«Είναι να μη σου τύχει». Η λαϊκή έκφραση το περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια: Στην μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου Παπανικολάου κατέληξε ένας ασθενής. Όπως προβλέπει το πρωτόκολλο ειδοποιήθηκε αμέσως η οικογένειά του προκειμένου να παραλάβει τη σορό. Η οικογένεια έσπευσε, υπέγραψε όλα τα χαρτιά που προβλέπονται και το γραφείο τελετών παρέλαβε τη σορό προκειμένου στη συνέχεια να τη μεταφέρει στο σπίτι της οικογένειας του εκλιπόντος. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Πλην όμως
όταν η σορός έφτασε στην κατοικία του νεκρού η οικογένεια με τους συγγενείς και φίλους, ανοίγοντας το φέρετρο ανακάλυψαν πως δεν ήταν ο δικός τους άνθρωπος.
Πανικός. Τα πάντα πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό τους. Ήρθαν σε επαφή με το νοσοκομείο «Παπανικολάου» και δήλωσαν το μακάβριο συμβάν.
Τα στελέχη του νοσοκομείου τούς ζήτησαν να μεταβούν αμέσως στο νοσηλευτικό ίδρυμα όπου τους περίμενε η διοίκηση ζητώντας ταπεινά συγγνώμη. Το κακό όμως είχε ήδη γίνει. Τελικά ο νεκρός βρέθηκε.
Το ζήτημα όμως δεν έχει λήξει, διότι κανείς δεν γνωρίζει την ταυτότητα της σορού που μεταφέρθηκε κατά λάθος στην οικογένεια του εκλιπόντος. Ερώτημα: Πώς συνέβη κάτι τέτοιο, ποια είναι τα στοιχεία της μη ταυτοποιημένης σορού, ποιοι συγγενείς αγωνιούν για τον άνθρωπο τους ο οποίος βρισκόταν και αυτός στο νοσοκομείο και απεβίωσε;
Η θυγατέρα του εκλιπόντος ασθενούς στο νοσοκομείο Παπανικολάου Αθηνά Τζομπανόγλου περιγράφει στο zougla.gr τι ακριβώς της συνέβη. Η περιγραφή της κόβει την ανάσα:
Στις 28/08/2017 γύρω στις 02.10 τα ξημερώματα μου τηλεφώνησαν από το Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ» και με ενημέρωσαν πως ο 64χρονος πατέρας μου απεβίωσε. Μου είπαν, ότι μπορούσα να πάω στο νοσοκομείο για τα διαδικαστικά, σχετικά με την παραλαβή του, από τις 08.00 το πρωί και μετά. Αμέσως μετά το τηλεφώνημα αυτό, κάλεσα στο γραφείο κηδειών για να έρθουν μαζί μου το πρωί στο νοσοκομείο και να πάρουν τον πατέρα μου.
Όταν πήγαμε το πρωί στο νοσοκομείο, αφού τακτοποιήσαμε τα διαδικαστικά ζητήματα, μας είπαν να πάμε έξω από το νεκροθάλαμο, που υποτίθεται ότι τον είχαν, και να περιμένουμε να έρθει εκεί ο αρμόδιος υπάλληλος που είχε το κλειδί του νεκροθαλάμου για να τον ανοίξει.
Μετά, περίπου, από μια ώρα, ήρθε ο αρμόδιος υπάλληλος, άνοιξε το νεκροθάλαμο, μπήκαν μέσα οι εργαζόμενοι από το γραφείο κηδειών, τους υπέδειξε το συρτάρι, όπου υποτίθεται ότι ήταν μέσα ο πατέρας μου και, έτσι, αυτοί τον πήραν. Εγώ καθόμουν έξω από το νεκροθάλαμο και μπορούσα να δω μόνο τα πόδια του πτώματος, τα οποία ήταν καλυμμένα με ένα σεντόνι, όπως πιθανότατα και ολόκληρη η σορός.
Ακολούθως, υπέγραψα, έχοντας την ταυτότητά μου, στο βιβλίο που τηρείται στον νεκροθάλαμο, δίπλα στα πλήρη στοιχεία του πατέρα μου καθώς και τα δικά μου.
Φεύγοντας, οι εργαζόμενοι του γραφείου κηδειών πήραν μαζί τους τον πατέρα μου για να τον «ετοιμάσουν» κι εγώ έφυγα κατευθείαν στο σπίτι μου όπου είχαν ήδη μαζευτεί οι περισσότεροι συγγενείς και φίλοι της οικογένειάς μου.
Γύρω στις 13.30 έφτασε η σορός στην είσοδο του σπιτιού μας, όπου περίμενε αρκετός κόσμος. Οι εργαζόμενοι του γραφείου κηδειών έβγαλαν το κλειστό φέρετρο του πατέρα μου από τη νεκροφόρα και το άνοιξαν. Τότε οι πρώτοι που τον αντίκρυσαν διαπίστωσαν, προς μεγάλη τους έκπληξη, ότι η σορός αυτή δεν είχε καμία σχέση με τον πατέρα μου.
Παρόλα αυτά, οι εργαζόμενοι από το γραφείο κηδειών ανέβασαν το φέρετρο στο σπίτι μου, όπου ήμουν με όλη μου την οικογένεια αλλά και του συγγενείς και φίλους. Εκεί είδαμε όλοι ότι μέσα στο φέρετρο ήταν, κυριολεκτικά, ένας άλλος άνθρωπος! Άρχισα να τσιρίζω, να κλαίω με λυγμούς, να τους λέω επίμονα ότι αυτός δεν ήταν ο πατέρας μου και να τους ζητάω να απομακρύνουν αμέσως τον άγνωστο αποβιώσαντα από το σπίτι μου. Φυσικά, την ίδια ταραχή, αν όχι μεγαλύτερη, είχαν όλοι οι παρευρισκόμενοι, μηδενός εξαιρουμένου.
Με το που συνέβη δε αυτό, άκουσα κάποιον να φωνάζει και να λέει μήπως ζει ο πατέρας μου. Έτσι, πήρα αμέσως τηλέφωνο στη Μ.Ε.Θ. του νοσοκομείου και ρώτησα αν εξακολουθούσε να ζει ο πατέρας μου. Η απάντηση που πήρα ήταν, ότι, δυστυχώς, ο πατέρας μου είχε αποβιώσει τα χαράματα αυτής της μέρας. Τότε τους ενημέρωσα ότι είχα στο σπίτι μου λάθος σορό και μου είπαν «κλείστε να δούμε τι γίνεται και ελάτε από εδώ».
Κατόπιν τούτου, έφυγα κατευθείαν για το νοσοκομείο με τον αδερφό μου και τον σύζυγό μου. Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο, στο σημείο από όπου τον είχαμε παραλάβει, μας περίμενε νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό του νοσοκομείου, οι οποίοι μας έλεγαν διαρκώς «Συγγνώμη. Δεν ξέρουμε πώς έγινε το λάθος αυτό» και ότι θα προσπαθούσαν να το διορθώσουν.
Στη συνέχεια, αφού οι εργαζόμενοι από το γραφείο κηδειών άφησαν τη λάθος σορό στο νοσοκομείο, οι υπάλληλοι μας οδήγησαν σε ένα εντελώς διαφορετικό σημείο από αυτό που είχαμε πάρει τη λανθασμένη σορό, όπου είχαν τελικά τον πατέρα μου.
Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν δεν ανοίγαμε ποτέ το φέρετρο και θάβαμε άλλον άνθρωπο.
Αναρωτιέμαι αν τον δικός μα άνθρωπο τον είχε πάρει άλλη οικογένεια και το έθαβε. Κάτι που μπορεί ποτέ μας να μην μαθαίναμε.
Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν το ανακαλύπταμε στην εκκλησία, την ώρα της τελετής ή αν ερχόταν η οικογένεια αυτού του ανθρώπου και μας ενημέρωνε για κάτι τέτοιο κατά τη διάρκεια της κηδείας ή εκ των υστέρων.
Πραγματικά η αδιαφορία και η προχειρότητα δεν έχουν όρια και προκάλεσαν σε εμάς απίστευτο ψυχικό, ακόμη και σωματικό, πόνο!!!
Οι δικηγόροι της καταγγέλλουσας, Νίκος Διαλυνάς και Άρτεμις Διαλυνά, σε δηλώσεις τους ανέφεραν: «Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η έρευνα που πρέπει να γίνει από το Υπουργείο Υγείας μέσω του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. θα προλάβει τις δικές μας ενέργειες».