Λίγες μέρες πριν από τα 59α του γενέθλια (στις 11 Δεκεμβρίου), ο Μπασάρ αλ Άσαντ αγνοείται. Μετά από σχεδόν 25 χρόνια στην εξουσία -και 54 για την οικογένεια Άσαντ- ο μέχρι πρότινος πρόεδρος της Συρίας, δεν βρίσκεται στο προεδρικό μέγαρο, στη Δαμασκό, που έχει καταληφθεί από τους αντάρτες. “Η τυραννία του τελείωσε”, λένε πανηγυρίζοντας οι αντάρτες, οι οποίοι ανακοινώνουν πως έχει διαφύγει. Όμως, πού βρίσκεται ο Άσαντ;
Σύμφωνα με πληροφορίες που διακινούνται από συριακές πηγές, ο Άσαντ φέρεται να επιβιβάστηκε σε ένα Ilyushin-76 της Πολεμικής Αεροπορίας της Συρίας, το οποίο αναχώρησε εσπευσμένα από το Διεθνές Αεροδρόμιο της Δαμασκού, γύρισε προς τη Χομς, έχασε απότομα ύψος και εξαφανίστηκε από τα ραντάρ.
Επέβαινε σε αυτή την πτήση ο Άσαντ και, αν ναι, κατέπεσε το αεροσκάφος κάπου, καταρρίφθηκε, ή έκλεισε τους μεταδότες του; Είναι νεκρός, ή μήπως θα επανεμφανιστεί σχηματίζοντας μια εξόριστη κυβέρνηση;
Το FlightRadar24 επιβεβαίωσε ότι έγινε αυτή η πτήση, επισημαίνοντας ότι κάποια δεδομένα του μεταδότη του παλιού σε ηλικία αεροσκάφους μπορεί να μην είναι ακριβή, ή να λείπουν, αλλά “παρόλα αυτά, πιστεύουμε ότι τα δεδομένα γενικά δίνουν μια καλή ένδειξη του τι συνέβη με το αεροσκάφος. Δεν γνωρίζουμε κάποια αεροδρόμια στην περιοχή όπου χάθηκε το σήμα”.
Σύμφωνα με ορισμένα ΜΜΕ, βάσει των δεδομένων από ραντάρ πτήσεων το αεροπλάνο φαίνεται πως είτε συνετρίβη, είτε πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση.
Όποια και αν ήταν η τύχη του Άσαντ (η σύζυγός του, Άσμα, με τα τρία τους παιδιά φέρεται να έφτασε στη Ρωσία χθες), μετά από μισό αιώνα διακυβέρνησης της Συρίας από την οικογένεια Άσαντ (οι τελευταίες εκλογές έγιναν το 2014, με το κόμμα Μπαάθ του Άσαντ να κερδίζει με 88,7%) και μετά από αιματηρές μάχες, ο πρόεδρος της χώρας που έμεινε “ζωντανός” μέσα από έναν άγριο πόλεμο, εγκαταλείφθηκε από όλους τους συμμάχους του. Οι αντάρτες πήραν τη Δαμασκό χωρίς ουσιαστική αντίσταση, αφού οι ρωσικές και ιρανικές δυνάμεις είχαν αποχωρήσει την προηγούμενη μέρα και ο Συριακός Αραβικός Στρατός (SAA) απέφυγε να συγκρουστεί μαζί τους.
Τη σφραγίδα στην πτώση του έβαλαν χθες οι κυριότεροι σύμμαχοί του, η Ρωσία και το Ιράν, μαζί με την Τουρκία. Στη Ντόχα του Κατάρ, οι επικεφαλής των διπλωματικών μηχανών των τριών χωρών, οι Σεργκέι Λαβρόφ, Αμπάς Αραγκσί και Χακάν Φιντάν, συναντήθηκαν με αντικείμενο τη Συρία. Εκεί, προφανώς, αποφάσισαν να προκρίνουν (ελλείψει δυνατότητας στήριξης από τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς, το Ιράν και τη Ρωσία) την αποχώρηση του Άσαντ από την προεδρία, με τον σχηματισμό μιας “οικουμενικής” κυβέρνησης, με τη συμμετοχή μελών του κόμματος Μπαάθ, των ανταρτών και των Κούρδων.
Ο Μπασάρ αλ Άσαντ “δεν επωφελήθηκε από την ευκαιρία” να κάνει διάλογο με το λαό του και να βοηθήσει στην επιστροφή των προσφύγων στη διάρκεια μιας περιόδου ηρεμίας στη χώρα του, είπε ο πρωθυπουργός του Κατάρ, Μοχάμεντ μπεν Αμπντελραχμάν Αλ-Θάνι. Εντάξει, το Κατάρ, όπως και η Τουρκία -στην οποία αποδίδεται η ξαφνική επέλαση των ανταρτών- δεν ήταν φιλικές με το καθεστώς του χώρες, όμως ήταν ηλίου φαεινότερο ότι ο Άσαντ έχει ξεμείνει από πρόθυμους να “βάλουν το χέρι στη φωτιά” συμμάχους. Και αυτό, δεν ήταν εμφανές μόνο από την άρνηση όλων των γύρω -και μη- χωρών να παράσχουν στον Άσαντ στήριξη σε επίπεδο στρατιωτικό και πληροφοριών.
Η Ρωσία, συνέχισε να παρέχει -για λίγο- βοήθεια στον συριακό στρατό, καθώς μαχητικά της Μόσχας διεξήγαγαν τουλάχιστον μια αεροπορική επίθεση εναντίον τζιχαντιστών, σε συνεργασία με τη συριακή πολεμική αεροπορία τις προηγούμενες εβδομάδες. Όμως ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν φερόταν να έχει χάσει την υπομονή του με τον Άσαντ, κυρίως λόγω της άρνησης του τελευταίου να προσέλθει σε διάλογο με τον Ταγίπ Ερντογάν (μέχρι να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα από το συριακό έδαφος). Ούτως ή άλλως, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα ή τη θέληση να αναλώσει πολύτιμους πόρους αλλού.
Το Ιράν, παρείχε επίσης άμεσα στήριξη στη Συρία, οργανώνοντας και στέλνοντας βαριά οπλισμένους Ιρακινούς και μισθοφόρους από αφρικανικές χώρες, καθώς και Ιρανούς στρατηγούς για να οργανώσουν την άμυνα της Δαμασκού. Ωστόσο, το ιρανικό καθεστώς φαίνεται δυσαρεστημένο από το γεγονός ότι η (υποστηριζόμενη από αυτό) Χεζμπολάχ, η οποία αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος στον πόλεμο κατά του ISIS (και ως εκ τούτου αποτέλεσε το “κλειδί” της νίκης του Άσαντ στον εμφύλιο) δεν δέχθηκε απολύτως καμία βοήθεια από το καθεστώς Άσαντ στον πόλεμο με το Ισραήλ. Επιπλέον, η αποδυνάμωση των “δορυφόρων” του, Χεζμπολάχ και Χαμάς από το Ισραήλ, του στερεί τη δυναμική δυναμικής επέμβασης, όπως στο παρελθόν.
Και καθώς ΗΠΑ και Ισραήλ παρακολουθούν αμέτοχοι, γίνονται πραγματικότητα οι προσδοκίες της Τουρκίας (η οποία δεν επιθυμεί ωστόσο μια ενδυνάμωση των Κούρδων, αλλά και μια αναγέννηση του ISIS) για ένα νέο καθεστώς στη Δαμασκό, που δεν θα συμπεριλαμβάνει τον ίδιο τον Άσαντ και θα είναι απολύτως φιλικό -και ελεγχόμενο, φυσικά- από την Άγκυρα, εξυπηρετώντας τις επιδιώξεις της στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο.
Ο οφθαλμίατρος που θα ήταν… αδερφός του προέδρου
Ο γεννημένος το 1965 Μπασάρ αλ Άσαντ διαδέχθηκε στην εξουσία τον πατέρα του, στρατηγό και μέλος του κόμματος Μπαάθ Χαφέζ αλ Άσαντ που ανήλθε στην εξουσία από το πραξικόπημα του 1971. Δεν ήταν καινούριος στα πράγματα, καθώς η οικογένεια Άσαντ ανήκε στη μειονότητα των Αλαουιτών της Συρίας, μια σιιτική αίρεση που παραδοσιακά αποτελεί περίπου το 10% του συριακού πληθυσμού και έχει διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στη συριακή πολιτική από τη δεκαετία του 1960.
Ο Μπασάρ αλ Άσαντ έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη σκιά του πατέρα, αλλά και του μεγαλύτερου αδερφού του, Μπαζίλ, ο οποίος προοριζόταν ως ο διάδοχος του Χαφέζ αλ Άσαντ στην εξουσία της Συρίας. Έτσι, ο Μπασάρ δεν ήταν στο επίκεντρο της δημοσιότητας, γεγονός που του επέτρεψε να σπουδάσει στη Δαμασκό, από το πανεπιστήμιο της οποίας αποφοίτησε ως οφθαλμίατρος το 1988, πριν κάνει τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιωτικός ιατρός (και πάλι στη Δαμασκό, στο στρατιωτικό νοσοκομείο). Το 1992, λοιπόν, δεν τον εμπόδιζε τίποτα να μετακομίσει στο Λονδίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί, θα γνώριζε και τη μετέπειτα σύζυγό του, Άσμα.
Η μοίρα δεν ήθελε ο Μπασάρ αλ Άσαντ να συνεχίσει τη ζωή του στο Λονδίνο, όπως σχεδίαζε. Ο μεγαλύτερός του αδερφός, σκοτώθηκε το 1994 σε τροχαίο. Μικρή παρένθεση εδώ: Ο Μπασίλ αλ Άσαντ, αλεξιπτωτιστής, στρατηγός, πολιτικός μηχανικός και ιππέας, αποκαλούταν από τα νεανικά του χρόνια στη Συρία ο “Χρυσός Ιππότης”. Μετά από την προδοσία από τον αδερφό του (ο οποίος προσπάθησε να τον ανατρέψει), ο Χαφέζ αλ Άσαντ έκανε σαφές ότι στα μέσα των 90s, ο Μπασίλ θα έπαιρνε την εξουσία. Μετά τη νίκη του στις εκλογές του ‘91, ο πρόεδρος Χαφέζ αποκαλούταν “Abu Basil”, δηλαδή “ο πατέρας του Μπασίλ”- του επόμενου προέδρου. Ο Χαφέζ, είχε φροντίσει να τον συστήσει στη διεθνή κοινότητα και ιδίως στους Άραβες ηγέτες, με τον Μπασίλ να κάνει φίλους -όπως τον βασιλιά της Ιορδανίας στον οποίο επίσης άρεσε η ιππασία.
Η αγάπη του Μπασίλ στα γρήγορα αυτοκίνητα και την αδρεναλίνη, ωστόσο, στάθηκε μοιραία. Τα ξημερώματα της 21ης Ιανουαρίου 1994, ο 31χρονος Μπασίλ, με τον φίλο του Χαφέζ Μαχλούφ του, κατευθύνονταν προς το Διεθνές Αεροδρόμιο της Δαμασκού, όπου θα έφευγαν με ιδιωτική πτήση για διακοπές στις χιονισμένες Άλπεις. Ο Μπασίλ έβαλε τον οδηγό του να κάτσει στο πίσω κάθισμα, για να οδηγήσει ο ίδιος. Με την πολυτελή του Mercedes, μέσα στην πυκνή ομίχλη εκείνου του πρωινού, χτύπησε στις μπαριέρες με ταχύτητα που ξεπερνούσε τα 240 χ.α.ω. Καθώς δεν φορούσε ζώνη, ήταν ο μόνος που σκοτώθηκε επί τόπου.
Με τα νέα του θανάτου και ελλείψει διαδοχής, ο Μπασάρ κλήθηκε εσπευσμένα στη Δαμασκό. Το βάρος της διαδοχής έπεσε επάνω του και το Μπαάθ άρχισε να τον ετοιμάζει βιαστικά, τοποθετώντας τον στις θέσεις που κατείχε ο αδικοχαμένος αδερφός του. Για να ενισχύσει το κύρος του στις ισχυρές στρατιωτικές και μυστικές υπηρεσίες της χώρας, εκπαιδεύτηκε σε στρατιωτική ακαδημία και τελικά απέκτησε το βαθμό του συνταγματάρχη στην επίλεκτη Ρεπουμπλικανική Φρουρά.
Η άνοδος στην εξουσία
Η ώρα για την άνοδο στην εξουσία ήρθε πρόωρα. Στις 10 Ιουνίου 2000, όταν και ο Χαφέζ αλ Άσαντ πέθανε. Δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγες ώρες από τον θάνατο του Άσαντ και το εθνικό νομοθετικό σώμα ενέκρινε μια φωτογραφική τροποποίηση στο σύνταγμα της χώρας. Αυτό ήταν απαραίτητο ώστε να μπορεί να γίνει άμεσα ο Μπασάρ αλ Άσαντ πρόεδρος, καθώς το κατώτατο όριο ηλικίας για τον πρόεδρο ήταν 40 έτη και ο Μπασάρ ήταν μόλις 34.
Αφού και το ηλικιακό λύθηκε, στις 18 Ιουνίου ο Άσαντ διορίστηκε γενικός γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος Μπαάθ και, δύο ημέρες αργότερα το συνέδριο του κόμματος τον πρότεινε ως υποψήφιο για την προεδρία. Το εθνικό νομοθετικό σώμα ενέκρινε την υποψηφιότητα και, στις εκλογές της 10ης Ιουλίου, ο Άσαντ κέρδισε τον… εαυτό του (δεν κατήλθε άλλος αντίπαλος) και εξελέγη πρόεδρος για επταετή θητεία.
Αυτή η μεταβίβαση της εξουσίας από τον πατέρα στο γιο δεν άρεσε ιδιαίτερα σε πολλούς από τους Σύριους. Όμως από την άλλη, ένας τόσο νέος άνθρωπος, μορφωμένος, δυτικοτραφής και με δυτικές ιδέες, ήταν “γοητευτικός” σε μεγάλο μέρος του λαού αλλά και του εξωτερικού. Πολλοί ήλπιζαν ότι στα χέρια του, το αυταρχικό κράτος που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του, στο οποίο οι υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας “βασίλευαν” θα άλλαζε, ενώ και η στάσιμη οικονομία, η οποία εξαρτώταν από τα αποθέματα πετρελαίου θα άλλαζε “ρότα”.
Ο ίδιος ο Άσαντ, από το πρώτο του διάγγελμα προς τον συριακό λαό, φρόντισε να “φουντώσει” αυτές τις ελπίδες. Δεσμεύτηκε ότι η οικονομία της χώρας θα φιλελευθεροποιηθεί, υποσχέθηκε πολιτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά απέρριψε τη δημοκρατία δυτικού τύπου ως κατάλληλο μοντέλο για τη συριακή πολιτική.
Και τότε, ήρθε αυτό που πολλοί χαρακτήριζαν “Άνοιξη της Δαμασκού”. Ο Άσαντ κινήθηκε προς ένα πιο κοσμικό κράτος, χαλαρώνοντας τη λογοκρισία στα ΜΜΕ και απελευθέρωσε εκατοντάδες πολιτικούς κρατουμένους. Όμως, όπως φαινόταν, πάντα είχε τον φόβο ότι θα ανατραπεί και πάντα διατηρούσε μια σκληρή γραμμή απέναντι στο Ισραήλ -από το οποίο απαιτούσε επιστροφή των υψιπέδων του Γκολάν- και μια επιφυλακτικότητα -αν όχι απέχθεια- προς τις δυτικές κυβερνήσεις.
Κάπως έτσι, στο εσωτερικό, μέχρι το 2005 ο Άσαντ είχε συνταξιοδοτήσει αναγκαστικά μια σειρά από μέλη του υπουργικού συμβουλίου, θέτοντας στο περιθώριο τα μέλη της «παλιάς φρουράς» – ισχυρούς κυβερνητικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους που παρέμειναν από την κυβέρνηση του πατέρα του και βάζοντας στη θέση τους νεότερους αξιωματούχους, συχνά φίλους και συγγενείς του.
Αυτή η πολιτική του, σε συνάρτηση με τη μη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, που κράτησε σε μια στασιμότητα τη μικρομεσαία και μεσαία τάξη της Συρίας, προκάλεσε “γκρίνιες”. Ο Άσαντ, ο οποίος είχε δημιουργήσει αυτή την πολιτική “άνοιξη”, επιτρέποντας την ελευθερία της έκφρασης και αφήνοντας τα πρώτα πολιτικά φόρα μετά από δεκαετίες να ζητούν οικονομικές και πολιτικές αλλαγές, άλλαξε ρότα.
Επέστρεψε στη σκληρή στάση που είχε ο πατέρας του, τόσο στο εσωτερικό, όσο και κυρίως στο εξωτερικό. Παρείχε υποστήριξη σε παλαιστινιακές και λιβανέζικες ένοπλες οργανώσεις και, η επιδείνωση των σχέσεών του με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν κάτι που ανέμενε μια αφορμή. Η αφορμή ήρθε το 2003, μετά από την καταγγελία από τον Άσαντ της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ.
Πολύ σκληρός για να πεθάνει: Ο εμφύλιος
Ο Άσαντ θα παρέμενε φαινομενικά αδιατάρακτος στην εξουσία μέχρι τον Μάρτιο του 2011, όταν, στο πλαίσιο των εξεγέρσεων
που έφερνε η “Αραβική Άνοιξη” σε κράτη της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής, είδε τις πρώτες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Ένας ανήλικος μαθητής που συνελήφθη για ένα σύνθημα κατά του Άσαντ που έγραφε σε έναν τοίχο, ήταν η “σπίθα” από την οποία ξέσπασαν αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Συρία.
Αρχικά, οι διαδηλώσεις κατεστάλησαν με τη χρήση βίας από την κυβέρνηση Άσαντ, όμως μετά ο Σύριος πρόεδρος “απάντησε” με ανασχηματισμό και μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, όπως η κατάργηση του Ανώτατου Δικαστηρίου Κρατικής Ασφάλειας, που χρησιμοποιούνταν για την καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων συνέπεσε με μια σημαντική κλιμάκωση της βίας κατά των διαδηλωτών, προκαλώντας διεθνή καταδίκη του Άσαντ και της κυβέρνησής του.
Οι ταραχές εξαπλώνονταν γρήγορα και ο Άσαντ αποφάσισε να αναπτύξει τανκς και στρατεύματα σε αρκετές πόλεις που συνεχίζονταν οι διαδηλώσεις. Εν μέσω αναφορών για σφαγές και αδιάκριτη βία από τις δυνάμεις ασφαλείας, ο Άσαντ υποστήριξε ότι η χώρα του ήταν το θύμα μιας διεθνούς συνωμοσίας για την υποκίνηση θρησκευτικού πολέμου στη Συρία και ότι η κυβέρνηση συμμετείχε στην καταπολέμηση δικτύων ένοπλων ανταρτών και όχι ειρηνικών διαδηλωτών πολιτών.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι εκείνο το διάστημα στη Συρία άρχισαν να διακινούνται “πληροφορίες” ότι ο Άσαντ είναι κρυπτοχριστιανός και ότι στο Λονδίνο είχε βαπτιστεί ορθόδοξος- κάτι στο οποίο απέδιδαν την θρησκευτική ανοχή που υπήρχε στη χώρα, καθώς και ότι οι ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης χρηματοδοτούνταν ή εξοπλίζονταν από χώρες όπως η Τουρκία και το Κατάρ.
Κάπως έτσι, οι ένοπλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης που είχαν εμφανιστεί, πήραν γρήγορα δύναμη και άρχισαν να οργανώνουν όλο και πιο αποτελεσματικές επιθέσεις κατά των συριακών δυνάμεων. Μετά και την αποτυχία διαμεσολάβησης από τον Αραβικό Σύνδεσμο και τα Ηνωμένα Έθνη, μέχρι τα μέσα του 2012, η κρίση είχε εξελιχθεί σε έναν ολοκληρωμένο εμφύλιο πόλεμο.
Έναν χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 2013, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης κατηγόρησαν τον Άσαντ για πολύνεκρη επίθεση με χημικά όπλα στα ελεγχόμενα από την αντιπολίτευση προάστια της Δαμασκού (κάτι που ο Άσαντ αρνήθηκε, αποδίδοντάς το στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης), και ζήτησαν διεθνή στρατιωτική παρέμβαση εναντίον του. Αμερικανοί, Βρετανοί και Γάλλοι ηγέτες ισχυρίστηκαν ότι διέθεταν πληροφορίες που αποδείκνυαν ότι το καθεστώς του Άσαντ είχε διατάξει τις επιθέσεις και έκαναν γνωστό ότι εξέταζαν το ενδεχόμενο αντίποινων χτυπημάτων. Η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν τάχθηκαν κατά της στρατιωτικής δράσης με τον Άσαντ να ορκίζεται ότι θα πολεμήσει μέχρι τέλους, ώσπου Ρωσία, η Συρία και ΗΠΑ συμφώνησαν να θέσουν όλα τα χημικά όπλα της Συρίας υπό διεθνή έλεγχο.
Οι καταγγελίες για χρήση όπλων αντίθετα με τις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί, όπως βαρέλια γεμάτα με εκρηκτικά που ρίχνονταν από ελικόπτερα σε κατοικημένες περιοχές συνεχίστηκαν εναντίον του Άσαντ, μέχρι την άνοδο του ISIL από το Ιράκ και την “καταιγίδα” τρομοκρατικών χτυπημάτων στη Δύση, που επικέντρωσε τους δυτικούς στην καταπολέμηση της τζιχαντιστικής απειλής. Με τη βοήθεια ρωσικών δυνάμεων -και κυρίως της μισθοφορικής Wagner- καθώς και της Χεζμπολάχ (η οποία είχε εξελιχθεί στον κυριότερο αντίπαλο του ISIS), ο συριακός στρατός μέχρι το 2017 είχε ανακαταλάβει τους σημαντικότερους θύλακες της χώρας.
Πολύ γρήγορα, ο Άσαντ επικεντρώθηκε στο να ξαναχτίσει τη διαλυμένη από τον εμφύλιο Συρία, με projects για την ανέγερση πολυκατοικιών, την κατασκευή έργων υποδομής και εμπορικών κέντρων, αλλά και τον νόμο 10, ο οποίος επέτρεπε στη συριακή κυβέρνηση να κατάσχει την ακίνητη περιουσία των προσφύγων που δεν θα επέστρεφαν. Όλα έδειχναν ότι ο εφιάλτης για τον Άσαντ είχε τελειώσει. Η επίθεση- αστραπή των τελευταίων εβδομάδων, ωστόσο, απέδειξε ότι ο Άσαντ δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο ήταν δέκα χρόνια πριν…
protothema.gr