Προειδοποίηση για την εξάπλωση σε όλο τον κόσμο βλεννόρροιας που δεν αντιμετωπίζεται με σχεδόν κανένα υπάρχον αντιβιοτικό, απηύθυνε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Παρουσιάζοντας τα ευρήματα δύο μελετών που δείχνουν ότι υπάρχει «πολύ σοβαρό πρόβλημα» όσον αφορά τις ανθεκτικές μορφές αυτού του σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος, εκπρόσωποι του ΠΟΥ είπαν ότι «είναι θέμα χρόνου» πριν καταστούν παντελώς άχρηστα και τα τελευταία αντιβιοτικά εναντίον του.
«Η βλεννόρροια (ή γονόρροια) προκαλείται από ένα πολύ έξυπνο μικρόβιο», δήλωσε η δρ Τεοντόρα Γουάι, ειδική σε θέματα ανθρώπινης αναπαραγωγής στην έδρα του ΠΟΥ, στη Γενεύη. «Κάθε φορά που εισάγουμε ένα νέο αντιβιοτικό για να την αντιμετωπίσουμε, το υπαίτιο βακτήριο βρίσκει τρόπο να αναπτύσσει αντοχή σε αυτό».
Το επακόλουθο είναι να έχουν ήδη καταγραφεί τα πρώτα, πανανθεκτικά κρούσματα της νόσου – και μάλιστα όχι σε μία χώρα ούτε σε μία ήπειρο, αλλά από ένα σε Ιαπωνία, Γαλλία και Ισπανία.
«Πρόκειται για περιστατικά που μπορεί να μολύνουν άλλα άτομα, διότι η βλεννόρροια μεταδίδεται εύκολα με την σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις», είπε η δρ Γουάι.
«Επιπλέον, τα περιστατικά αυτά ίσως αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου, διότι δεν υπάρχουν επαρκή συστήματα ανίχνευσης και αναφοράς των αθεράπευτων λοιμώξεων, ιδίως στις φτωχές χώρες του κόσμου όπου η βλεννόρροια είναι πιο συχνή».
Πανανθεκτικό κρούσμα σημαίνει ότι οι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται σε κανένα από τα υπάρχοντα αντιβιοτικά, επομένως δεν μπορούν να θεραπευθούν.
Ο ΠΟΥ υπολογίζει ότι 78 εκατομμύρια άνθρωποι μολύνονται κάθε χρόνο από το βακτήριο ναϊσσέρια της γονόρροιας το οποίο μπορεί να μεταδοθεί με το κολπικό, πρωκτικό και στοματικό σeξ.
Η λοίμωξη με αυτό συχνά δεν προκαλεί συμπτώματα, αλλά δίχως θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, εκτοπική εγκυμοσύνη και υπογονιμότητα, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο μολύνσεως και από άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου του ιού HIV που προκαλεί το AIDS.
Η αντιμετώπιση της νόσου γίνεται με αντιβιοτική αγωγή αλλά, σύμφωνα με τις νέες μελέτες που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση PLoS Medicine, μεταξύ 2009 και 2014 υπήρξε εκτεταμένη αντοχή στην πρώτη γραμμή θεραπείας με το αντιβιοτικό σιπροφλοξασίνη (ciprofloxacin).
Αυτό είχε ως συνέπεια να χρησιμοποιηθεί ευρέως ένα άλλο αντιβιοτικό, η αζιθρομυσίνη (azithromycin) στην οποία επίσης αναπτύχθηκε εκτεταμένη αντοχή, με επακόλουθο να καταφύγουν οι γιατροί ανά τον κόσμο στην τελευταία γραμμή άμυνας: τις κεφαλοσπορίνες β’ και γ’ γενιάς (extended-spectrum cephalosporins, ESCs).
Στις περισσότερες χώρες, οι κεφαλοσπορίνες β’ και γ’ γενιάς αποτελούν πλέον τα μοναδικά αντιβιοτικά που παραμένουν αποτελεσματικά εναντίον της βλεννόρροιας, αλλά ήδη σε 50 χώρες αναφέρεται ολοένα μεγαλύτερη ανθεκτικότητα του υπαίτιου βακτηρίου και σε αυτές.
tanea.gr