Η αποκάλυψη έγινε ένα καλοκαιρινό πρωινό του 2017. Οταν δύο ξαδέλφια επισκεύαζαν τα πλακάκια στο παλιό σπίτι του παππούδων τους στο Καρατζάκιοϊ, μια μικρή πόλη βορειοδυτικά της Κωνσταντινούπολης. Σκούπιζαν το πάτωμα με μια βούρτσα για να το ισιώσουν πριν ρίξουν τσιμέντο και ξαφνικά είδαν κάτι να λαμπυρίζει. Βούρτσισαν λίγο ακόμη και άρχισαν να βλέπουν γράμματα. Σήκωσαν τη μαρμάρινη πλάκα και την έβγαλαν στον κήπο. «Το μόνο που μπορούσαμε να διαβάσουμε ήταν η χρονολογία: 1887», λέει στην «Κ» ο Κερέμ Σογιλμάζ. Την έβγαλε φωτογραφία και την έστειλε σε έναν Ελληνα φίλο του. «Φαίνεται πως μια Ελληνίδα είχε ταφεί κάτω από το σπίτι σας», του είπε εκείνος και του έστειλε τη μετάφραση. «Ενθάδε κείται η δούλη του Θεού Χρυσούλα Ροδάκη. Μάρτιος 1887».
Ετσι ξεκίνησε για τον Κερέμ η αναζήτηση των απογόνων της Χρυσούλας αλλά και της ιστορίας του σπιτιού τους. Τότε ακόμη ήξερε ελάχιστα για τις ανταλλαγές των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923. «Δεν ξέρω γιατί ένιωσα τόσο έντονη την ανάγκη να το ψάξω, αλλά ήταν σίγουρα ένα υπέροχο ταξίδι», μου είπε όταν συναντηθήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Το ντοκιμαντέρ του «Αναζητώντας τη Χρυσούλα Ροδάκη», στο οποίο κατέγραψε όλη αυτή τη διαδρομή, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Η έρευνά του ξεκίνησε το 2017 μιλώντας στους ηλικιωμένους του χωριού του. Πράγματι, του είπαν, ζούσαν εκεί πολλοί Ελληνες. Ολοι αγαπημένοι με τους Τούρκους. Κανείς όμως δεν θυμόταν λεπτομέρειες για την οικογένεια που έμενε στο σπίτι πέρα από το ότι ο πατέρας ήταν Ελληνας και δασοφύλακας. Ο Κερέμ προσπάθησε αρχικά να ψάξει στο υποθηκοφυλακείο, αλλά τα αρχεία εκεί ξεκινούσαν από το 1950. Αποφάσισε να κάνει αίτηση στα οθωμανικά αρχεία. «Τι τα σκαλίζεις, μπορεί να έρθουν και να διεκδικήσουν το σπίτι», τον είχαν προειδοποιήσει κάποιοι. Αλλοι τον προέτρεψαν να σπάσει το μάρμαρο, γιατί «μέσα οι Ελληνες έκρυβαν χρυσό».
Εκείνος όμως δεν το έβαλε κάτω. Οταν κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να του δώσουν την άδεια να ψάξει στα οθωμανικά αρχεία συνέχισε την αναζήτηση στα αρχεία του Πατριαρχείου αλλά και στο αρχείο των Ηνωμένων Εθνών. Ενιωθε πως είχε φτάσει σε αδιέξοδο μέχρι που μια μέρα σκέφτηκε να ανεβάσει στο Facebook μια φωτογραφία της ταφόπλακας αναζητώντας εκεί απογόνους της Ροδάκη. Δεν περίμενε ποτέ να έχει τόσο μεγάλη ανταπόκριση. Ανάμεσα στα εκατοντάδες μηνύματα που έλαβε, μια γυναίκα του έδωσε μια ενδιαφέρουσα πληροφορία: «Οι εκτοπισμένοι πρόσφυγες ονόμαζαν τα νέα χωριά τους με τα ονόματα των παλιών, γιατί τους έλειπαν και τα αγαπούσαν. Τι σημαίνει η λέξη Καρατζάκιοϊ;», τον ρώτησε. «Μικρό ελάφι», απάντησε ο Κερέμ. «Τότε ίσως οι απόγονοι της Χρυσούλας βρίσκονται στο χωριό Δορκάδα», του είπε.
Ο Κερέμ ταξίδεψε έως εκεί και συνάντησε τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, των οποίων οι γονείς είχαν φύγει εσπευσμένα μαζί με τόσους άλλους Μικρασιάτες αφήνοντας τα πάντα πίσω. Ροδάκης, του είπαν, δεν υπήρχε στο χωριό τους. Πολλοί βέβαια είχαν πεθάνει στον δρόμο. Αλλοι τα κατάφεραν, αλλά οι καρδιές τους έμειναν ριζωμένες στις πατρίδες τους. Εκεί στη Δορκάδα, ακούγοντας τις μαρτυρίες τους, ο Κερέμ ένιωσε πως το τραύμα είχε περάσει στις επόμενες γενιές. «Ακόμη και σήμερα είναι εμφανής η μελαγχολία της ανταλλαγής στη συλλογική μνήμη», σημειώνει. Επέστρεψε στην πατρίδα του και συνέχισε την αναζήτηση. Σε μια άλλη επαφή που έκανε μέσω Facebook, μια Ελληνίδα από την Ελβετία του έστειλε τον ονομαστικό κατάλογο των αγροτών προσφύγων. Σε αυτόν είχε πολλές καταχωρίσεις με το επίθετο που έψαχνε. Επικοινώνησε με τουλάχιστον 50 Ροδάκηδες σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, αλλά δεν βρήκε αυτούς που έψαχνε. Είχε αρχίσει ξανά να απογοητεύεται μέχρι που τον περασμένο Οκτώβριο έλαβε ένα μήνυμα από τον Θεόδωρο Γεωργιάδη. «Πιστεύω πως η οικογένεια που αναζητάς είναι η δική μου». Ο 65χρονος δεν είχε καν τότε λογαριασμό στο Facebook. Μια ξαδέλφη του τού είχε δείξει τη φωτογραφία και εκείνος γνωρίζοντας καλά την οικογενειακή του ιστορία επικοινώνησε μαζί του. «Ταξιδεύω συχνά στην Κωνσταντινούπολη για δουλειά (έχει μια εταιρεία με βιομηχανικά προϊόντα για την παραγωγή χαρτιού και πλαστικού). Θα ήταν εύκολο να συναντηθούμε εκεί κάποια στιγμή», του είπε. Ο Κερέμ, όμως, ανυπομονούσε. Την ίδια κιόλας εβδομάδα ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη.
Εκεί, σε ένα καφέ, ο κ. Θεόδωρος αποκάλυψε στον Κερέμ την ιστορία της Χρυσούλας. Ξεκίνησε δείχνοντάς του ένα γενεαλογικό δέντρο που είχε φτιάξει μόνος του. «Πάει πίσω επτά γενιές», του είπε περήφανος. Η μια πλευρά της οικογένειας καταγόταν από το Γιαλίκιοϊ, η άλλη από το Καρατζάκιοϊ. Ο πατέρας του ήταν ο μικρός αδελφός της Χρυσούλας. Ο θείος τους, ο Ροδάκης Γεωργιάδης, ήταν άτεκνος και είχε υιοθετήσει τη Χρυσούλα. Οταν εκείνη πέθανε σε ηλικία 18 χρόνων από μια ανίατη τότε ασθένεια, μάλλον πνευμονία, δεν είχε ακόμη παντρευτεί και έτσι θάφτηκε με το όνομα του θετού πατέρα της που τη λάτρευε. Η Χρυσούλα του Ροδάκη. «Γιατί δεν την έθαψαν στο νεκροταφείο;», αναρωτιόταν ο Κερέμ. Ο Θεόδωρος δεν είχε απάντηση, αλλά ο Κερέμ έμαθε αργότερα πως κάποιοι Τούρκοι δεν ήθελαν οι Ελληνες να θάβουν τους νεκρούς τους στα δικά τους νεκροταφεία. Τους έθαβαν στον κήπο και έβαζαν την ταφόπλακα μέσα στο σπίτι.
Οταν ο Κερέμ Σογιλμάζ ανακάλυψε στο σπίτι των παππούδων του μια ταφόπλακα με ελληνική γραφή, βάλθηκε να διαπιστώσει σε ποιον ανήκε.
Η οδύσσεια
Η αφήγηση του Θεόδωρου εκείνη την ημέρα δεν σταμάτησε εκεί. Αφηγήθηκε στον Κερέμ τις ιστορίες με τις οποίες ο ίδιος είχε μεγαλώσει. Η οικογένειά του όταν έφτασε στη Βόρεια Ελλάδα προσπαθούσε να επιβιώσει κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Υπήρχε φτώχεια και η ελονοσία θέριζε. Θυμάται να του διηγούνται πως κάποια στιγμή βρήκαν τα καπνά που είχαν σπείρει κάποιοι και τα έφαγαν νομίζοντας πως είναι μαρούλια. Προφανώς ήταν πικρά και εκείνοι σχολίαζαν μεταξύ τους πως ακόμη και τα μαρούλια της ξενιτιάς ήταν πικρά. Ξαφνικά ήταν ανεπιθύμητοι στην πατρίδα τους και πρόσφυγες στη νέα τους χώρα. Τους είπαν να πάνε στη Δορκάδα ή στον Ασκό, γιατί εκεί ήταν εύφορο το έδαφος και υπήρχαν σπίτια που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους. Σε ένα τέτοιο σπίτι, στον Ασκό, γεννήθηκε ο κ. Θεόδωρος. Εμεινε μέχρι και τα επτά του και έχει πολλές αναμνήσεις από το χαγιάτι όπου μαζευόταν όλη η οικογένεια κάθε βράδυ. «Κάποιοι δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν ποτέ. Στις είκοσι κουβέντες, οι μισές ήταν τουρκικές», θυμάται.
Ο πατέρας του παρότι γεννήθηκε στην Ελλάδα το 1923 μεγάλωσε με την ανάγκη να επιστρέψει στην Τουρκία, να περπατήσει στα μέρη όπου είχαν ζήσει οι γονείς του. Το 2000 ο κ. Θεόδωρος κανόνισε και ταξίδεψαν μαζί στα δύο χωριά. «Ηταν πολύ συγκινητικά. Ενιωθε πως έβρισκε τις ρίζες του». Στο Γιαλίκιοϊ συνάντησαν έναν άνδρα, τότε 102 ετών, που μιλούσε ελληνικά και θυμόταν την οικογένειά του. Τους πήγε στο σπίτι τους, που ήταν εγκαταλελειμμένο. Με συγκίνηση άκουσαν πως οι μετέπειτα ιδιοκτήτες είχαν χτίσει ακριβώς δίπλα ένα καινούργιο σπίτι και έμεναν εκεί. «Μπορεί να επιστρέψουν από την Ελλάδα οι ιδιοκτήτες κάποια μέρα», έλεγαν πάντα. Στο Καρατζάκιοϊ δεν είχαν βρει κάποιον να τους δώσει πληροφορίες. Λίγους μήνες μετά από εκείνο το ταξίδι, ένας δικηγόρος τους προσέγγισε και τους είπε πως εάν έχουν χαρτιά θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το σπίτι που είχαν εντοπίσει. Εκείνοι όμως δεν σκέφτηκαν ποτέ να μπουν σε αυτή τη διαδικασία. «Κάποιος αντίστοιχα μπορεί να έρθει και στα δικά μας μέρη και να διεκδικήσει τη δική του γη. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Αυτές οι ιστορίες ανήκουν στο παρελθόν», λέει σήμερα.
Τώρα όμως, με τη γνωριμία με τον Κερέμ, ο κ. Θεόδωρος είχε τη δυνατότητα να κάνει αυτό που δεν είχε προλάβει ο πατέρας του. «Του είπα πως ήθελα πολύ να επισκεφθώ το σπίτι. Μου είπε πως είχα ανοικτή πρόσκληση και εγώ έκλεισα αμέσως εισιτήρια», εξηγεί ο κ. Θεόδωρος. Πράγματι, δύο ημέρες μετά περνούσε το κατώφλι του σπιτιού χτισμένο από τους παππούδες του με πλίνθους και ξύλο. «Είχε μια μοναδική αύρα και ένιωσα μεγάλη συγκίνηση μπαίνοντας σε ένα χώρο που είχε ζήσει η οικογένειά μου». Οταν είδε στον κήπο την επιτύμβια πλάκα της Χρυσούλας, τη χάιδεψε και έκλαψε. Για εκείνη και όλους τους αγαπημένους του που έχουν φύγει από τη ζωή.
Το τραπέζι
Στο φιλόξενο τραπέζι που έστησε στον κήπο η θεία του Κερέμ, μίλησαν για ώρες για τη ζωή στα χωριά τους, ελληνικά και τουρκικά, όπου μεγάλωσαν. Τις οικογενειακές μαζώξεις, τον οικείο ήχο του κλαρίνου. Ακόμη και το στρογγυλό μπουρέκι με κολοκύθα που η θεία τού είχε ψήσει εκείνη την ημέρα είχε την ίδια γεύση με το μπουρέκι που του έφτιαχνε πάντα η μητέρα του. «Μέσω της ταφόπλακας συνδεθήκαμε με την οικογένεια του Κερέμ. Νιώθουμε σαν να γνωριζόμασταν πάντα. Ακούγεται κοινότοπο, αλλά πραγματικά δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα, αντιθέτως μας συνδέουν πολλά», τονίζει ο κ. Θεόδωρος. Το επόμενο πρωί τοποθέτησαν την ταφόπλακα στο αγροτικό μαζί με ένα μπουκέτο λουλούδια από τον κήπο και την παρέδωσαν όλοι μαζί σε ένα μικρό Μουσείο Προσφύγων. «Για χρόνια η ταφόπλακα της Χρυσούλας ήταν στο σπίτι μας. Ενίοτε ως καθρέπτης δείχνοντάς μας πόσο λίγα θυμόμαστε από το παρελθόν. Αλλοτε ως παράθυρο σε μια πλευρά της ιστορίας που ίσως δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ. Η αποστολή της πλάκας είχε όμως πια εκπληρωθεί. Τώρα ο κόσμος θα μπορεί να τη βλέπει στο μουσείο και θα ξέρει πως αυτό το κορίτσι έζησε κάποτε στο χωριό μας», καταλήγει ο Κερέμ.
kathimerini.gr