O Θ. Σκυλακάκης ανέλυσε το κυβερνητικό μοντέλο για παρέμβαση της Πολιτείας στην παραγωγή “και όχι μόνο αναδιανομή” πλούτου.
Οι κυβερνητικές προτεραιότητες στη φορολογική πολιτική, σε συνδυασμό με την προσέλκυση επενδύσεων, βρέθηκαν επί τάπητος σε διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε το «Κέντρο Φιλελευθέρων Μελετών -Μάρκος Δραγούμης», με αφορμή την ταυτόχρονη δημοσιοποίηση σε όλο τον κόσμο, του Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας 2020. Στην εκδήλωση συμμετείχε μεταξύ άλλων, ο αν. υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης, που έδωσε το στίγμα των επόμενων παρεμβάσεων εκ μέρους του υπουργείου, υπογραμμίζοντας τη σημαντική συνδρομή του Ταμείου Ανάκαμψης. Ξεκαθάρισε δε, ότι «μέχρι να δούμε την ‘πλάτη’ της πανδημίας, η συζήτηση για τα φορολογικά έχει θεωρητικό και όχι πρακτικό χαρακτήρα». Στην ίδια εκδήλωση μίλησαν επίσης ο Daniel Bunn, αντιπρόεδρος του Global Projects του Tax Foundation, ο οποίος και παρουσίασε τα κυριότερα συμπεράσματα του Δείκτη για την Ελλάδα και διεθνώς, ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ, Παναγιώτης Λιαργκόβας και ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ, Αλέξανδρος Σκούρας.
Ξεκινώντας από την παρέμβαση του αν. υπουργού, αφού αναφέρθηκε στα ήδη γνωστά μέτρα (προσωρινή κατάργηση φόρου έκτακτης εισφοράς, μείωση ασφαλιστικών εισφορών), επεσήμανε ότι «το 2021 θα έχουμε πολύ σοβαρή διεύρυνση της φορολογικής βάσης στην ιδιοκτησία, γεγονός που θα επιτρέψει να κατεβάσουμε τους συντελεστές αναλογικά». Υπογράμμισε δε, ότι χάρη στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης θα καταστεί πιο δύσκολη, με τεχνικά μέσα, η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή.
Ταυτοχρόνως, ο Θ. Σκυλακάκης ανέλυσε το κυβερνητικό μοντέλο για παρέμβαση της Πολιτείας στην παραγωγή “και όχι μόνο αναδιανομή” πλούτου, κάτι που θα επιτρέψει, όπως τόνισε, την αντιμετώπιση της φτώχειας και του φαινομένου του brain drain. «Ο μόνος τρόπος να παραγάγεις πλούτο, είναι να έχεις πολλούς ανθρώπους να εργάζονται πάνω σε ένα μοντέρνο και καινοτόμο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, στο πλαίσιο θεσμικού μοντέλου που καλύπτει την κοινωνική συνοχή, την ποιότητα της εργασίας και του περιβάλλοντος. Αυτό είναι το μοντέλο στο οποίο πρέπει να πάμε, και θα πάμε και με τη βοήθεια του Ταμείου Ανάκαμψης», υπογράμμισε ο αν. υπουργός Οικονομικών.
Απαντώντας εξάλλου σε ερώτηση της Μιράντας Ξαφά, ο ομιλητής παρατήρησε πως η κατάργηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης, μαζί και με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, αποτελεί ένα πολύ ισχυρό κίνητρο επανόδου Ελλήνων που εργάζονται τώρα στο εξωτερικό. Από μόνα τους τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν, αναγνώρισε, καθώς «αν δεν προχωρήσουμε και τις επενδύσεις, προκειμένου να δημιουργηθούν και οι δουλειές που θα τους προσελκύσουν, δεν κάνουμε κάτι – και σε αυτό θα βοηθήσει πολύ το Ταμείο Ανάκαμψης».
Εισάγοντας πάντως στην αναπτυξιακή εξίσωση και τον παράγοντα του covid-19, ο κ. Σκυλακάκης ξεκαθάρισε ότι «μέχρι να δούμε την ‘πλάτη’ της πανδημίας, η συζήτηση για τα φορολογικά έχει θεωρητικό και όχι πρακτικό χαρακτήρα (…) Είναι αδύνατον να κάνεις δημοσιονομική πολιτική σε συνθήκες αβεβαιότητας, γιατί η ίδια η αβεβαιότητα ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τα κίνητρα τα οποία προσπαθείς να εισάγεις. Όταν οι άνθρωποι όπως είναι σήμερα, έχουν ταυτόχρονα περιορισμό της ατομικής ελευθερίας (μάσκες), φόβο για την υγεία τους και οικονομική δυσπραγία, δεν είναι η καταλληλότερη εποχή για να εισάγεις καινούρια φορολογικά κίνητρα».
Συνεχίζοντας, ο Daniel Bunn, κατά την παρουσίαση των βασικών πορισμάτων του Δείκτη, επεσήμανε ότι «η κατάταξη της Ελλάδας στο Δείκτη θα μπορούσε να βελτιωθεί με την υιοθέτηση συγκεκριμένων φορολογικών μέτρων», μεταξύ των οποίων η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η μείωση του ΦΠΑ στο 23%.
Από την πλευρά του ο καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, ξεκίνησε με ένα εντυπωσιακό στοιχείο: Την περίοδο 2010-2016 ψηφίστηκαν 17 αμιγώς φορολογικοί νόμοι, δηλαδή σε μια χρονική διάρκεια έξι ετών ψηφίζονταν 2,4 νόμοι φορολογικού περιεχομένου ανά έτος. «Πόσο φιλικό στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα είναι ένα φορολογικό περιβάλλον, το οποίο αλλάζει τόσο συχνά;», διερωτήθηκε για να προσθέσει: «Το ελληνικό φορολογικό σύστημα προκαλεί στρεβλώσεις, πλήττει ευθέως την αποταμίευση, στέκεται εμπόδιο στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, και με την πολυπλοκότητα που το χαρακτηρίζει, κάθε άλλο παρά μειώνει το κόστος συμμόρφωσης των φορολογουμένων. Έχουμε ένα αναποτελεσματικό και προβληματικό φορολογικό σύστημα. Αυτό που χρειάζεται είναι, μια ριζική μεταρρύθμιση στη φορολογία, ιδίως στη φορολογία εισοδήματος, η οποία θα ενισχύει την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας». Κάλεσε δε, να δανειστούμε εμπειρίες από άλλες χώρες και να εξετάσουμε το ενδεχόμενο εφαρμογής ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή, πάνω από ένα αφορολόγητο όριο, με τον ίδιο συντελεστή στη φορολογία εισοδήματος σε φυσικά και νομικά πρόσωπα (flat -tax), ενδεχομένως στο ύψος του 15%, όπως πρότεινε χαρακτηριστικά.
Ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ, Αλέξανδρος Σκούρας παρατήρησε απ’ την πλευρά του, ότι «κατά το β’ εξάμηνο του 2019, με την αλλαγή κυβέρνησης, έγιναν κάποιες σημαντικές κινήσεις που βελτίωσαν το φορολογικό καθεστώς στη χώρα μας». Ζήτησε όμως «να κινηθούμε πιο γρήγορα, γιατί μετά από μια δεκαετία μνημονίων και αποεπένδυσης, η ανάγκη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και αναπτυξιακών πολιτικών είναι πολύ μεγαλύτερη. Αυτό πρέπει να είναι το μόνιμο κίνητρο στη φορολογική μεταρρύθμιση», επέμεινε. Εν κατακλείδι, «θα θέλαμε, ως ΚΕΦίΜ, λίγο πιο τολμηρές μεταρρυθμίσεις και χαμηλότερους συντελεστές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η φορολογική πολιτική δεν κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση» είπε ο κ. Σκούρας. Υπέδειξε, μάλιστα, τους φόρους κατανάλωσης, τους φόρους στην ιδιοκτησία και τη διεθνή φορολόγηση εισοδημάτων, ως τους τομείς στους οποίους «η χώρα μας υστερεί πολύ».
Τι προκύπτει από την έρευνα
Η χώρα μας βρίσκεται στην 29η θέση ανάμεσα στις 36 χώρες του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τον φετινό Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας του Tax Foundation, που αξιοποιεί στοιχεία του 2019 και παρουσιάστηκε στην Ελλάδα από το ΚΕΦίΜ.
Ο Δείκτης καταγράφει τις επιδόσεις κάθε χώρας μέλους του ΟΟΣΑ σε πέντε επιμέρους τομείς: τους εταιρικούς φόρους, τους φόρους φυσικών προσώπων, τους φόρους κατανάλωσης, τους φόρους ιδιοκτησίας, και τους φόρους κερδών που παράγονται στο εξωτερικό (κανόνες διεθνούς φορολόγησης).
Με βάση τους παραπάνω δείκτες, η Ελλάδα δεν σημειώνει μεταβολή ως προς τη γενική της κατάταξη σε σχέση με πέρσι, όμως βελτιώνεται η επίδοσή της κατά 2,5 μονάδες. Η χώρα μας καταγράφει την καλύτερή της επίδοση στο πεδίο της φορολόγησης φυσικών προσώπων (8η θέση), και τις χειρότερες επιδόσεις στα πεδία των φόρων κατανάλωσης (31η θέση) και ιδιοκτησίας (32η θέση). Στα πεδία της εταιρικής και της διεθνούς φορολόγησης, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 22η και 24η θέση αντίστοιχα.
Τα πλεονεκτήματα του φορολογικού συστήματος της Ελλάδας, όπως καταγράφονται στον Δείκτη, είναι τα εξής:
– Η πολυπλοκότητα του φόρου επί της εργασίας είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
– Οι κανονισμοί Ελεγχόμενων Αλλοδαπών Εταιρειών στην Ελλάδα είναι μετριοπαθείς και εφαρμόζονται μόνο στο παθητικό εισόδημα.
– Ο καθαρός φορολογικός συντελεστής φυσικών προσώπων επί μερισμάτων, στο 5%, είναι κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (23,9%).
Στον αντίποδα, οι βασικές αδυναμίες του φορολογικού συστήματος της Ελλάδας, όπως καταγράφονται στον Δείκτη, είναι οι εξείς:
– Η Ελλάδα έχει εταιρικό φορολογικό συντελεστή 24%, πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (23,3%).
– Οι εταιρείες αντιμετωπίζουν αυστηρούς περιορισμούς ως προς τον συμψηφισμό καθαρών λειτουργικών ζημιών με μελλοντικά κέρδη. Επίσης, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ζημιές για να μειώσουν προηγούμενο φορολογητέο εισόδημα.
– Η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στον ΟΟΣΑ (24%) με μία από τις πιο περιορισμένες φορολογικές βάσεις.
Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Μανδραβέλης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ