Τόσο ο κρατικός προϋπολογισμός της Ελλάδας για το 2025 όσο και όλες οι εκθέσεις διεθνών και εγχώριων οργανισμών προβλέπουν ότι το νέο έτος θα φέρει ανάπτυξη άνω του 2% για την ελληνική οικονομία με διπλό αποτέλεσμα: πρώτον να καταγραφεί σύγκλιση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης και δεύτερον να διαμορφωθεί το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας στα 247 δισ. ευρώ σπάζοντας για πρώτη φορά ύστερα από 16 ολόκληρα χρόνια το προηγούμενο υψηλό του 2009.
Τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η πρόβλεψη για ανάπτυξη είναι ισχυρά. Καθώς οδεύουμε στο τέλος του διαθέσιμου χρόνου άντλησης των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, αναμένεται και επιτάχυνση στην υλοποίηση των επενδύσεων. Η κατοικία έχει αναπτύξει τη δική της δυναμική ενώ για το 2025, τις επενδύσεις στο real estate θα στηρίξει και η διαφαινόμενη ταχεία αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο τουρισμός κλείνει το 2024 με νέο ιστορικό ρεκόρ εισπράξεων και οι προβλέψεις για το 2025 κάνουν λόγο για πρόσθετη αύξηση των εσόδων κατά τουλάχιστον ένα δις. ευρώ ενώ υπάρχει και ο παράγοντας κατανάλωση που είναι και ο σημαντικότερος στην Ελλάδα καθώς αντιπροσωπεύει πάνω από το 70% του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι το νέο έτος θα έχει αυξήσεις εισοδημάτων (σ.σ ήδη καταγράφηκε η αύξηση στις συντάξεις ενώ ακολουθεί ο κατώτατος μισθός αλλά και η υπογραφή νέων συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα), είναι πιθανό να καταγραφεί ένα έστω και χαμηλό ποσοστό αύξησης της κατανάλωσης το οποίο όμως είναι πολύ σημαντικό για το συνολικό επίπεδο του ΑΕΠ.
Η αγορά των ακινήτων από μόνη της μπορεί να κάνει τη (θετική) διαφορά καθώς εμπόδια που υπήρξαν μέσα στο 2024, αρχίζουν να ξεπερνιούνται. Το πρώτο, όπως προαναφέρθηκε έχει να κάνει με το κόστος του χρήματος. Οι τέσσερις μειώσεις επιτοκίων του 2024 και οι επικείμενες τέσσερις του 2025, θα φέρουν το επιτόκιο της ΕΚΤ στο 2% και το Euribor ακόμη χαμηλότερο. Αυτό σημαίνει ότι “φθηναίνουν” οι επενδύσεις για την κατασκευή νέων κτηρίων καθώς ανοίγει περισσότερο και ο δρόμος του δανεισμού. Επίσης, το 2024 λειτούργησε ανασταλτικά για τα νοικοκυριά η προσμονή των χαμηλότοκων δανείων του προγράμματος “Στέγη μου 2”. Πλέον, ο χρόνος αναμονής που “πάγωσε” την αγορά των στεγαστικών δανείων τελειώνει και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για αύξηση των χορηγήσεων. Στο κομμάτι των κατοικιών υπάρχει έδαφος για ανάπτυξη. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 2007-2008 οι επενδύσεις ξεπερνούσαν τα 20-25 δις. ευρώ ετησίως και το 2024 κλείνει με λιγότερα από 5-6 δις. ευρώ.
Το 2025 ξεκινά με τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης -Γαλλία και Γερμανία- να βρίσκονται σε “γκρίζα ζώνη” τόσο εξαιτίας των οικονομικών όσο και λόγω των πολιτικών δεδομένων. Αυτός είναι και ο μεγάλος παράγοντας αβεβαιότητας και για την ελληνική οικονομία. Οι χώρες της Ευρωζώνης -και δει η Γερμανία και η Γαλλία- είναι οι μεγαλύτεροι υποδοχείς των ελληνικών εξαγωγών αλλά και οι χώρες προέλευσης των περισσότερων τουριστών. Η αβεβαιότητα μπορεί εύκολα να χτυπήσει και τις εισπράξεις από τις εξαγωγές και τα τουριστικά έσοδα τα οποία μετά την πανδημία έχουν αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα στην συνολική διαμόρφωση του ΑΕΠ. Ο πήχης για το έτος που ξεκινά δεν είναι καθόλου χαμηλά καθώς έχει μπει στα 23-24 δις. ευρώ σε ετήσια βάση ποσό κατά περίπου 4-5 δις. ευρώ μεγαλύτερο συγκριτικά με τα προ πανδημίας επίπεδα.
the toc.gr