Οι δημόσιες Πινακοθήκες, είναι χώροι αισθητικής αγωγής και εκπαίδευσης, με θεσμικά έγκυρη διαδικασία επιλογής των έργων που εκτίθενται, που εξασφαλίζεται από Καλλιτεχνικές Επιτροπές και Κανονισμούς Εσωτερικής Λειτουργίας. Τα έργα που εκτίθενται στις Πινακοθήκες είναι καλλιτεχνών που πέραν των σπουδών τους σε Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών και συχνά, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, σε αντίστοιχες Ακαδημίες του εξωτερικού, έχουν μία πολυετή και πολυδιάστατη πορεία στα εικαστικά πράγματα εντός ή/ και εκτός της χώρας μας. Επίσης, καλλιτεχνών που είναι μέλη του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας, ακόμη κι αν δεν έχουν τις προβλεπόμενες σπουδές, με σημαντική και συστηματική εικαστική παρουσία και εξέλιξη.
Της Έφης Παπαευθυμίου
Στις Δημόσιες Πινακοθήκες δεν μπορείς να «αγοράσεις», δεν επιτρέπεται από τον Κανονισμό Λειτουργίας. Δεν είναι χώροι εμπορικών συναλλαγών. Θα πρέπει να πας σε μεγάλους οίκους δημοπρασιών, όπου και εκεί τα ποσά είναι υπέρογκα, όταν πρόκειται για εικαστικούς αυτής της τάξης, άρα και πρακτικά αυτά τα έργα είναι μη εμπορεύσιμα. Τις Πινακοθήκες επισκέπτονται σχολεία, χωρίς να ανησυχούν για την ποιότητα των έργων τέχνης που θα δουν τα παιδιά, ακριβώς επειδή οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν ότι αυτοί οι χώροι λειτουργούν με συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο και φίλτρα που δεν επιτρέπουν τη μετατροπή τους σε εμπορική επιχείρηση με άλλες προτεραιότητες και άλλους στόχους.
Αντίθετα, οι Γκαλερί λειτουργούν με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, είναι εμπορικές επιχειρήσεις, με πιο υψηλά ή πιο χαμηλά standards επιλογής, με άλλη φιλοσοφία, που εκθέτουν με ποσοστά επί των πωλήσεων, το έργο διαφόρων καλλιτεχνών, με σπουδές ή χωρίς, πρωτοεμφανιζόμενων ή ήδη γνωστών, σε ατομικές ή ομαδικές εκθέσεις. Στις γκαλερί μπορεί κανείς να αγοράσει ένα έργο τέχνης- οι τιμές είναι πιο προσιτές- και μάλιστα μπορεί να κερδίσει αγοράζοντας, εν είδει χρηματιστηριακής «μετοχής», το έργο κάποιου νεοεμφανιζόμενου εικαστικού που αργότερα πιθανόν να διακριθεί και έτσι το έργο που θα έχει στην κατοχή του να αποκτήσει μεγαλύτερη αξία από εκείνη που αρχικά το αγόρασε.
Το να λειτουργούν οι Πινακοθήκες σαν γκαλερί, δηλαδή να μην ακολουθούν τη θεσμική εγκυρότητα που τις διέπει σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, είναι σημάδι βαθιάς παρακμής! Το να υποκύπτουν οι δημοτικές και δημόσιες Πινακοθήκες στα επαναλαμβανόμενα αιτήματα, συνήθως τοπικών καλλιτεχνών, οι οποίοι γίνονται repeaters, έχουν εκθέσει 3, 4 και 5 φορές και μάλιστα σε ατομικές εκθέσεις και εξακολουθούν να αιτούνται τον χώρο, δείχνει βαθιά άγνοια του τρόπου λειτουργίας των Πινακοθηκών και η ικανοποίηση των παρόμοιων αιτημάτων, οδηγεί την τοπική κοινωνία σε αίσθηση παρακμής, δίνοντας στην Τέχνη το ένδυμα μιας «συναλλαγής ημετέρων» που δεν αφορά την κοινωνία ως σύνολο.
Όσοι επιδιώκουν λυσσαλέα την έκθεση σε δημόσια Πινακοθήκη, αποβλέπουν στο να αυξήσουν την εμπορική αξία του έργου τους, σε πωλήσεις «εκτός Πινακοθήκης», αφού αυτές λειτουργούν αναπόφευκτα ως εκ του ρόλου τους και σαν χρηματιστήρια αξιών. Άλλοι πάλι στο να «χτίσουν» βιογραφικό, εύκολα και γρήγορα ή να διακριθούν έστω και σε τοπικό επίπεδο, αφού ο «έπαινος των σοφιστών», μοιάζει απρόσιτος.
Πινακοθήκες και Γκαλερί έχουν απολύτως διακριτούς ρόλους και λειτουργίες και πρέπει να αφήσουμε τον κάθε χώρο να κάνει τη δουλειά του.Επίσης, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι τα τελευταία χρόνια η ζωγραφική και γενικότερα τα εικαστικά αξιοποιούνται και για τη θεραπευτική τους διάσταση, ως δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, τα γνωστά χόμπυ. Ατομικά ή ομαδικά, άνθρωποι που επιλέγουν αυτόν τον τρόπο έκφρασης έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν και –γιατί όχι- να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα.
Όμως, ας μην ξεχνάμε, ότι η ζωγραφική ως χόμπυ, δεν καθίσταται αυτοδίκαια και αυτόματα, τέχνη.
Θα σταθώ στην εισαγωγή του αρθρου της αγαπητης Έφης. Η διαφορά μεταξύ της Χαλκιδας και της Χακιδικης ειναι ,ότι,η Χαλκιδα διαθέτει την Δημοτικη Πινακοθηκη Χαλκιδος “Δημήτρης Μυταράς”,Ενα υπεροχο κτήριο οπου ειχα την τιμη να λαβω μερος σε Ομαδική Έκθεση.Η Χαλκιδικη δυστυχως στερείται Πινακοθηκης και πολιτισμικους χώρους.Προς τί λοιπον αυτός ο ειρωνικός συνειρμός?Μηπως εννοουσε τον τουρισμό?
Ωραίο το αρθρο με σωστή γραφή αλλα ας μου επιτραπεί να εχω τις ενστασεις μου.Καικλεινω με μια φράση.”Η Τέχνη ειναι προνόμιο. Δεν υπακούει σε θεωρίες,τις διαψεύδει μονίμως,εψει δική της λογική. Σε συνδέει με το μυστηριο της ύπαρξης,δεν αποδίδει δικαιοσύνη,ειναι πέρα από αυτήν ”
—Δημήτρης Μηταράς—-
Μόνο θεωρίες και ορισμούς ακούμε.. από πράξεις τίποτα κυρία προϊσταμένη…. άλλο η πινακοθήκη (αποθήκη, βλέπε Λαμία) και άλλο η “ζωντανή” πινακοθήκη (βλέπε πινακοθήκη Λάρισας)..
Ωραία η δημοσίευση αν και πιστεύω ότι χρίζει περαιτέρω ανάλυσης…
Μερικά ερωτήματα κυρίως ρητορικά:
-Ποιος «πιστοποιεί» τον ζωγράφο ως άνθρωπο της Τέχνης και όχι ως χομπίστα ;
-Με ποια κριτήρια κάποιος διακρίνει την διαφορά τους πέραν του προσωπικού του αισθητήριου;
-Πόσες φορές βλέπουμε ανούσια έργα «κρεμασμένα» σε πινακοθήκες εξυπηρετώντας κάποιο πολιτικό ρουσφέτι και πόσα έργα σε ιδιωτικές galleries από καταξιωμένους καλλιτέχνες που ποτέ δεν εκθέτουν σε δημόσιες πινακοθήκες για ευνόητους λόγους;
-Ένα οποιοδήποτε Επιμελητήριο με σωματειακό χαρακτήρα έχει ταυτόχρονα και τα «εύσημα» να αναγνωρίσει την καλλιτεχνική αξία ενός ζωγράφου ;
-Οι οίκοι δημοπρασιών –ως γνωστόν- δεν αποτελούν ταυτόχρονα χώρους έκθεσης. Μήπως όμως η «εγκυρότητα» του brand name που φέρουν είναι πολλές φορές μεγαλύτερη από την αξία του έργου του καλλιτέχνη, προσθέτοντας μια υπερτιμημένη υπεραξία ;
Και τελικά… αν στη θέση του ζωγράφου βάλουμε οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο της Τέχνης (μουσικό, ηθοποιό, φωτογράφο, γλύπτη κτλ, κτλ) δεν έχουμε ακριβώς το ίδιο φαινόμενο ;
Με την ίδια λογική που κανένας λαμιώτης εικαστικός δεν είναι άξιος να συμμετέχει στην επιτροπή της πινακοθήκης. Ποιος επιλέγει τον καταλληλότερο κυρία προϊσταμένη και γιατί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις οι λαμιώτες εικαστικοί;;