Καθημερινά οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δέχονται δεκάδες αιτήματα από δανειολήπτες, που επιθυμούν να ρυθμίσουν τις «κόκκινες» οφειλές τους στο καταναλωτικό, στεγαστικό ή επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο όπως αναφέρει ο Ελεύθερος Τύπος.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, ο όγκος των αιτήσεων, που διαχειρίζονται τα αντίστοιχα τμήματα των ιδρυμάτων, έχει αυξηθεί το τελευταίο εξάμηνο, αγγίζοντας κατά μέσο όρο τις 250 την ημέρα.
«Πρόκειται για περίπου 5.000 με 7.000 αιτήματα το μήνα για την εκάστοτε τράπεζα, τάση η οποία αναμένεται να ενισχυθεί όσο θα ρολάρει το σύστημα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, αλλά και θα σταθεροποιείται η οικονομία», σημειώνει υψηλόβαθμο στέλεχος ομίλου.
Και συνεχίζει: «Σε αντίθεση, δε, με το αμέσως προηγούμενο διάστημα, που οι βραχυπρόθεσμες ήταν οι ρυθμίσεις που επιλέγονταν κατά κόρον από τις τράπεζες, πλέον η φιλοσοφία τους είναι να οδηγούν τους πελάτες τους σε πιο μακροπρόθεσμες και, άρα, βιώσιμες ρυθμίσεις».
Η… στροφή αυτή είχε ως συνέπεια τη βελτίωση στο 1,8% το δ’ τρίμηνο του 2017 του ρυθμού αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate), ξεπερνώντας -για πρώτη φορά- τον τριμηνιαίο δείκτη αθέτησης (default rate), ο οποίος κατέγραψε μειωτική πορεία, αγγίζοντας το 1,7%.
Υπενθυμίζεται ότι το εγχώριο σύστημα έχει θέσει ως στόχο την αύξηση των επίμαχων λύσεων από 20% – 33% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2017 σε 42% – 50% το 2019.
Όσον αφορά στις λύσεις οριστικής διευθέτησης, όπως, για παράδειγμα, η εθελοντική παράδοση, αυτές, όπως επισημαίνει το παραπάνω στέλεχος, προτείνονται σε μικρότερη κλίμακα και σίγουρα κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης, τόσο του δανειολήπτη όσο και του ακινήτου. «Στο άμεσο μέλλον, ωστόσο, ενδεχομένως να εφαρμοστούν πιο δυναμικά», προσθέτει χαρακτηριστικά.
Οφέλη και αδυναμίες
Οσο μεγαλύτερη η διάρκεια αποπληρωμής τόσο περισσότεροι οι τόκοι που θα πληρωθούν. Αυτή είναι, σύμφωνα με το δικηγόρο κ. Δημήτρη Αναστασόπουλο, η βασική παράμετρος που καλείται να «ζυγίσει» ένας δανειολήπτης σε περίπτωση που δεχτεί πρόταση από την τράπεζα για να ρυθμίσει μακροπρόθεσμα το δάνειό του.
«Οι βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις προσφέρουν ανακούφιση -αν και προσωρινή- στον οφειλέτη. Εξυπηρετεί, δηλαδή, περιπτώσεις δανειοληπτών που εμφανίζουν μια πρόσκαιρη αδυναμία, όπως, για παράδειγμα, απώλεια της εργασίας, στο μέλλον, ωστόσο, θα αποκτήσει ξανά εισόδημα. Συνήθως, από τις τράπεζες δίνεται περίοδος χάριτος για μερικούς μήνες έως και μέχρι κάποια χρόνια, επιτρέποντας την αποπληρωμή μόνο των τόκων ή μέρους αυτών και κεφαλαιοποιώντας το υπόλοιπο. Θεωρείται καλή ρύθμιση, δεδομένου ότι δεν μεταβάλλει τη διάρκεια αποπληρωμής με επιμήκυνση του δανείου, που έχει ως συνέπεια το φόρτωμα εξτρά τόκων», εξηγεί.
Και προσθέτει: «Από την άλλη, οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις δίνουν μια οριστική λύση, με επιμήκυνση συνήθως του δανείου και αλλαγή του επιτοκίου. Πρακτικά, όμως, οι τόκοι που θα πληρωθούν θα είναι περισσότεροι, ενώ και η μηνιαία δόση του δανείου δεν θα μειωθεί σημαντικά».
Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν ένας δανειολήπτης έχει εισόδημα και ένα δάνειο βιώσιμο και ίσης ή σχετικά κοντινής αξίας με το ακίνητο αξίζει να το αποπληρώσει χωρίς να το επιμηκύνει, ενώ στις περιπτώσεις των καταναλωτικών προϊόντων επιτυχία θεωρείται η διαγραφή σημαντικού μέρους της οφειλής.
«Αυτό, ωστόσο, γίνεται με πρωτοβουλία της τράπεζας, η οποία “πακετάρει” δάνεια και τα προσφέρει μαζικά προς ρύθμιση στους δανειολήπτες», υπογραμμίζει ο κ. Αναστασόπουλος.
Σχετικά με τις λύσεις οριστικής διευθέτησης, όπως αναφέρει ο ίδιος, οι τράπεζες συζητούν το ενδεχόμενο πώλησης ακινήτων με εξασφαλίσεις, εφόσον υπάρχει ενδιαφερόμενος αγοραστής, και είτε παίρνουν όλο το τίμημα από την πώληση και διαγράφουν το υπόλοιπο της οφειλής είτε βγάζουν νέο δάνειο. «Αξιολογούν, επίσης, εάν υπάρχουν χρέη προς το Δημόσιο, γιατί αυτά ικανοποιούνται προνομιακά, ή εγγυητές», καταλήγει.
Βραχυχρόνιες ρυθμίσεις (διάρκειας μικρότερης των 2 ετών)
› Τακτοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών (συμφωνία αποπληρωμής τους με βάση προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα).
› Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών και αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.
› Μειωμένη δόση μεγαλύτερη των οφειλόμενων τόκων.
› Μειωμένη δόση μικρότερη των οφειλόμενων τόκων.
› Καταβολή μόνο τόκων.
› Περίοδος χάριτος: Αναστολή πληρωμών για προκαθορισμένη περίοδο. Οι τόκοι κεφαλαιοποιούνται ή διευθετούνται.
Μακροχρόνιες ρυθμίσεις (διάρκειας μεγαλύτερης των 2 ετών)
› Μείωση επιτοκίου.
› Επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, μετάθεση δηλαδή της συμβατικής ημερομηνίας καταβολής της τελευταίας δόσης του δανείου.
› Διαχωρισμός Οφειλής («Split Balance») σε δύο τμήματα, ένα, το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει, με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του, και ένα δεύτερο, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξαρχής από τα δύο μέρη.
› Διαχωρισμός Οφειλής («Split and Freeze»), επίσης, σε δύο τμήματα, μόνο που το δεύτερο ναι μεν θα επανεξετάζεται στο μέλλον, χωρίς να τοκοφορείται, θα τίθεται, ωστόσο, σε σταδιακό κούρεμα, σε αντιστοιχία με τη συνέπεια καταβολών του δανειολήπτη.
› Μερική διαγραφή οφειλής, ώστε η εναπομείνασα οφειλή να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
Λύσεις οριστικής διευθέτησης
› Εθελοντική παράδοση ενυπόθηκου ακινήτου: O δανειολήπτης, ο οποίος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους όρους αποπληρωμής ενυπόθηκου δανείου, παραχωρεί οικειοθελώς (δηλαδή χωρίς να απαιτηθεί η προσφυγή σε δικαστικές ενέργειες από πλευράς του ιδρύματος) την κυριότητα του υπέγγυου ακινήτου στο ίδρυμα. Στη σχετική συμφωνία διατυπώνεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
› Μετατροπή σε ενοικίαση/χρηματοδοτική μίσθωση: O δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στο ίδρυμα, υπογράφοντας σύμβαση ενοικίασης/χρηματοδοτικής μίσθωσης, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης του ακινήτου για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο.
› Εθελοντική εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου: O δανειολήπτης προβαίνει οικειοθελώς σε πώληση του υπέγγυου ακινήτου σε τρίτο με τη σύμφωνη γνώμη του ιδρύματος. Στην περίπτωση που το τίμημα της πώλησης υπολείπεται του συνόλου της οφειλής, το ίδρυμα προβαίνει σε διαγραφή της εναπομεινάσης οφειλής.
Στο… μάτι των τραπεζών τα δάνεια που βρίσκονται στο κατώφλι του νόμου Κατσέλη
Την ίδια… θέρμη για τακτοποίηση του προβληματικού τους χαρτοφυλακίου επιδεικνύουν, από την πλευρά τους, και οι τράπεζες. Μέσα στο 2018, άλλωστε, έχουν δεσμευτεί να μειώσουν κατά 14,4 δισ. ευρώ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (από 95,9 δισ. ευρώ στα τέλη Δεκεμβρίου 2017 σε 81,5 δισ. ευρώ τον τελευταίο μήνα του τρέχοντος έτους), ενώ ο στόχος για το 2019 έχει τεθεί στα 16,9 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, τα αρμόδια στελέχη έχουν ήδη στρέψει την προσοχή τους στα δάνεια που έχουν αιτηθεί ένταξης στο νόμο Κατσέλη. Με βάση πρόσφατα στοιχεία, που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου της Information Management Network (IMN), με θέμα τα ελληνικά και κυπριακά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, υπό νομική προστασία βρίσκονται σήμερα δάνεια, ύψους 18 δισ. ευρώ, με περίπου 220.000 «κόκκινους» οφειλέτες να έχουν αιτηθεί ένταξης.
«Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν συμφωνήσει να συνεργαστούν γύρω από το επίμαχο χαρτοφυλάκιο. Η συνεργασία έγκειται στην άμεση ανταπόκριση. Για έναν δανειολήπτη, που έχει οφειλές σε περισσότερα από ένα ιδρύματα, δεν είναι δυνατόν το ένα να προτείνει ρύθμιση μέσα σε μία εβδομάδα και το άλλο έπειτα από επτά μήνες. Η συμφωνία, λοιπόν, είναι η πρόταση να δίνεται συνολικά στο μικρότερο χρονικό διάστημα», εξηγεί στέλεχος με κύριο αντικείμενο τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.
Και προσθέτει: «Έχοντας γνώση του δικογράφου στο οποίο αναγράφονται όλες οι οφειλές του δανειολήπτη, η εκάστοτε τράπεζα μπορεί να προχωρήσει σε ρύθμιση, συμβουλεύοντας τον πελάτη της να πράξει το ίδιο και με τις υπόλοιπες, στις οποίες έχει ανοίγματα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι προτάσεις των τραπεζών θα στηριχτούν στις προηγούμενες αποφάσεις των δικαστηρίων. «Αυτό που κερδίζει ο δανειολήπτης με στεγαστικό προσφεύγοντας στο νόμο Κατσέλη είναι μια τρομακτική παράταση χρόνου, μιας και η εκδίκαση οριζόταν για μετά από 8, 10 ή και 12 χρόνια και όχι μεγάλο κούρεμα, αφού εν τέλει οριζόταν να αποπληρώσει το 80% με 85% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου», τονίζει και καταλήγει: «Σκοπός μας, λοιπόν, είναι να προσεγγίσουμε τους επίμαχους δανειολήπτες, προσφέροντας ρεαλιστικές ρυθμίσεις στο στεγαστικό, αλλά σαφώς ευνοϊκότερες στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο».
Εξωδικαστική επίλυση για… μη συνεργάσιμους
«Παράθυρο ευκαιρίας» σε περισσότερους από 300.000 δανειολήπτες, οι οποίοι φέρουν την… ταμπέλα των μη συνεργάσιμων, να ρυθμίσουν τις οφειλές τους σε καταναλωτικό και στεγαστικό χαρτοφυλάκιο ανοίγουν οι τράπεζες, αξιοποιώντας τη δυνατότητα της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών.
«Μετά από σχεδόν μία οκταετία, στη διάρκεια της οποίας ο θεσμός της τραπεζικής διαμεσολάβησης παρέμενε ανενεργός, τα ιδρύματα μπορούν πλέον να… ανεβάσουν ταχύτητα στη συγκεκριμένη εναλλακτική οδό αναδιάρθρωσης οφειλών, που επιτρέπει ακόμη και σε εξαφανισμένους δανειολήπτες να ρυθμίσουν τα χρέη τους από κάρτες ή ακόμη και να γλιτώσουν το σπίτι τους από τον πλειστηριασμό», εξηγούν αρμόδια στελέχη.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας ως μη συνεργάσιμος χαρακτηρίζεται ο δανειολήπτης ο οποίος εμφανίζει καθυστέρηση για πάνω από ένα χρόνο, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος με τις εξής νομικές και οικονομικές επιπτώσεις:
- Έναρξη νομικών/δικαστικών ενεργειών για την είσπραξη της οφειλής.
- Ρευστοποίηση τυχόν εξασφαλίσεων, που έχουν παρασχεθεί από το δανειολήπτη ή λοιπούς ενεχομένους στην σύμβαση. Το σύνολο των ενεχομένων θα εξακολουθεί να είναι υπόχρεο για τυχόν εναπομείναν υπόλοιπο.
- Ενδεχόμενος αποκλεισμός από ειδικές ευεργετικές διατάξεις της νομοθεσίας. Ειδικότερα, μετά την αναθεώρηση του νόμου Κατσέλη, ακόμη και αυτοί που έχουν αιτηθεί ένταξης στην προστατευτική του «ομπρέλα», κινδυνεύουν να χάσουν το δικαίωμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας εάν χαρακτηριστούν από την τράπεζα ως μη συνεργάσιμοι.
Τα «συν»
Ως μία λύση «win – win», μέσω της οποίας δηλαδή μπορούν να επωφεληθούν τόσο οι δανειολήπτες όσο και οι τράπεζες, χαρακτηρίζουν τα παραπάνω στελέχη τη διαμεσολάβηση.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα ίδια, ο θεσμός προσφέρει στον οφειλέτη μία λύση σαφώς πιο οικονομική, σε σύγκριση με την προσφυγή σε δικαστικά μέσα, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αναστέλλονται τυχόν ενέργειες που μπορεί να έχουν δρομολογηθεί εναντίον του. Σε περίπτωση, δε, που δεν προκύψει τελικά συμφωνία, δεν υπάρχουν πρόσθετες επιβαρύνσεις του προς την τράπεζα, εκτός από εκείνες που είχε, ούτως ή άλλως, πριν από την εκκίνηση της συγκεκριμένης διαδικασίας.
Όσον αφορά στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η διαμεσολάβηση υπόσχεται το άμεσο κλείσιμο υποθέσεων οι οποίες ήταν προβληματικές στο σύνολό τους, βελτιώνοντας, ταυτόχρονα, τους δείκτες των NPEs. Σε περίπτωση, δε, που ο δανειολήπτης αθετήσει τη συμφωνία, η τράπεζα δύναται να προχωρήσει απευθείας σε δικαστικές ενέργειες, με αποτέλεσμα: α) το δάνειο να μην εμπίπτει/επιστρέφει στην κατηγορία των NPEs και β) να αποφεύγονται οι συνήθεις χρονοβόρες νομικές διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης.
Τα 5 βήματα
Πρόθυμοι να επιλύσουν εξωδικαστικά τις διαφορές τους με τις τράπεζες εμφανίζονται πολλοί δανειολήπτες, με τα σχετικά αιτήματα να στοιβάζονται στα γραφεία των αρμόδιων τμημάτων των ιδρυμάτων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μόνο η Eurobank έχει ήδη ολοκληρώσει τις πρώτες 10 συμφωνίες, στο πλαίσιο του θεσμού της τραπεζικής διαμεσολάβησης, ρυθμίζοντας δάνεια, ύψους από 13.000 ευρώ έως και 300.000 ευρώ, συνολικής αξίας ενός εκατ. ευρώ, ενώ αρκετές υποθέσεις είναι υπό επεξεργασία και στους άλλους συστημικούς ομίλους.
Τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν προκειμένου να ενεργοποιηθεί η επίμαχη διαδικασία είναι τα εξής:
- Κατατίθεται το αίτημα, με πρωτοβουλία είτε του δανειολήπτη είτε της ίδιας της τράπεζας. Για να «περάσει», ωστόσο, θα πρέπει αμφότεροι να υπογράψουν συμφωνητικό υπαγωγής.
- Επιλέγεται -από κοινού- ανεξάρτητος πιστοποιημένος διαμεσολαβητής (υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα περίπου 1.800). Το έργο του είναι να διατυπώνει προτάσεις, ώστε να διευκολυνθεί η επίλυση της διαφοράς και όχι να αποφασίζει ή να κρίνει, ενώ υπόκειται και σε αυστηρές κυρώσεις για τυχόν μη τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών.
- Εκκινούν οι συζητήσεις, οι οποίες γίνονται σε ουδέτερο χώρο -στο γραφείο του διαμεσολαβητή- με υποχρεωτική παρουσία δικηγόρων.
- Ο διαμεσολαβητής αμείβεται για την υπηρεσία, που παρέχει (100 ευρώ/ώρα) και το κόστος επιμερίζεται και στις δύο πλευρές (50% στην τράπεζα και 50% στο δανειολήπτη). Η συνήθης διάρκεια είναι από τρεις έως πέντε ώρες, το κόστος δηλαδή κυμαίνεται από 300 έως 500 ευρώ.
- Στην περίπτωση που οι συζητήσεις ευοδωθούν, οι δύο πλευρές υπογράφουν Πρακτικό Επιτυχίας. Πρόκειται για έναν εκτελεστό τίτλο, ο οποίος κατατίθεται από την τράπεζα στο Πρωτοδικείο.