Σχεδόν από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα. Σαν σήμερα πριν από 36 χρόνια, η τότε ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να την αποποινικοποιήσει.
Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα σύμφωνα με το άρθρο 286 του Ποινικού Νόμου της Βαυαροκρατίας, που ίσχυσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1950. Παρέμεινε ως πλημμέλημα και με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου1951. Στο άρθρο 357 προβλεπόταν ποινή ενός έτους για τους μοιχούς ή τις μοιχαλίδες, ενώ το έγκλημα εδιώκετο μόνο με έγκληση του παθόντος/της παθούσης συζύγου.
Η μοιχεία κρινόταν ατιμώρητη όταν υπήρχε διάσταση των συζύγων ή ανοχή του ενός εκ των δύο συζύγων. Οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί ευκολότερα η κατηγορία, γι’ αυτό συνέβαιναν κωμικοτραγικές σκηνές κατά τη διαπίστωση του εγκλήματος (χαρακτηριστική είναι η κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου «Η βίλα των οργίων», του 1964, με πρωταγωνιστές τους Λάμπρο Κωνσταντάρα και Διονύση Παπαγιαννόπουλο).
Τι έπρεπε να συμβεί ακριβώς; Εκείνος (ή εκείνη) που υποψιαζόταν πως έχει πέσει θύμα μοιχείας, πριν προχωρήσει σε ακραία μέτρα, έπρεπε να έχει στα χέρια του αδιάσειστα στοιχεία περί του… εγκλήματος. Για τον λόγο αυτό επιστράτευε κάποιον ιδιωτικό αστυνομικό. Αποστολή του ντετέκτιβ ήταν σε πρώτη φάση να πιστοποιήσει πως πράγματι υπάρχει μοιχεία στην υπόθεση, ενώ σε δεύτερη φάση ήταν τα (φωτογραφικά κατά κύριο λόγο) ντοκουμέντα και σε τρίτη φάση -και δυσκολότερη- η επ’ αυτοφώρω σύλληψη των δραστών.
Έτσι, οι ντετέκτιβ στην κυριολεξία «μπούκαραν» στην παράνομη ερωτική φωλιά και ξεκινούσαν να τραβούν φωτογραφίες. Αλλά δεν σταματούσαν εκεί. Από τη στιγμή που η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα, στη σκηνή του «εγκλήματος» επενέβαινε και η αστυνομία που είχε ειδοποιηθεί και έτσι οι δυο «δράστες» μεταφέρονταν στα κατά τόπους αστυνομικά τμήμα φορώντας μόνο τα… σεντόνια τους, ως απόδειξη της μοιχείας!
Από και μετά, τη σκυτάλη της διαπόμπευσης των παράνομων εραστών έπαιρναν οι εφημερίδες, οι οποίες με πηχυαίους τίτλους και «ροζ» ρεπορτάζ έδιναν όλες τις λεπτομέρειες από οποιαδήποτε ιστορία μοιχείας έφτανε στα αστυνομικά τμήματα ή τις δικαστικές αίθουσες.
Όλα αυτά σταμάτησαν μια για πάντα στις 5 Δεκεμβρίου 1981, σχεδόν δύο μήνες μετά τον θρίαμβο του Ανδρέα Παπανδρέου στις εθνικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου, με την απόφαση για αποποινικοποίηση της μοιχείας, μια απόφαση που ελήφθη υπό το συνολικότερο πλαίσιο που είχε θέσει η τότε κυβέρνηση για φιλελευθεροποίηση του πλέγματος των διατάξεων που αφορούσαν το Οικογενειακό Δίκαιο.
Φυσικά, οι αντιδράσεις ήταν έντονες, ιδίως από την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία υποστήριζε ότι «η αποποινικοποίηση της μοιχείας θα κλονίσει τα θεμέλια της οικογένειας και του γάμου» (21 Ιανουαρίου 1982). Ωστόσο, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου δεν έκανε πίσω και κατάργησε το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα περί μοιχείας με το άρθρο 8 του νόμου 1272/82, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 20 Αυγούστου 1982.
Έναν χρόνο αργότερα, και όσον αφορά στις αστικές συνέπειες, με τον νόμο 1329/1983 η μοιχεία έπαψε να αποτελεί και απόλυτο λόγο διαζυγίου. Μπορεί, όμως, να επιφέρει τη λύση του γάμου μόνο αν κριθεί ότι από αυτή έχουν διαταραχθεί τόσο σοβαρά οι συζυγικές σχέσεις, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα (άρθρο 1439 Α.Κ.).
Πηγή: iefimerida.gr