Πανάκριβα σπίτια και άδεια πορτοφόλια: Οι Έλληνες ανάμεσα στις «μυλόπετρες» των στεγαστικών δαπανών και των χαμηλών μισθών

Lamianow.gr
Η ανεξάρτητη ηλεκτρονική εφημερίδα ενημέρωσης της Λαμίας και της Στερεάς Ελλάδας. Γιατί η ενημέρωση χρειάζεται άποψη.
6 Min Read

Η Ελλάδα παραμένει η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με το μεγαλύτερο βάρος από τις δαπάνες στέγασης στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών, την ώρα που το πραγματικό εισόδημα δεν έχει ανακάμψει και η ακρίβεια ροκανίζει τη μία μετά την άλλη τις αυξήσεις μισθών.

-Advertisement-
fitcare

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, όπως παρουσιάζονται στη νέα έκθεση Housing in Europe – 2025 edition και στη βάση δεδομένων για το μερίδιο των δαπανών στέγασης στο διαθέσιμο εισόδημα, τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν κατά μέσο όρο περίπου 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγη, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ κινείται γύρω στο 19%. Οι Έλληνες βρίσκονται ουσιαστικά ανάμεσα στις «μυλόπετρες» των πανάκριβων κατοικιών και των πενιχρών μισθών.

Η Eurostat δεν μετρά μόνο τον μέσο όρο, αλλά και πόσα νοικοκυριά ζουν υπό «στεγαστική υπερ-επιβάρυνση», δηλαδή δαπανούν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για ενοίκιο ή δόση δανείου μαζί με πάγιους λογαριασμούς. Στα στοιχεία που συνοδεύουν την έκδοση αλλά και στην πρόσφατη ανάλυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την κρίση στέγης στην Ευρώπη, η Ελλάδα εμφανίζεται πρώτη και σε αυτή τη μέτρηση καθώς σχεδόν τρεις στους δέκα κατοίκους πόλεων (περίπου 29%) ζουν με στεγαστικό κόστος που ξεπερνά το 40% του εισοδήματός τους, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ είναι κάτω από 10%.

Η διπλή πίεση κόστους στέγης και χαμηλών μισθών

Πίσω από αυτούς τους αριθμούς κρύβεται μια διπλή πίεση. Από τη μία πλευρά, η αγορά κατοικίας έχει γνωρίσει πολύ ισχυρή άνοδο τιμών τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τον δείκτη τιμών διαμερισμάτων, όπως αποτυπώνονται στις τελευταίες δημοσιεύσεις της, οι τιμές στις αστικές περιοχές αυξήθηκαν κατά περίπου 6% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2025, μετά από μια χρονιά (2024) με μέση άνοδο κοντά στο 9%. Οι αυξήσεις αυτές έρχονται να προστεθούν σε μια ήδη πολυετή ανοδική πορεία, ιδιαίτερα σε Αθήνα και άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου η ζήτηση για αγορά και ενοικίαση ακινήτων έχει ενισχυθεί τόσο από εγχώριους όσο και από ξένους επενδυτές.

-Advertisement-
ΑΣΤΙΚΟ ΚΤΕΛ ΛΑΜΙΑΣ

Από την άλλη πλευρά, το εισόδημα των νοικοκυριών δεν έχει ακολουθήσει αντίστοιχη τροχιά. Νέα ανάλυση του ΚΕΦΙΜ δείχνει ότι το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών το 2024 ήταν 15% χαμηλότερο από το 2009 και 5% χαμηλότερο από το 2004. Στην ίδια εικοσαετία 2004-2024, η ΕΕ κατέγραψε αύξηση πραγματικού εισοδήματος κατά 22%, ενώ η Ελλάδα εμφανίζει μείωση 5%.

Όπως επισημαίνει η μελέτη του ΚΕΦΙΜ, η Ελλάδα είναι –μαζί με την Ιταλία– από τις λίγες χώρες που δεν έχουν επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα πραγματικού εισοδήματος, παρότι από το 2012 και μετά καταγράφεται βελτίωση.

Στο μέτωπο της αγοράς εργασίας, αν και η απασχόληση αυξάνεται, (στο 8,2% ανήλθε το ποσοστό της ανεργίας το γ’ τρίμηνο φέτος, έναντι 9% πέρυσι) μεγάλο μέρος των νέων θέσεων εργασίας εντοπίζεται σε κλάδους με χαμηλότερες αμοιβές και ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ενώ παραμένει υψηλό το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων – στοιχείο που περιορίζει τη δυνατότητα ουσιαστικής ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος.

Ανισότητες ανάμεσα στις εισοδηματικές κατηγορίες πολιτών

Η σύγκλιση των δεδομένων δείχνει ότι η Ελλάδα έχει μπει σε μια νέα φάση στεγαστικής κρίσης, όπου το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη στέγης με τη στενή έννοια, αλλά η σχέση μεταξύ μισθών και κόστους κατοικίας. Η μείωση της ανεργίας βελτιώνει στατιστικά την εικόνα της οικονομίας, όμως όταν πάνω από το ένα τρίτο του εισοδήματος πηγαίνει σε στέγη, το περιθώριο για δαπάνες σε τρόφιμα, μετακινήσεις, υγεία και εκπαίδευση στενεύει αισθητά. Στην ανάλυση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την κρίση στέγης, που βασίζεται επίσης στα στοιχεία της Eurostat, αναφέρεται ότι για τα νοικοκυριά με εισόδημα κάτω από το 60% του διάμεσου στην Ελλάδα το ποσοστό του εισοδήματος που κατευθύνεται στη στέγη ξεπερνά το 60%, έναντι περίπου 37% κατά μέσο όρο στην ΕΕ.

Ιδιαίτερα εκτεθειμένα είναι τα νέα νοικοκυριά και οι ενοικιαστές στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τα στοιχεία της Eurostat για τα ποσοστά στεγαστικής υπερ-επιβάρυνσης δείχνουν ότι στην Ελλάδα οι διαφορές ανάμεσα σε πόλη και ύπαιθρο είναι μικρότερες από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες, κάτι που σημαίνει ότι η πίεση είναι πρακτικά πανεθνική και δεν περιορίζεται μόνο στα «καυτά» σημεία των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Αυτό αποτυπώνεται στην καθημερινότητα νέων εργαζομένων που, παρά τη μείωση της ανεργίας, δυσκολεύονται να βρουν προσιτό σπίτι κοντά στον τόπο εργασίας τους και συχνά αναγκάζονται είτε να ζουν με τους γονείς είτε να μετακινούνται σε μεγαλύτερες αποστάσεις.

Σε αυτό το περιβάλλον, τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί –από προγράμματα στήριξης της πρώτης κατοικίας για νέους έως επιδοτήσεις ενοικίου και φορολογικά κίνητρα για ανακαινίσεις– αποτυπώνονται μερικώς στα στατιστικά, αλλά δεν αλλάζουν τη συνολική κατάταξη της χώρας. Τα ευρήματα των μελετών δείχνουν ότι το πρόβλημα είναι δομικό καθώς συνδέεται με τη χαμηλή αφετηρία των εισοδημάτων, τη δυναμική των τιμών ακινήτων, την ελλιπή προσφορά προσιτής κατοικίας και τις μεγάλες ανισότητες ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού.

Καθώς η συζήτηση για τον νέο κύκλο ευρωπαϊκών πολιτικών μετά το 2028 ανοίγει και η ελληνική οικονομία εμφανίζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τα στοιχεία επαναφέρουν το κρίσιμο ερώτημα, εάν, δηλαδή, χωρίς ουσιαστική βελτίωση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και στο κόστος στέγης, η ισχυρή ανάπτυξη θα μπορέσει να μεταφραστεί σε πραγματική ανακούφιση για τα νοικοκυριά που βλέπουν κάθε μήνα το μεγαλύτερο μέρος του μισθού τους να κατευθύνεται στο ενοίκιο ή στη δόση του στεγαστικού.

newsit.gr

Share This Article
Follow:
Η ανεξάρτητη ηλεκτρονική εφημερίδα ενημέρωσης της Λαμίας και της Στερεάς Ελλάδας. Γιατί η ενημέρωση χρειάζεται άποψη.
Δεν υπάρχουν Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *