Γράφει η ψυχολόγος Θέκλα Πετρίδου
Τα χειριστικά άτομα συμπεριφέρονται μεθοδικά, ελίσσονται περίτεχνα και παρουσιάζουν στα θύματά τους μια πολύ διαφορετική εικόνα του εαυτού τους από την πραγματικότητα. Προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τους άλλους, να τους χειριστούν, να τους χειραγωγήσουν, παρουσιάζονται ως καλοί και καημένοι άνθρωποι, οι οποίοι υποφέρουν και είναι κρίμα που τους συμβαίνουν τόσα κακά, τόσες δυσκολίες…. και επικαλούνται το συναίσθημα των άλλων, κυρίως το φιλότιμο κι όταν αυτό δεν πιάσει, τότε στοχεύουν στην πρόκληση ενοχών, ώστε να πετύχουν τους σκοπούς τους, οι οποίοι είναι καθαρά εγωκεντρικοί και σε καμία περίπτωση αλτρουιστικοί, παρόλο που οι ίδιοι πιστεύουν και παρουσιάζουν μια εκδοχή τους εαυτού τους που μπορεί ακόμα και να σκιαγραφηθεί ως φιλάνθρωπη. Μα μόνο φιλάνθρωπος δεν μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί τους άλλους ως αναλώσιμα, που δε σέβεται τον χώρο και τον χρόνο του άλλου ανθρώπου, όποιος κι αν είναι· που στοχεύει στις αδυναμίες του άλλου και γνωρίζει ποια κουμπιά να πατήσει κάθε φορά, ώστε να επιτύχει τους σκοπούς του.
Για έναν χειριστικό άνθρωπο, σκοποί ή στόχοι μπορεί να είναι μόνο τα εγωκεντρικά του συμφέροντα: να γίνει το δικό του, χωρίς να κοπιάσει ο ίδιος. Δε θέλουν να κοπιάζουν, θέλουν να κοπιάζουν οι άλλοι γι’ αυτούς. Να χρησιμοποιούν τους άλλους ως εργαλεία για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Επειδή οι άλλοι γι’ αυτούς είναι πάντοτε κατώτερης κατηγορίας άνθρωποι· δεν αξίζουν τόσο πολύ όσο η αφεντομουτσουνάρα τους. Οι άλλοι είναι καλοί για υπηρέτες, για θαυμαστές, για αυλικοί, για ακροατήριο, για δωρεάν ψυχολόγοι, για δωρεάν μάγειρες, ταξιτζήδες και για ό,τι άλλο κόψει ο νους τους πως χρειάζονται ή καλύτερα επιθυμούν. Οι άλλοι είναι αναλώσιμοι. Οι ίδιοι είναι πρώτοι και καλύτεροι. Άλλης κατηγορίας πολίτες, σπουδαίοι, σημαντικοί, υπεράνω. Ο εγωκεντρισμός των χειριστικών ανθρώπων φτάνει συχνά στα όρια του ναρκισσισμού, αν δεν είναι κι ένα από τα συμπτώματά τους.
Το κλάμα είναι ένας φυσιολογικός ψυχοσωματικός μηχανισμός αντιμετώπισης μιας στενάχωρης συνθήκης. Το κλάψιμο από την άλλη, είναι ένας μηχανισμός προσέλκυσης θυμάτων για χειριστικότητα. Οι άνθρωποι που κλαίγονται δεν κλαίνε αληθινά. Διηγούνται με πόνο και κροκοδείλια δάκρυα ίσως, τα ατέλειωτα προβλήματά τους, τις συνεχείς ατυχίες τους, το πόσο σκληρή κι άδικη είναι η ζωή μαζί τους. Τα διηγούνται με σκοπό να ελκύσουν την προσοχή των άλλων ανθρώπων και κυρίως τη λύπηση και τον οίκτο τους. Οι άνθρωποι που κλαίγονται επιδιώκουν να τους λυπούνται οι άλλοι κι έτσι, με αυτά τα τεχνάσματα να γίνονται εύκολα θύματα εκμετάλλευσης. Εάν οι άλλοι τους λυπηθούν, τότε θα τους δώσουν χρόνο, ενέργεια, χρήμα, προσοχή. Θα ασχοληθούν μαζί τους κι αυτοί θα «ρουφήξουν» την ενέργεια, σαν άλλα «ενεργειακά βαμπίρ», για να νιώσουν καλά. Θέλουν να τους ακούμε, να τους λυπόμαστε, να τους παρηγορούμε, να εκτελούμε κάθε προσταγή κι επιθυμία τους.
Οι κλαμένοι άνθρωποι δε θέλουν να λυθούν τα «προβλήματά» τους, για τα οποία κλαίγονται. Αντιθέτως, γι’ αυτούς τα θέματα είναι πολύτιμα εργαλεία προσέλκυσης προσοχής από το περιβάλλον τους, οπότε αντιστέκονται σθεναρά στην όποια προσπάθεια για επίλυσή τους.
*απόσπασμα από το βιβλίο «Ψυχολογικός Πόλεμος» της Θέκλας Πετρίδου, από τις εκδόσεις Ψυχογιός.