Η συνταγή για το εφτάζυμο ψωμί είναι από το βιβλίο του Νίκου και της Μαρίας Ψιλάκη, “Το ψωμί των Ελλήνων”:
Αυτό περί εφτάζυμου άρτου, που συνήθως αποτελεί εορταστικό ψωμί. Αλλά, δεν είναι κι απαραίτητο το ψωμί των Χριστουγέννων νά’ναι εφτάζυμο.
Γράφουν ο Νίκος κι η Μαρία Ψιλάκη στον “Άρτο των Ελλήνων”:
“Η θέση του άρτου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι κυρίαρχη! Το ψωμί των Χριστουγέννων απηχεί την ιδιαιτερότητα της μεγάλης εορτής και αντανακλά την αγωνία των ανθρώπων για το μέλλον, προσπαθώντας με τη γλώσσα των συμβόλων να επηρεάσει τα πράγματα και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για καλή σοδειά, υγεία και ευημερία. Η συνήθεια φαίνεται να ε΄ναι πανάρχαια. Το Χριστουγεννιάτικο ψωμί έχει τις ρίζες του στους ειδικούς εορταστικούς άρτους των αρχαίων.”
Επιπλέον, παραθέτουν ένα ενδιαφέρον απόσπασμα από τα “Γεωργικά της Ρούμελης” του μεγάλου λαογράφου μας Δημητρίου Λουκόπουλου, σχετικά με την τελετουργική κοπή:
“Ο Δημ.Λουκόπουλος μας άφησε μια πολύτιμη περιγραφή της τελετουργικής κοπής του Χριστόψωμου στη Ρούμελη. Ο παπάς περνά από τα σπίτια και “σηκώνει το ύψωμα” (ένα πιάτο που έχει μέσα σιτάρι άβραστο και πρόσφορο…). Πιάνουν όλοι οι σπιτικοί μαζί το πιάτο και με τον παπά το υψώνουν.. “Μετά ο παπάς παίρνει το χριστόψωμο… το βάζει στο κεφάλι του και πιέζει και το σπάζει στα δύο. Αν το μεγαλύτερο κομμάτι πέσει κατά το δεξί του χέρι, μαντεύει πως εκείνον τον χρόνο θα γίνουν πιο πολλά σιτάρια, αν πέσει κατά το αριστερό χέρι λέει πως θα γίνουν πιο πολλά καλαμπόκια.”“
Και συνεχίζουν:“Στη Μικρά Ασία, σύμφωνα με τις πολύτιμες πληροφορίες που μας άφησε η Μαρία Λιουδάκη το 1938, έβαζαν το Σταυροψώμι πάνω στο τραπέζι κατά το βράδυ της παραμονής. “Πάνω του κάρφωναν ένα κλαδί ελιάς και στο κλαδί περνούσαν σύκα, μήλα και πορτοκάλια. Έκαναν γύρω-γύρω το τραπέζι, το σήκωναν κι έλεγαν: Χριστός γεννάται, χαρά στον κόσμο, Κέρας τραπέζια, Παναγιάς τραπέζια.” (Δ.Λουκάτου, “Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών”).
Στη Ζάκυνθο “όταν βράδιαζε, πριν από το δείπνο, όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω απ’τη γωνιά όπου θα γινόταν η ιεροτελεστία. Δυο ξύλα τοποθετημένα σταυρωτά έκαιγαν τη στιγμή που ο πατέρας, ο Μέγας Τελετάρχης, έφερνε με θρησκευτική ευλάβεια την κουλούρα πάνω απ’τη γωνιά. Ολα τα μέλη της οικογένειας έπιαναν την κουλούρα. Ο πατέρας τότε έπαιρνε ένα μπουκάλάκι λάδι κι έχυνε λίγο από την τρύπα της κουλούρας σιγοψάλλοντας: η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός… Έπειτα έπαιρνε ένα μποτιλάκι με κρασί κι έχυνε κι απ’αυτό κάνοντας όμοια σπονδή. Όταν πια τελειώνε η ιεροτελεστία, η κουλούρα μετεφέρετο στην τραπεζαρία όπου κοβόταν σε κομμάτια. Πρώτο έβγαιενε το κομμάτι του Χριστού, δεύτερο του φτωχού…” (Κ.Κασιροφύλα, “Η Ζακυνθινή κουλούρα”). Την ώρα που ρίχνει το κρασί και το λάδι από την τρύπα της κουλούρας εύχεται: “όσο νερό έχει η θάλασσα, τόσο κρασί και λάδι στο σπίτι μας” (Κ.Καραπατάκη, ‘Το Δωδεκαήμερο”)……”
Τα σχετικά έθιμα πλήθος, γεμίζουν σελίδες ολάκερες…
Εξίσου μεγάλη ποικιλία υπάρχει στον τρόπο παρασκευής. Εγώ θα αρκεστώ να παραθέσω μια συνταγή (από το ίδιο βιβλίο), η οποία μου ταιριάζει με τα λίγα στοιχεία που έχω για το Χριστόψωμο που φτιάχναν (όσοι φτιάχναν) στα μέρη μας:
φώτο: “Το ψωμί των Ελλήνων”, Νίκου & Μαρίας Ψιλάκη |
χμ.. κι ένα Χριστόψωμο πιο “λαϊκό” κι όχι με πλούσια “κεντίδια” που απεικονίζει τον “τζομπάνο με το σκύλο του, τα αρνιά και τα πρόβατα”
φώτο: “Το ψωμί των Ελλήνων”, Νίκου & Μαρίας Ψιλάκη |