Η νέα φορολόγηση στα καπνικά προϊόντα από 1ης Ιανουαρίου 2017 θα οδηγήσει τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (ΕΦΚ) και τον ΦΠΑ να αντιπροσωπεύουν το 90% της τιμής του πακέτου από 84% σήμερα, καθιστώντας τα προϊόντα καπνού ως τα πλέον φορολογημένα προϊόντα στην Ελλάδα μετά τα καύσιμα (περίπου 70%) και τα ποτά (περίπου 63%). Το ποσοστό του 90% θα δώσει και την πρωτιά στην Ελλάδα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το μεγαλύτερο φόρο στα τσιγάρα, από την πέμπτη θέση που είναι σήμερα.
Δηλαδή όταν ο καταναλωτής αγοράζει ένα πακέτο τσιγάρα 3 ευρώ, τα 2,7 θα πηγαίνουν στο κράτος και τα 30 λεπτά θα τα μοιράζεται η εφοδιαστική αλυσίδα (καλλιεργητές, καπνοβιομηχανίες, χονδρέμποροι και λιανεμπόριο, δηλαδή περίπτερα και ψιλικά). Η εξίσωση δεν βγαίνει και σε συνέντευξη Τύπου η Πανελλήνια Ομοσπονδία Μισθωτών Περιπτέρων και η Πανελλήνια Διεπαγγελματική Οργάνωση Ακατέργαστου Καπνού (Πα.Δ.Ο.Α.Κ.) απηύθυναν έκκληση προς την κυβέρνηση να παγώσει τη νέα αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στα καπνικά προϊόντα που θα οδηγήσει στον δρόμο περισσότερες από 60.000 οικογένειες που απασχολούνται στην καπνική αλυσίδα, όπως χαρακτηριστικά τόνισαν.
Της επικείμενης αύξησης του ΦΠΑ έχουν προηγηθεί 8 απανωτές αυξήσεις σε έμμεσους φόρους και ΦΠΑ τα τελευταία 6 χρόνια.
«Εξαιτίας της υπέρογκης φορολόγησης τα περιθώρια κέρδους των επαγγελματιών έχουν μειωθεί δραματικά, ενώ ήδη 10.000 σημεία πώλησης στον κλάδο της μικρής λιανικής έχουν κλείσει» ανέφερε ο πρόεδρος της ομοσπονδίας Θεόδωρος Μάλλιος και πρόσθεσε: «Με δεδομένο ότι τα 2/3 του τζίρου μας βασίζονται στα καπνικά προϊόντα, η νέα αύξηση θα οδηγήσει σε αναπόφευκτο λουκέτο σε πάνω από τα μισά περίπτερα της χώρας».
Στο στόχαστρο της υπέρογκης φορολόγησης βρίσκονται όμως και χιλιάδες οικογένειες καπνοπαραγωγών στην ελληνική περιφέρεια, οι οποίες σε συνδυασμό με την κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής αλλά και τις µειωµένες κατά 50% επιδοτήσεις βρίσκονται σε ιδιαίτερα δεινή θέση. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος της Πα.Δ.Ο.Α.Κ. Βασίλης Μελενεκλής, «ας κατανοήσουν κυβέρνηση και πολιτικά κόμματα ότι η αύξηση στους φόρους για τα καπνά δεν σημαίνει ότι τιμωρούν τις μεγάλες καπνοβιομηχανίες, αλλά αντιθέτως τιμωρούν τις δεκάδες χιλιάδες αγροτικές οικογένειες που εργάζονται νυχθημερόν στην παραγωγή καπνού, η ποιότητα του οποίου μάλιστα θεωρείται από τις καλύτερες παγκοσμίως».
Παράλληλα, οι παραπάνω φορείς επισήμαναν ότι η εμμονή της υπερφορολόγησης στα καπνικά έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια αναποτελεσματική και, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα ζημιογόνα για τα δημόσια έσοδα. Όπως εξήγησε ο πρόεδρος κ. Μελενεκλής, «οι πολίτες, λόγω και της μειωμένης αγοραστικής τους δύναμης, αδυνατούν να ακολουθήσουν τις συνεχείς αυξήσεις στα τσιγάρα με αποτέλεσμα η νόμιμη αγορά να έχει χάσει περίπου το 50% του όγκου της. Επομένως, αντί να έρθουν τα προσδοκώμενα φορολογικά έσοδα των 120 εκατ. ευρώ από τη νέα αύξηση του ΕΦΚ στα καπνά, εν τούτοις αναμένεται να δημιουργηθεί μια μαύρη τρύπα ύψους 150 εκατ. ευρώ που θα επιτείνει τον φαύλο κύκλο ελλειμματικών προϋπολογισμών και της ενίσχυσης της παραοικονομίας».
Είναι ενδεικτικό ότι η διείσδυση των παράνομων καπνικών στην Ελλάδα από το 3% που ήταν το 2009 ξεπερνά σήμερα το 22%, με τον ευρωπαϊκό μ.ό. να βρίσκεται στο 10,4%. «Συνολικά η Ελλάδα χάνει ετήσια έσοδα 670 εκατ. ευρώ από το λαθρεμπόριο 4 δισ. λαθραίων τσιγάρων, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΙΟΒΕ» συμπλήρωσε ο εκπρόσωπος των Μεταποιητικών Επιχειρήσεων ακατέργαστου καπνού Νίκος Τζούμας.
Ο κ. Τζούμας επίσης κατήγγειλε πως τα παράνομα προϊόντα καπνού δεν υπόκεινται σε κανέναν ποιοτικό έλεγχο και κατά την παραγωγή τους δεν τηρούνται στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής. «Πολλές φορές κατά τη διάρκεια ελέγχων σε παράνομα προϊόντα έχουν ανιχνευθεί βαρέα μέταλλα, απορρίμματα καπνού, ξένες ύλες όπως τρίχες ζώων, φτερά και κομμάτια πλαστικού και χημικά πρόσθετα άγνωστης σύστασης και προέλευσης» τόνισε χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την κρισιμότητα του θέματος, οι εκπρόσωποι της καπνικής αλυσίδας υπογράμμισαν ότι στην Ελλάδα δεν έχουν προχωρήσει τα απαραίτητα βήματα τόσο για την αυστηροποίηση των ελέγχων όσο και για την υιοθέτηση συστημάτων ιχνηλασιμότητας των καπνών και των προϊόντων τους που διακινούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα.