Η προίκα για δεκαετίες ήταν ένα από τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και είχε γίνει εφιάλτης στις φτωχές οικογένειες που είχαν κορίτσια, καθώς η έλλειψη περιουσιακών στοιχείων δυσκόλευαν την απόφαση για γάμο.
Το πρόβλημα είχε γίνει εκρηκτικό τη δεκαετία του ΄50, όταν 17 κοινοτάρχες της ορεινής Ρούμελης αποφάσισαν να κινηθούν δυναμικά. Υπέβαλλαν τo 1955 υπόμνημα προς τη βασίλισσα Φρειδερίκη, προκειμένου να μεριμνήσει για την κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού.
Οι κάτοικοι των χωριών της Ρούμελης ήταν πάμπτωχοι και κατήγγειλαν την αδιαφορία της πολιτείας, η οποία με τη στάση της ζημίωνε τους αδύναμους οικονομικά και βοηθούσε τους πλούσιους να γίνουν πλουσιότεροι.
Φυσικά αυτή η καταγγελία προκάλεσε το ενδιαφέρον των εφημερίδων που κάλυψαν το γεγονός και αμέσως έστειλαν απεσταλμένους στα συγκεκριμένα χωριά για να συναντήσουν τους εξεγερμένους χωρικούς.
Συγκεκριμένα στην επιστολή τους έγραφαν:
«Το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σήμερα εις την Ελλάδα είναι το της προικός των κοριτσιών. Το πρόβλημα δε αυτό, κατά την μεταπολεμική ιδίως περίοδο, εμφανίζεται υπό την οξυτέρα αυτού μορφήν. Η προιξ με νομισματική πλέον μονάδα την αγγλική λίραν, κατάντησε ο μεγαλύτερος εφιάλτης των εχουσών κορίτσια οικογενειών. Ως επί το πλείστον δεν λαμβάνεται υπόψιν η προσωπική αξία ενός κοριτσιού, αλλά το ποσόν των λιρών που διαθέτει και ο νέος θα ρωτήσει πρώτον τι χρηματικό ποσόν διαθέτει η κόρη και έπειτα θα ρωτήσει δια την κόρην. Δια τούτο πολλά κορίτσια αξιών μένουν στο περιθώριο της ζωής και γίνονται γεροντοκόρες και πεθαίνουν από μαρασμό, οι δε γονείς αυτών καταλαμβάνονται από απογοήτευση και απελπισία».
Ο πρωτοπόρος αγρότης με τις τρεις κόρες
Οι καταγγελίες για την κατάργηση της προίκας ξεκίνησαν από το χωριό Άγιος Γεώργιος, ένα γραφικό και φτωχό κεφαλοχώρι της Ρούμελης.
Ο Άγιος Γεώργιος είχε 1.400 ψυχές οι οποίοι κυρίως ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες. Στην κάθε οικογένεια αντιστοιχούσαν περίπου δύο στρέμματα γης για καλλιέργεια και από αυτά η κάθε οικογένεια έπρεπε να δώσει προίκα στις κόρες της.
Είναι προφανές ότι οι αδύναμοι πολύτεκνοι αγρότες που ζούσαν με ένα-δύο στρέμματα γης αδυνατούσαν να βρουν υποψήφιους γαμπρούς που αναζητούσαν κόρες με προίκα. Οι περισσότεροι νεαροί ζητούσαν χρήματα και απαξίωναν τα χωράφια που δεν είχαν αξία.
Ο Κώστας Κίτσος ήταν ένας τολμηρός και αποφασισμένος πατέρας τριών κοριτσιών ο οποίος έγραψε το περίφημο γράμμα προς την βασίλισσα. Ο Κίτσος έμενε σε ένα μικρό συνοικισμό έξω από το χωριό Άγιος Γεώργιος στην Ρούμελη.
Οι άνθρωποι που γνώριζαν τον ασπρομάλλη αγρότη τον περιέγραφαν ως δυναμικό με λαμπερή διαπεραστική ματιά. Είχε διατελέσει Πρόεδρος του Γεωργικού Επιμελητηρίου Φθιώτιδος την περίοδο 1932-1938
Σύμφωνα με την mixanitouxronou.gr η ιδέα του υπομνήματος προήλθε από μια συζήτηση που είχε με έναν συμπατριώτη του από το χωριό Λευκάδα. Είχε πάει να τον συναντήσει για να του ζητήσει τη βοήθεια του.
«Άκουσε Κώστα» του είχε πει. «Ήρθε κάποιος για το κορίτσι μου και μου ζητάει προίκα και δεν έχω να του δώσω. Και από πάνω είναι και ξεβράκωτος, δεν αξίζει να του την δώσω. Και η κόρη μου είπε, πατέρα δεν με σκοτώνεις καλύτερα από το να πάρω αυτόν για άντρα μου;».
«Τι να κάνω Κώστα μου», του είπε, αγωνιώντας για την τύχη του παιδιού του. Ο Κίτσος του απάντησε αυστηρά και αυταρχικά πως πρέπει να τον διώξει. «Μια κουβέντα είναι αυτή» του απάντησε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής.
«Αχ αυτή η προίκα. Συμφορά είναι για όλους μας».
Αυτές οι τελευταίες κουβέντες χτύπησαν ένα καμπανάκι στο Κίτσο και τον οδήγησαν στο να συντάξει το γράμμα προς τη βασίλισσα για την απαλλαγή των οικογενειών από το δυσβάσταχτο βάρος της προίκας. Η επανάσταση των ρουμελιωτών έσπειρε τον σπόρο για την έναρξη των εξεγέρσεων κατά της προίκας και τη συζήτηση για την κατάργησή της με νομοθετικό πλαίσιο.
Η κατάργηση του θεσμού της προίκας άργησε τρεις δεκαετίες και συγκεκριμένα, επήλθε στην πρώτη τετραετία του Ανδρέα Παπανδρέου….