Ο Λάκης Λαζόπουλος δεν μιλάει συχνά, αλλά όταν το κάνει εξακολουθεί να μην αφήνει τίποτε να πέσει κάτω. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «ΘΕΜΑ» αναλύει τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και τα λάθη του Αλέξη Τσίπρα, σε ένα κόμμα που πορευόταν, σύμφωνα με όσα λέει, αυτοσχεδιάζοντας, ενώ δεν υπήρχε team να του λέει την αλήθεια για τις δημοσκοπήσεις.
Υποστηρίζει ότι αν ο απερχόμενος πρόεδρος επιστρέψει, αυτό θα γίνει με άλλο κόμμα, ως διάδοχο πιθανολογεί την Εφη Αχτσιόγλου, ενώ εξηγεί γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης θριάμβευσε με άνεση. Επίσης, απαντάει στον αν πιστεύει ότι το «φλερτ» με τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα από τις εκπομπές του στοίχισε στον ίδιο και αποκαλύπτει ότι νιώθει λίγο αυτοεξόριστος – όχι όμως με τον κόσμο.
Μιλάει για την τηλεόραση και τη νέα σειρά που εμπνεύστηκε, ενώ αποκαλύπτει για πρώτη φορά ότι έγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή της Νόνικας Γαληνέα, το οποίο η ίδια τού ανέθεσε. Οι περιγραφές της, μας λέει, τον σόκαραν αρκετές φορές, ενώ επισημαίνει πως δεν πιστεύει ότι θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία.
«Δεν ήθελε να μπει στη διεκδίκηση της εξουσίας»
Η κουβέντα με τον Λάκη Λαζόπουλο ξεκίνησε από τις εκλογές, όπως ήταν αναμενόμενο, το βράδυ που συναντηθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας, και με την ερώτηση για το πώς είδε τις 20 μονάδες διαφορά και τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ.
«Πάντοτε στη δημοκρατία πρέπει να είσαι έτοιμος για όλες τις αλλαγές όπου και αν βρίσκεσαι, κι αυτό εγώ το τιμώ χρόνια, γιατί ως σατιρικός συγγραφέας έχω βρεθεί να βάλλομαι παλαιότερα από τη Νέα Δημοκρατία γιατί θεωρούσαν ότι υποστήριζα το ΠΑΣΟΚ, μετά έφαγα πάρα πολύ ξύλο από το ΠΑΣΟΚ και τελευταία άρχισα να τρώω ξύλο από όλους μαζί. (γέλια) Σε ό,τι αφορά τις εκλογές, νομίζω πως το πρώτο μεγάλο σφάλμα του Τσίπρα ήταν ότι ζήτησε την απλή αναλογική, δηλαδή επί της ουσίας είπε μόνος του ότι σίγουρα δεν θα είμαι πρώτος, οπότε θέλω παρέα. Κι όταν ζητάς παρέα στην Ελλάδα σε αντιμετωπίζουν ως έναν μαγκούφη μοναχικό τύπο και δεν σε βλέπουν καλά.
Το δεύτερο ήταν ότι είπε “όχι” σε κυβέρνηση ηττημένων, το οποίο για μένα σημαίνει ότι με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να μπει στη διεκδίκηση της εξουσίας».
Τον ρωτάω από πού συμπεραίνει ότι ο τέως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε να διεκδικήσει ξανά την πρωθυπουργία και μου απαντάει άμεσα και χωρίς να το σκεφτεί: «Πιστεύω πως μάλλον είχε αρχίσει να βλέπει τα προβλήματα μέσα στο κόμμα του, να βλέπει πιο καθαρά τους ανθρώπους του και επίσης τον είχαν ενημερώσει και στον πρώτο γύρο που έχασε, ότι ήταν πολύ κοντά με τη Νέα Δημοκρατία, και αυτό δεν ήταν φήμη, το διαβάζαμε και πρέπει να ήταν πραγματικότητα. Οταν λοιπόν δεν έχεις ένα team να σε ενημερώσει ότι δεν σε ακούει ο κόσμος και είσαι 20 μονάδες πίσω, δηλαδή μια χαοτική απόσταση, σημαίνει ότι ξέρεις πλέον πως αυτό το κόμμα έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου αυτοσχεδιάζει».
Αναπόφευκτα η συζήτηση έρχεται στο αν έκανε λάθη ο Αλέξης Τσίπρας και πόσο καθοριστικά αποδείχθηκαν για την εκλογική συντριβή του κόμματος της Αριστεράς.
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει πολιτικός που να μην έχει κάνει. Ο Τσίπρας έχει κάνει πάρα πολλά λάθη και οι γύρω του ακόμη περισσότερα. Πιστεύω ότι ο Πολάκης μπορεί να ήταν το ένα από τα δύο πιο μεγάλα λάθη του στο τέλος», τονίζει. «Το άλλο ήταν αυτό με τον Κατρούγκαλο. Τον άφησε να παραιτηθεί ευγενικά. Για μένα δεν τον αφήνεις να παραιτηθεί ευγενικά, ούτε μιλάς ευγενικά. Τον τελειώνεις εκείνη τη στιγμή και του λες “όχι μόνο φεύγεις εσύ, σε διώχνω εγώ”. Ο αρχηγός ενός κόμματος δεν γελάει και χαϊδεύει αυτιά, ούτε με τους συνεργάτες του έχει τέτοια σχέση. Πρέπει να έχει μια σχέση αμείλικτη, γιατί εδώ κυβερνιέται ο τόπος, δεν έχεις το περιθώριο να κάνεις πολλές χάρες. Δεν μπορείς εσαεί να είσαι συναισθηματικός».
Αφού μιλάμε περί λαθών, τον ρωτώ να μου πει αν πιστεύει ότι ήταν λάθος του Τσίπρα να κρατήσει τον Νίκο Παππά, ο οποίος καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο. «Αυτό είναι το μικρότερο λάθος. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί μπορεί να θέλεις ιδεολογικά να στηρίξεις κάποιους και να πεις ότι δεν είναι έτσι το αδίκημα – το κάνει και ο Μητσοτάκης αυτό. Συνηθίζεται σε κάποιους ανθρώπους να τους δίνεις μια δεύτερη ευκαιρία. Ηταν ο πιο στενός του συνεργάτης, φαντάζομαι».
«Μονόδρομος η παραίτηση»
Μιλώντας για στρατηγική και διάδοχες καταστάσεις, ο Λαζόπουλος τονίζει ότι «από ένα σημείο και μετά όταν έχασε τις προηγούμενες εκλογές χάθηκε ο ειρμός, χάθηκε ο στόχος και νομίζω ότι η απλή αναλογική τον έβαλε σε διαδικασία να ψάχνει άλλο από το να κυβερνήσει, δηλαδή με ποιους θα κυβερνήσει. Ενώ ο Μητσοτάκης, νομίζω, δεν έψαξε ποτέ με το ποιους θα κυβερνήσει».
Στο ερώτημα εάν καλώς παραιτήθηκε ο Τσίπρας μού επισημαίνει ότι «δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο» και όταν του λέω ότι θα μπορούσε να μείνει, δεν μασάει τα λόγια του: «Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στο 3%. Προστέθηκε ένα κοινωνικό ρεύμα, άλλο ένα 30%. Αυτό ήταν ένα δεύτερο κόμμα και είναι πολύ περίεργο να ξεκινάει ένα 3% και να παίρνει άλλο ένα 30%. Αυτό το δεύτερο κόμμα σχεδόν το αγνόησε και επέστρεψε στη βάση του 3% για να κλαφτεί. Ανέλυε το 3% τις απόψεις του 30% που δεν γνώριζε. Οπότε επειδή δεν εκφράστηκε αυτό το κόμμα, πουθενά με κανέναν τρόπο, σιγά-σιγά πήγαν ο καθένας εκεί που ήθελε».
Η συζήτηση στρέφεται στην επόμενη μέρα, στους υποψήφιους μνηστήρες για το αξίωμα και στο βάρος της διαδοχής του απερχόμενου προέδρου.
«Δεν ξέρω ποιος θα το σηκώσει. Κάποιος θα το σηκώσει γιατί είναι βαρύς ο “συγχωρεμένος”. (γέλια) Πάντως σίγουρα δεν θα ήθελα να είναι κάποιος από τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ». Αναφέρω το όνομα Παύλος Πολάκης, μου λέει απλά «εντάξει, δεν νομίζω», χωρίς να θέλει να εμβαθύνει περαιτέρω και συνεχίζω με την Εφη Αχτσιόγλου.
«Την βλέπω ως πιθανότερο διάδοχο, αλλά προέρχεται από την “Ομπρέλα”, το οποίο σημαίνει ότι προέρχεται από ένα μικρότερο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και ο Τσακαλώτος που ευθύνεται για την οικονομική πολιτική που δεν ήταν καθόλου καλή. Ηταν δυσβάσταχτοι οι φόροι που έβαλε – και τους έβαλε ο Τσακαλώτος».
Οπότε το μόνο που απομένει να μάθω είναι η άποψή του για μια μελλοντική επιστροφή του Τσίπρα, για την οποία είναι σίγουρος ότι θα γίνει «με άλλο κόμμα».
«Ο Μητσοτάκης κυβέρνησε by the book»
Αφού «λύσαμε» τα περί ΣΥΡΙΖΑ, ήρθε η ώρα να μου πει γιατί κατά τη γνώμη του κέρδισε τόσο άνετα τις φετινές εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Πρώτον, είπε ότι διεκδικεί την εξουσία, δεύτερον, γιατί τον υποτιμήσαμε από την αρχή και αυτό δεν αρέσει καθόλου στους Ελληνες, τρίτον, γιατί όταν κυβέρνησε ήταν by the book, δηλαδή καλός πιλότος -το ανεβάζω το αεροπλάνο, το κατεβάζω- δεν είχε πολλή κουβέντα. Τα διαγγέλματα και η κατάσταση στην πανδημία τον έφεραν πιο κοντά στον κόσμο. Νομίζω πως τον βοήθησαν οι συγκυρίες, αλλά σημασία έχει το αποτέλεσμα, διότι επ’ αυτού ψήφισε ο κόσμος και θεώρησαν ότι καλώς έπραξε αυτά που έπραξε.
Στη δεύτερη τετραετία ήταν ο μόνος διεκδικητής της εξουσίας.
Ο Ανδρουλάκης έθεσε το θέμα σε προσωπική βεντέτα, οπότε κι αυτός τσίμπησε πολύ μεγάλο ποσοστό, επειδή τέθηκε ως βεντέτα και μάλιστα κρητική».
Σε ό,τι αφορά τη νέα τετραετία: «Εμένα με απασχολεί πάρα πολύ πώς θα λυθεί το θέμα του Αιγαίου. Εμένα δεν μου αρέσει που είμαστε Ευρώπη και όταν μιλάμε για την Τουρκία μιλάμε ως Ελληνες και δεν μιλάμε ως Ευρωπαίοι. Εμείς ανήκουμε στην Ευρώπη και η Ευρώπη δεν θέλει καθόλου να πει ότι και στα άκρα μου είμαι Ευρωπαίος. Αν λοιπόν μια Ευρώπη αρνείται τα άκρα της, πρέπει να της τα υπενθυμίσουμε».
Τον ρωτάω αν σε προσωπικό επίπεδο πιστεύει ότι αδικήθηκε, γιατί κάποια στιγμή φάνηκε -τουλάχιστον αυτό αποτυπώθηκε στην κοινή γνώμη- ότι στήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ και τελικά αυτό για πολλούς του γύρισε μπούμερανγκ.
«Εχω να απαντήσω πως ό,τι έκανα, το έκανα με πλήρη επίγνωση, δεν με έβαλε κανένας να το κάνω, οπότε αν το θεωρούν λάθος μου, ας μου το χρεώσουν. Εδώ είμαι. Σε όλες τις πολιτικές περιόδους έχω δεχθεί τεράστια πίεση και είναι πάρα πολύ εύκολο ένα κόμμα να πει ότι τους ψηφοφόρους τούς μετακινεί ένας καλλιτέχνης. Δεν έβλεπαν ότι η Νέα Δημοκρατία είχε φτάσει στο 18%, δεν το έβλεπαν καθόλου, οπότε αν θέλουν να μου το χρεώσουν, ας μου το χρεώσουν».
«Νιώθεις λίγο αυτοεξόριστος;» τον ρωτάω και η απάντησή του είναι άμεση: «Εγώ, ναι, αυτοεξορίζομαι όταν θελήσω. Με τον κόσμο δεν έχω νιώσει έτσι, γιατί θεωρώ ότι ο κόσμος πάντα μου μιλούσε, για τα προβλήματά του, για τα νεύρα του, και πάντα μου τα λέει. Εμένα οι άνθρωποι μου έχουν δώσει τα πάντα, δεν μπορώ να πω τίποτε για τους ανθρώπους. Ας κάνουν ό,τι νομίζουν με μένα. Εγώ έκανα αυτό που έκανα και τέλος. Δεν θέλω να μπαίνω σε διαδικασία να λέω κάτι».
Η αυτοβιογραφία της Νόνικας Γαληνέα
Πλέον μπαίνουμε στα χωράφια της τηλεόρασης, την απουσία του και πότε προσδιορίζει μια πιθανή επιστροφή στη μικρή οθόνη. «Μα δεν υπάρχει περίπτωση να με αφήσουν να επιστρέψω. Οχι μόνο το πιστεύω, το γνωρίζω κιόλας. Αλλά εγώ, έτσι κι αλλιώς, τώρα ενδιαφέρομαι να κάνω μια σειρά. Αν καταφέρω θα την κάνω. Αφορά την αποδόμηση της ελληνικής οικογένειας. Είναι μια οικογένεια που μένει στην Αμερική και έχουν τρεις κόρες και έναν γιο. Σιγά-σιγά κάτι τους αναγκάζει να γυρίσουν στη Μυτιλήνη και σιγά-σιγά μας δείχνει πώς αρχίζουν τα παιδιά να φέρνουν τα καινούρια πράγματα μες στο σπίτι, τα οποία πρέπει να αφομοιώσει ο συντηρητικός πατέρας και η μάνα τους. Βλέπουμε πώς αποδομείται σταδιακά η ελληνική οικογένεια, αυτό που συμβαίνει σήμερα».
Τον ρωτάω τι εννοεί και μου αναφέρει τον διάλογο που είχε με έναν αστυνομικό στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης για τα θέματα που μονοπωλούν το αστυνομικό δελτίο. Μου λέει ακόμα ότι το 75% αφορά ζευγάρια που πλακώνονται, με πολύ ξύλο και πολλά νεύρα. Τον ρώτησα αν είναι μεγάλοι άνθρωποι, αν έχουν φάει πολλά χρόνια στον γάμο, και μου λέει ότι είναι νεότεροι άνθρωποι, δεν μπορούν να αντέξουν. «Η ενδοοικογενειακή βία είναι πρώτη, δεύτερο πλακώνονται πατέρας με γιο και το υπόλοιπο είναι αδέλφια. Αυτοί είναι καβγάδες και όλη μέρα κάνουμε αυτή τη δουλειά».
Η δουλειά του Λάκη Λαζόπουλου, από την άλλη, τον έχει φέρει τα τελευταία χρόνια να ασχολείται και με τη συγγραφή βιβλίων. Λίγο πριν φύγει η Νόνικα Γαληνέα από τη ζωή είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει αρκετές ώρες μαζί της για μια «εμπρηστική» αυτοβιογραφία.
«Σήμερα έστειλα στην κόρη της όλο το απομαγνητοφωνημένο κείμενο, όχι όπως θα το έγραφα εγώ, αλλά ό,τι έχει πει η ίδια. Εχουμε μιλήσει γύρω στις 40 ώρες και ένιωσα τη στιγμή που με πήρε ότι ήθελε να μιλήσει σε έναν άνθρωπο. Ηταν εξαιρετική κυρία, είχε κι ένα χιούμορ, πώς να το πω, ήταν όπως το πιάνο όταν πηγαίνεις στην όπερα, “πιάνεις” μια νότα και λες “από το πιάνο βγήκε αυτή η νότα;”.
Αν υποθέσουμε ότι βλέπεις έναν άνθρωπο να κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια ώστε να πάει στο υπόγειο για να σου φέρει κάτι, αυτό φαντάσου το σε φωνή. Να κατεβαίνει η φωνή στο υπόγειο, να σου δείχνει γρήγορα τι γίνεται στο υπόγειο και να ανεβαίνει γρήγορα πάνω για να σου δείξει τι γίνεται στο σαλόνι».
Εικάζω διάφορα και τον ρωτάω ευθέως αν σοκαρίστηκε από τα όσα του αποκάλυψε η grande dame της υποκριτικής σε αυτές τις συζητήσεις-συνεντεύξεις.
«Ναι, πολλές φορές ναι, γιατί μου μιλούσε για πρόσωπα και πράγματα του θεάτρου που δεν γνώριζα, για καταστάσεις που δεν γνώριζα, και γι’ αυτό θεώρησα -άλλωστε μου το ζήτησε η ίδια, ήταν επιθυμία της να το διαβάσουν οι κόρες της– και είπα στην Αμαλία, στην Αριέτα και την Αλεξία που τις είδα πριν από κάποιες μέρες ότι αυτό το βιβλίο είναι μια κουβέντα με τη μάνα σας και ανήκει σ’ εσάς. Δεν με ενδιαφέρει να το κάνω βιβλίο. Εάν εσάς σας ενδιαφέρει, θα το κάνω».
Μου περιγράφει πώς τα έλεγαν πρόσωπο με πρόσωπο αποκαλύπτοντας ένα μικρό παρασκήνιο πίσω από τη συγγραφή τού μάλλον εμπρηστικού βιβλίου της Νόνικας Γαληνέα: «Κάθε μέρα ξεκινάγαμε με τον θάνατο την κουβέντα. “Σήμερα είχα λίγο πίεση, τα αιμοπετάλιά μου δεν ξέρω πώς πάν’, πήγα να πεθάνω, μπορεί να πεθάνω”, κι εγώ της έλεγα όχι, αλλά παράλληλα ήταν πάρα πολύ ωραία ντυμένη, πάρα πολύ ωραία φτιαγμένη, πάρα πολύ όμορφη, καθόταν στο σωστό κάθισμα, με τον σωστό φωτισμό».
Το ζευγάρι και η χορηγία
«Το σπίτι της ήταν πάντα ένα σκηνικό. Θυμηθήκαμε την πρώτη στιγμή που είχα πάει εκεί, ήταν με τον Αλεξανδράκη τότε, και είχαμε πάει με τη Βουγιουκλάκη, τη Λάσκαρη, και επειδή ήμουν πολύ μικρός, εγώ καθόμουν από πίσω και έβλεπα τις φιγούρες τους. Μου φάνταζε πάρα πολύ ιδιαίτερο, αλλά θέλω να σου εξηγήσω ότι δεν ήταν αυτό που λένε μια κυρία, ήταν μια αληθινή κυρία. Δηλαδή αν υποθέσουμε ότι ο Θεός φτιάχνει κυρίες, σε αυτήν είπε: “Θα είσαι κυρία”».
Του ζητάω να μου αποκαλύψει κάποια αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία της μεγάλης ηθοποιού ή ένα περιστατικό και μετά από λίγη σκέψη ενδίδει. «Ας πούμε έχει μια πολύ ωραία κουβέντα -δεν θα πω τα πρόσωπα, δεν έχει σημασία- που υποτίθεται ότι έχει μάθει ο άντρας αυτηνής ότι μπορεί η γυναίκα του να έχει με κάποιον σχέση. Οπότε τους καλούν στο σαλόνι και συζητάνε εκεί να χορηγήσουν το ζευγάρι αυτό το καινούριο, να πάει να δοκιμάσει σε ένα ξενοδοχείο αν μπορούν να μείνουν μαζί. Αλλά αυτό γίνεται κουβέντα κανονική. Να πληρώσει ο άντρας τη γυναίκα του που τον κερατώνει να πάει με τον άλλο, να δει αν ταιριάζουν. “Πηγαίνετε να δείτε αν ταιριάζετε, θα σας πληρώσουμε τα ξενοδοχεία και ελάτε σε δεκαπέντε μέρες να μας πείτε”. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι οι ιστορίες της, για εμένα που μεγάλωσα στη Λάρισα, ήταν τελείως σε άλλο επίπεδο.
Το μόνο που δεν φανταζόμουν είναι τον πατέρα μου με τη μάνα μου να συζητάνε με κάποιους άλλους, να στείλουν ένα ζευγάρι να πάει να δοκιμάσει αν ταιριάζει, και να είναι η γυναίκα σου ή ο άντρας σου. Και να συζητάνε οι άλλοι δύο για τους δύο».
Ο Αλεξανδράκης, η έκδοση και η σχολή
Ανοίγω το κεφάλαιο «Αλέκος Αλεξανδράκης» που κατέχει περίοπτη θέση στο βιβλίο: «Νομίζω στον Αλεξανδράκη είχε τεράστια αγάπη και τεράστια εκτίμηση. Ελεγε και τα σκοτεινά της σημεία, αλλά νομίζω ότι ήταν η κορυφή των σχέσεών της. Βασικά υπήρχε πάντα ένα σπάσιμο στη φωνή της που ήταν και θεατρικό και πραγματικό. Υπήρχαν όλες οι νότες μιας ηθοποιού και έπρεπε να ξεχωρίσεις από τις νότες πού είναι.
Μια νότα που τη θυμάμαι πάρα πολύ είναι ότι μόλις μπήκε στη σχολή θεάτρου, μου είπε ότι “εκεί ένιωσα την ύπαρξή μου πρώτη φορά. Κατάλαβα γιατί υπάρχω”.
Ηταν η πρώτη στιγμή που κατάλαβα πόσο πολύ αγάπησε το θέατρο». Λογικά θα γίνει best seller όταν κυκλοφορήσει, αλλά ο ίδιος δεν το βλέπει καθόλου έτσι: «Δεν νομίζω ότι θα βγει το βιβλίο. Νομίζω πως θα το διαβάσουν τα παιδιά της, είναι ωραίο να το διαβάσουν τα παιδιά της, και μου αρέσει που έκανα αυτό το βιβλίο. Θα ήθελα να γράψει κάποιος ένα βιβλίο για μένα και να το έδινε αργότερα στο παιδί μου να το διαβάσει».
Τελικά αν η Γαληνέα δεν ήθελε να εκδοθεί, ενώ είχε ήδη κυκλοφορήσει μια άλλη αυτοβιογραφία της το 2003, γιατί του μιλούσε τόσο πολύ;
«Εγώ ένιωσα μέσα μου ότι μπορεί και να το έκανε πραγματικά μόνο για να το διαβάσουν τα παιδιά της, απλώς εμένα μου είπε, γράψ’ το. Το θέμα είναι ότι πρόκειται για παντελώς δικά της πράγματα και όταν ένας άνθρωπος σου ανοίγει την καρδιά του, πρέπει να το σεβαστείς αυτό».
Με όλα αυτά που μου λέει, τολμώ να ρωτήσω πώς ήταν η αείμνηστη ηθοποιός εκείνο το διάστημα, αν είχε την απαιτούμενη διαύγεια. Ο Λάκης είναι απόλυτος: «Αριστη. Πιο άριστη δεν γίνεται. Εννοώ απόλυτη διαύγεια και όταν λέω απόλυτη διαύγεια, εννοώ ανοίγεις παρένθεση και την κλείνεις κιόλας. Δηλαδή, σε κάποιες ηλικίες και μετά ανοίγεις παρένθεση και χάνεσαι στο πέλαγος».
Η δική του παρένθεση σε ό,τι αφορά την ιδιότητά του ως καθηγητή σε νέα παιδιά που σπουδάζουν την υποκριτική άνοιξε αλλού, έκλεισε πριν από λίγες μέρες και τώρα επανέρχεται σε νέο χώρο.
«Ετοιμάζω ξανά τη Σχολή “Τεχνών 100”, διότι βίωσα έναν πολύ κακό χειρισμό από κάποιους ανθρώπους που είχα φέρει στη δουλειά. Υπήρχε μια πλεκτάνη γύρω μου και στην αρχή θύμωσα, αλλά μετά, κάποια στιγμή, καταλαβαίνεις ότι μια φιλοδοξία μιας χορογράφου μαζί με έναν ηθοποιό, μαζί με αυτόν που θέλει να εκμεταλλευτεί τη φόρα της σχολής και να την πάρει δική του σε μερικούς ανθρώπους, είναι κάτι θεμιτό. Δεν μου αρέσει που θέλουν να μου πάρουν ό,τι έφτιαξα, αλλά έχω τους ανθρώπους να το ξανακάνω, γιατί ένα πράγμα δεν υποκλέπτεται: το όραμα ενός ανθρώπου. Αν δεν μου έχουν κλέψει κάτι ακόμα, αυτό είναι το όραμά μου και το ταλέντο μου, και πραγματικά θέλω να πω στους γονείς ότι αυτή η σχολή που άφησα εκεί, όπως κι αν την ονομάσουν τώρα, δεν έχει καμία σχέση με μένα. Αυτή που θα ξεκινήσει να λειτουργεί στο κτίριο που στεγάζεται το “Ιδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη” επί της Πειραιώς θα είναι 100% εγώ μαζί με τα παιδιά που θα ακολουθήσουν».
protothema.gr