Η «ακραία ξηρασία» που πλήττει το Ιράκ, τη Συρία και το Ιράν δεν θα μπορούσε να έχει παρουσιαστεί χωρίς την κλιματική υπερθέρμανση η οποία προκαλείται «κυρίως» από την καύση πετρελαίου, φυσικού αερίου και του άνθρακα, σύμφωνα με έκθεση ειδικών που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Οι αυξημένες θερμοκρασίες, που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, κατέστησαν «μια ξηρασία πολύ πιο πιθανή – περίπου 25 φορές πιο πιθανή στη Συρία και το Ιράκ και 16 φορές πιο πιθανή στο Ιράν», επισημαίνεται στην έκθεση του World Weather Attribution (WWA).
Η έκθεση τονίζει «τα χρόνια συγκρούσεων και πολιτικής αστάθειας» που παρέλυσαν την απάντηση των χωρών αυτών έναντι της ξηρασίας και προκάλεσαν «ανθρωπιστική καταστροφή».
Με βάση τις υφιστάμενες συνθήκες, αυτά τα κλιματικά επεισόδια κινδυνεύουν να παρουσιάζονται τουλάχιστον μία φορά τη δεκαετία.
«Η ξηρασία δεν θα υπήρχε χωρίς την κλιματική αλλαγή, η οποία προκαλείται κυρίως από την καύση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα», εκτιμούν οι επιστήμονες του WWA, ενός δικτύου που ειδικεύεται σε τέτοιου είδους αναλύσεις.
Η έρευνα αφορά την περίοδο από τον Ιούλιο του 2020 ως τον Ιούνιο του 2023 σε δύο περιοχές όπου παρατηρήθηκε ακραία ξηρασία: στο Ιράν και στην κοιλάδα του Τίγρη και του Ευφράτη, των δύο ποταμών που πηγάζουν από την Τουρκία και διαρρέουν το Ιράκ και τη Συρία.
«Οι δύο αυτές περιοχές είναι αντιμέτωπες αυτή την περίοδο με ‘ακραία ξηρασία’, σύμφωνα με την αμερικανική κλίμακα παρακολούθησης», υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση που συνοδεύει την έκθεση.
«Η κλιματική αλλαγή που προκαλείται από τον άνθρωπο αύξησε την ένταση μιας τέτοιας ξηρασίας σε βαθμό που, σε έναν κόσμο πιο κρύο κατά 1,2 βαθμό Κελσίου», δηλαδή στις κλιματικές συνθήκες που επικρατούσαν πριν τη βιομηχανική εποχή, δεν θα μπορούσε να συμβεί.
«Μετά τις αρκετά καλές βροχές του 2000 και τις καλές σοδειές καταγράφηκαν τρία χρόνια με ασθενείς βροχοπτώσεις τα οποία ακολούθησαν πολύ υψηλές θερμοκρασίες, οι οποίες οδήγησαν σε ξηρασία με ακραίες επιπτώσεις στην πρόσβαση σε πόσιμο νερό στη γεωργία», σημειώνει η Φριντερίκε Ότο, κλιματολόγος στο ινστιτούτο Grantham του Imperial College του Λονδίνου.
Όχι πολλή αισιοδοξία
Στη διάρκεια διαδικτυακού συνεδρίου ο κλιματολόγος Μοχαμάντ Ραχίμι του ιρανικού πανεπιστημίου της Σεμνάν ζήτησε να γίνει καλύτερη διαχείριση των πόρων. «Στην περιοχή μας δεν είχαμε ποτέ πολλές βροχές, είναι φυσιολογικό. Αυτό που είναι καινούργιο είναι η άνοδος της θερμοκρασίας», τόνισε.
«Χάνουμε μεγάλο μέρος των βροχοπτώσεων εξαιτίας της εξάτμισης και, αν η θερμοκρασία αυξηθεί κι άλλο τα επόμενα χρόνια, μπορούμε να αναμένουμε περισσότερη εξάτμιση και εφίδρωση των φυτών», προέβλεψε. «Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για το μέλλον».
Στο Ιράκ, μία από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες παγκοσμίως, και στη ρημαγμένη από τον πόλεμο Συρία παρατηρείται δραστική μείωση της γεωργικής παραγωγής, κυρίως στις περιοχές που ήταν πλούσιες σε σιτηρά. Εξάλλου μειώνεται η στάθμη των ποταμών, ενώ η μόλυνση των υδάτων επηρεάζει την αλιεία.
«Κρίση νερού»
Ως τον Σεπτέμβριο του 2022 η ξηρασία είχε προκαλέσει στη Συρία τον εκτοπισμό περίπου δύο εκατομμυρίων ανθρώπων που ζούσαν σε περιοχές της υπαίθρου, σημειώνει το WWA. Στο Ιράν η έλλειψη νερού προκαλεί «ένταση» με τις γειτονικές χώρες, ενώ οι μικρές σοδειές έχουν προκαλέσει άνοδο του πληθωρισμού τροφίμων.
Στο Ιράκ οι διαμάχες για τη διανομή νερού προκαλούν ολοένα και περισσότερες εντάσεις. Στη χώρα αυτή των 43 εκατομμυρίων κατοίκων σχεδόν ένας Ιρακινός στους πέντε ζει σε μια περιοχή που υποφέρει από τη λειψυδρία, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ.
Πίσω από αυτή «την περίπλοκη κρίση νερού» στη Μέση Ανατολή πλειάδα παραγόντων αποκαλύπτουν τον δάκτυλο του ανθρώπου: ξεπερασμένες μέθοδοι ποτίσματος, ραγδαία δημογραφική αύξηση, αλλά και «εμπόδια στη διαχείριση του νερού και στην περιφερειακή συνεργασία» κυρίως σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των φραγμάτων και των ροών των ποταμών μεταξύ των χωρών.
Στο μεταξύ οι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι μακροχρόνιες αυτές ξηρασίες, που δεν αποτελούν πια «σπάνια φαινόμενα», «ενδέχεται να σημειώνονται τουλάχιστον μία φορά τη δεκαετία στη Συρία και το Ιράκ και δύο φορές τη δεκαετία στο Ιράν».
Η συχνότητα των φαινομένων ενδέχεται μάλιστα να αυξηθεί, προειδοποιούν οι επιστήμονες, «αν η κλιματική υπερθέρμανση φτάσει τους δύο βαθμούς Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, κάτι που θα συμβεί τις επόμενες δεκαετίες, αν δεν εξαλειφθούν γρήγορα τα ορυκτά καύσιμα».
Πηγή: Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων