Μπορεί να πανηγυρίσαμε το ότι η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force – FATF), η αρμόδια διεθνής αρχή για τους κανόνες της αντιμετώπισης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, κατέταξε την Ελλάδα στην πρώτη κατηγορία όσον αφορά στην καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ωστόσο η χώρα μας θα πρέπει να προχωρήσει σε μεγάλες θεσμικές τομές για να διατηρηθεί σε αυτή τη θέση.

Η FATF μαζί με τα εύσημα απηύθυνε και συγκεκριμένες συστάσεις στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αυτές έχουν να κάνουν με την αλλαγή της νομοθεσίας και της δικονομίας, ώστε να μην συνδέεται το έγκλημα του ξεπλύματος χρήματος με βασικά εγκλήματα (όπως π.χ. η απάτη ή η απιστία) και να τιμωρείται αυτοτελώς.

Ακόμη, η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης ζητά βελτιώσεις στο νομοθετικό πλαίσιο, ώστε τα περιουσιακά στοιχεία εκείνων που έχουν εμπλακεί σε ξέπλυμα χρήματος να κατάσχονται από το Δημόσιο και να μην αποδεσμεύονται.  Βασική δε διαπίστωση της FATF είναι πως η λειτουργία της ελληνικής δικαιοσύνης σε όλα τα επίπεδα δεν συμβάλει στην έγκαιρη τιμωρία των οικονομικών εγκληματιών.

Οι βασικές αδυναμίες που εντόπισε η FATF και για τις οποίες ζητεί παρεμβάσεις είναι οι εξής:

– Αν και οι ελληνικές Αρχές διερευνούν εγκαίρως και ενεργά υποθέσεις για ξέπλυμα χρήματος και συναφή αδικήματα, ωστόσο όταν αυτές οι υποθέσεις υποβάλλονται σε εισαγγελείς και φθάνουν στο ακροατήριο τότε «παραμένουν εκκρεμείς για αδικαιολόγητα μεγάλες χρονικές περιόδους».

– Αν και πρωτογενώς το ελληνικό δίκαιο δεν απαιτεί να καταδικαστεί κάποιος για ένα βασικό αδίκημα, ώστε να καταδικαστεί εν συνεχεία για ξεπλύματα χρήματος, ωστόσο η νομολογία του Αρείου Πάγου έχει κρίνει ότι απαιτείται το βασικό αδίκημα να αποδειχθεί πέραν κάθε εύλογης αμφιβολίας για να αποδειχθεί η παράνομη προέλευση των προϊόντων και να στοιχειοθετεί το ξέπλυμα χρήματος. «Στην πράξη αυτό περιορίζει την ικανότητα δίωξης και καταδίκης για διαφορετικούς τύπους ξεπλύματος χρήματος», αναφέρει η FATF.

– Αν και οι εισαγγελείς δείχνουν μεγάλη δέσμευση στη διερεύνηση και δίωξη των σοβαρών εγκλημάτων, ωστόσο το αδίκημα τους ξεπλύματος χρήματος θεωρείται συχνά παρεπόμενο από το βασικό αδίκημα (ancillary to the predicate offence).

– Η Ελλάδα δεν διαθέτει πόρους ή δεν διαχειρίζεται επαρκώς τα περιστατικά ώστε να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική δίωξη πολύπλοκων υποθέσεων ξεπλύματος χρήματος, που προκύπτουν ανεξάρτητα από το βασικό αδίκημα.

– Η Αστυνομία και οι Εισαγγελείς αντιμετωπίζουν πολλά εμπόδια στη διεξαγωγή οικονομικών ερευνών και ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος στερείται επαρκούς ανθρώπινου δυναμικού. Αυτοί οι παράγοντες περιορίζουν την ικανότητα των Αρχών να διεξάγουν αποτελεσματικά οικονομικές έρευνες για τη στήριξη των διώξεων του ξεπλύματος χρήματος.

– Αν και οι αρμόδιες Αρχές κάνουν χρήση των υφιστάμενων εργαλείων για την κατάσχεση και τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, ωστόσο οι καθυστερήσεις στη δίωξη, στην εκκίνηση των δικών και στις διαδικασίες προσφυγής αποτρέπουν σε πολλές περιπτώσεις τη ή δήμευση χρημάτων που αποτελούν προϊόν ξεπλύματος χρήματος.

– Δεν υπάρχουν σαφή δεδομένα ή στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν προϊόν ξεπλύματος χρήματος και οι καθυστερήσεις στο δικαστικό σύστημα συμβάλλουν στην έλλειψη αμετάκλητων αποφάσεων που είναι αναγκαίες για την οριστική κατάσχεση. Ως εκ τούτου, η ομάδα αξιολόγησης της FATF δεν μπόρεσε να καθορίσει πλήρως το βαθμό στον οποίο οι εγκληματίες στερούνται μονίμως τα προϊόντα του εγκλήματος.

insider