι διαδικτυακών εφαρμογών θα πρέπει να αξιολογούν την προσβασιμότητα των παιδιών στις υπηρεσίες τους και να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να εμποδίζουν ανηλίκους να χρησιμοποιούν την εκάστοτε εφαρμογή και κατ’ επέκταση την έκθεσή τους σε πιθανή επικοινωνία με ενήλικες. Εξαιτίας των αντιδράσεων, η νομοθετική διαδικασία προχωράει με αργά βήματα και δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί σύντομα.
Στη «μάχη» και ο Α. Κούτσερ
Η Κομισιόν μελετάει το ενδεχόμενο όλες οι ιδιωτικές συζητήσεις των χρηστών να σκανάρονται σε πραγματικό χρόνο από λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης.
Η «Κ» συναντήθηκε τόσο με τους υποστηρικτές όσο και με τους πολεμίους της πρότασης για να συζητήσει εάν η κίνηση της Επιτροπής συνιστά κατάφωρη παραβίαση των ατομικών μας ελευθεριών ή ένα αναγκαίο μέτρο για την προστασία των παιδιών στο Διαδίκτυο. Συνομιλήσαμε, επίσης, με την Ελληνίδα ευρωβουλευτή και αντιπρόεδρο του Ε.Κ., Εύα Καϊλή, η οποία προσφάτως βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής για τον ενεργό της ρόλο στην προώθηση της νομοθεσίας για την προστασία των παιδιών στο Διαδίκτυο ως κομμάτι των ευρύτερων αρμοδιοτήτων της σε θέματα της ευρωπαϊκής ψηφιακής ατζέντας και των τηλεπικοινωνιών. Η κ. Καϊλή συμμετείχε από κοινού με την επίτροπο Γιόχανσον και τον ηθοποιό διεθνούς φήμης Αστον Κούτσερ –συνιδρυτή της εταιρείας Thorn, η οποία πρωτοστατεί στην ανάπτυξη του δικού της λογισμικού για τον εντοπισμό της κακοποίησης παιδιών στο Διαδίκτυο– σε εκδήλωση υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. «Υπάρχει ανάγκη από την κοινωνία και τους ιδιωτικούς φορείς να μεταφέρουν τη γνώση και την εμπειρία τους, βοηθούν στη μεταφορά του μηνύματος», εξήγησε η ίδια ερωτηθείσα για τον στόχο της εκδήλωσης. «Η παρουσία ενός προσώπου όπως ο Αστον Κούτσερ μάς κινητοποιεί να ακούσουμε τις ανησυχίες και να βρεθούμε μπροστά στην πραγματικότητα», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
«Ορεξη» για επιτήρηση
Κατά τη συζήτησή μας σε ένα κεντρικό καφέ στις Βρυξέλλες, η ειδική σύμβουλος της Ενωσης Ευρωπαϊκών Ψηφιακών Δικαιωμάτων (EDRi), Ελα Γιακούμποφσκα, δεν εξέφρασε την ίδια αισιοδοξία. Παρά την αγάπη της για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ως Βρετανή που επέλεξε να παραμείνει στην Ε.Ε., αισθάνεται ότι το εγχείρημα της Επιτροπής παρεμβαίνει βαθύτατα στην ιδιωτική ζωή των χρηστών, καθώς, όπως ανέφερε, «ανοίγει την πόρτα» στον καθένα να παρακολουθεί και να βλέπει εικόνες από τις πολύ προσωπικές στιγμές μας και μπορεί να οδηγήσει στην ενοχοποίηση ατόμων που δεν έχουν καμία σχέση με δραστηριότητες κακοποίησης παιδιών. «Ολη η βάση αυτού του νόμου είναι ότι o καθένας θα μπορούσε δυνητικά να ανταλλάσσει με κάποιο παιδί επικίνδυνο υλικό και μηνύματα στο Διαδίκτυο, είτε αυτό γίνεται μέσω ιδιωτικών μηνυμάτων, του cloud ή των εφαρμογών», είπε. «Είναι πραγματικά ένα κρίσιμο στοιχείο της ψηφιακής μας ζωής –κάθε στοιχείο της– και ως εκ τούτου δυνητικά μπορούμε όλοι να παρακολουθούμαστε ή να υποβαλλόμαστε σε ελέγχους επαλήθευσης σχετικά με την ηλικία και την ταυτότητα», συνέχισε.
Μια παρόμοια γνώμη μοιράστηκε μαζί μας και ο Γερμανός ευρωβουλευτής στην ομάδα των Πρασίνων, Πάτρικ Μπρέγιερ, ο οποίος διεξάγει εδώ και χρόνια σθεναρό αγώνα κατά της «όρεξης της Ε.Ε. για επιτήρηση», όπως την αποκαλεί. Ο ίδιος υπογράμμισε ότι, καθώς το λογισμικό στοχεύει στον εντοπισμό υλικού που αφορά την παιδική κακοποίηση ή πορνογραφία, οι πρώτες εικόνες που θα φθάσουν στο ευρωπαϊκό κέντρο θα προέρχονται από τους ίδιους τους ανηλίκους που χειρίζονται το Διαδίκτυο. «Τα παιδιά έχουν, επίσης, δικαίωμα στην ιδιωτικότητα των προσωπικών φωτογραφιών και οι εντελώς νόμιμες φωτογραφίες τους πιθανότατα θα κατέληγαν στα χέρια μη εξουσιοδοτημένων αξιωματούχων, με αποτέλεσμα αυτό να καταργεί τους ασφαλείς χώρους στο Διαδίκτυο», εξήγησε. Οπως κατέδειξε, μια τέτοιου τύπου παρακολούθηση έχει παρατηρηθεί μόνο σε χώρες με αυταρχικά καθεστώτα, δημιουργώντας ερωτήματα για τη δημοκρατική φύση του εγχειρήματος της Επιτροπής.
Επιφυλάξεις
Τόσο η κ. Γιακούμποφσκα όσο και ο κ. Μπρέγιερ υπογράμμισαν τις αμφιβολίες τους για τη δυνατότητα των εν λόγω λογισμικών να λειτουργούν έξυπνα και να στέλνουν μόνο τις απαραίτητες πληροφορίες στις Αρχές, καθώς λειτουργούν με πιθανολογικό τρόπο, o οποίος δεν εγγυάται ότι το υλικό που θα φθάνει στις Αρχές θα αφορά μόνο τους παραβάτες. Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει άτομα τα οποία δραστηριοποιούνται στον τομέα της κοινωνίας πολιτών, ψυχολόγους, γιατρούς και άλλους εργαζομένους για τους οποίους το απόρρητο των πληροφοριών αποτελεί κομμάτι του επαγγέλματός τους.
Ταυτόχρονα και οι δύο συμφώνησαν ότι η πρόταση της Επιτροπής μπορεί να στοχεύει στην παρακολούθηση όλων των συνομιλιών και ανταλλαγών αρχείων στο Διαδίκτυο, αλλά αποτυγχάνει να ρυθμίσει τη σκοτεινή πλευρά του Διαδικτύου, όπου δρουν οι περισσότεροι παιδόφιλοι και διατηρούν το υλικό και τις επικοινωνίες με όσους αναζητούν και αγοράζουν υλικό παιδικής πορνογραφίας.
Θα χρειαστούν 4.000 άτομα για να λειτουργήσει αποτελεσματικά
Η αντιπρόεδρος του Ε.Κ. Εύα Καϊλή, δεν θεωρεί πως υπάρχει κάποιο δίλημμα, καθώς το «σκανάρισμα» των συζητήσεων δίνει άμεση απάντηση στο θέμα της κακοποίησης.
«Η ουσία είναι να προστατεύσουμε το παιδί, να μην αφήσουμε ανοικτές χαραμάδες», τόνισε. «Οι ειδικοί για αυτές τις τεχνολογίες θα μπορέσουν να μας δώσουν τις απαραίτητες διασφαλίσεις μέσα στους επόμενους μήνες και οι τεχνολογίες εξελίσσονται», πρόσθεσε. «Δεν επιδιώκουμε να ρυθμίσουμε την τεχνολογία, αλλά τη χρήση της και υπάρχει ισχυρό ευρωπαϊκό πλαίσιο ψηφιακής πολιτικής», κατέληξε, αναφέροντας ότι η πρόθεση της ίδιας και των εισηγητών του Ε.Κ. είναι να βρεθεί σύγκλιση και να υπάρξει ανοικτός διάλογος με όλες τις πλευρές.
Η κ. Καϊλή, επίσης, σχολίασε ότι πολλά θα πρέπει να αλλάξουν και στον τρόπο που λειτουργούν οι εθνικές αρχές, έχοντας υπόψη και τα κρούσματα κακοποίησης παιδιών που παρακολουθούμε στη χώρα μας. «Το κράτος πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες», υποστήριξε. «Τα ζητήματα ασφάλειας είναι νούμερο ένα. Δεν γίνεται να εξαρτιόμαστε από ΜΚΟ και ιδιωτικούς οργανισμούς, αλλά να εκπλησσόμαστε κάθε εβδομάδα από αυτά που παρακολουθούμε στη χώρα μας ή σε άλλες χώρες όπου η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη», συνέχισε.
Η ειδικός της EDRi, ωστόσο, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου και προς αυτή την κατεύθυνση. Η κ. Γιακούμποφσκα σημείωσε ότι οι εθνικές αρχές και κυρίως η αστυνομία θα επιβαρυνθούν ιδιαίτερα εάν ξαφνικά αρχίσουν να λαμβάνουν ειδοποιήσεις για πιθανή κακοποίηση παιδιών με βάση φωτογραφίες που έχουν συλλεχθεί από ένα λογισμικό που αναπόφευκτα είναι ευάλωτο σε πιθανότητες λάθους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ένωσης, το ευρωπαϊκό κέντρο που σκοπεύει να δημιουργήσει η Κομισιόν για τη διύλιση του υλικού το οποίο θα συλλέγεται από τις επικοινωνίες θα έπρεπε να στελεχωθεί με τουλάχιστον 4.000 άτομα για να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Οι απόψεις διίστανται και μεταξύ των οργανώσεων που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των παιδιών και δραστηριοποιούνται στη στήριξη και την προστασία των θυμάτων. Ενώ κάποιες οργανώσεις έχουν χαιρετίσει το νομοθετικό εγχείρημα ως σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση της κακοποίησης των παιδιών στο Διαδίκτυο, τσεχικές και γερμανικές ΜΚΟ έχουν δηλώσει αρνητική στάση απέναντι στην εκτεταμένη παραβίαση της ιδιωτικότητας των χρηστών. Παράλληλα, υπάρχουν «επιζώντες» σεξουαλικής κακοποίησης στο Διαδίκτυο που έχουν δημόσια αποκηρύξει το σχέδιο της Ε.Ε. και ζητούν την απομάκρυνσή του.
Τι απάντηση, όμως, δίνεται στο ερώτημα ποια θα ήταν η καλύτερη λύση για την προστασία των παιδιών; Σε αυτό το σημείο διαφαίνεται η μεγαλύτερη σύγκλιση μεταξύ των στρατοπέδων, καθώς κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την επείγουσα ανάγκη για έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος της κακοποίησης ανηλίκων και της παιδικής πορνογραφίας στο Διαδίκτυο. «Πρέπει να κινηθούμε σε πολλά επίπεδα, να έχουμε για παράδειγμα σε όλα τα σχολεία έναν ειδικό που θα συνομιλεί με τα παιδιά. Αυτός ο άνθρωπος θα μπορεί να καταγγείλει με ανωνυμία και ασφάλεια. Εάν φτιάξουμε μια αλυσίδα προστασίας θα δούμε αποτελέσματα», ανέφερε η κ. Καϊλή.
«Η απομάκρυνση του υλικού παιδικής κακοποίησης και πορνογραφίας είναι ιδιαίτερα σημαντική», τόνισε από την πλευρά του ο κ. Μπρέγιερ. «Η ενδυνάμωση των αρχών επιβολής του νόμου αποτελεί εξίσου προτεραιότητα, καθώς χρειάζονται μήνες ή και χρόνια για να διερευνήσουν τις πληροφορίες», πρόσθεσε. «Η πρόληψη είναι το “κλειδί”, πρέπει να βοηθήσουμε τα παιδιά να απευθυνθούν για βοήθεια και τους γονείς να κατανοήσουν πότε ελλοχεύει κίνδυνος – τα περισσότερα παιδιά κακοποιούνται από την οικογένεια», κατέληξε.
kathimerini.gr