Μακριά από τις πολυπληθείς πόλεις, κρυμμένα κάπου στην ορεινή Φθιώτιδα, ξεχασμένα από τους περισσότερους, σχεδόν ερημωμένα, όμως πάντα γραφικά και όμορφα. Τα χωριά μας, αυτές οι μικρές κουκίδες στον χάρτη, αυτές οι γοητευτικές πινελιές της φύσης, οι οάσεις των εκδρομικών μας εξορμήσεων, οι τόποι της καταγωγής μας που μας υποδέχονται με χαρά τα καλοκαίρια, άδειασαν ξανά…
Οι μέρες μίκρυναν, ο καιρός βάρυνε, τα δέντρα φυλλοροούν. Τα παραθυρόφυλλα σφάλισαν ξανά, οι αμπάρες κλείδωσαν και έμειναν πίσω εκείνοι οι λίγοι, οι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού να φυλάττουν Θερμοπύλες.
Τους έχουμε συναντήσει στις περιηγήσεις μας, έχουμε μοιραστεί λίγες στιγμές, ένα τσιπουράκι, ένα γλυκό του κουταλιού. Φιλόξενοι και διψασμένοι χειμώνα καιρό για λίγη παρέα και δυο κουβέντες.
Μια χούφτα ήρωες οι μόνιμοι κάτοικοι των ορεινών χωριών της Φθιώτιδας, που και αυτόν το χειμώνα θα παραμείνουν εκεί, μονάχοι, με συντροφιά την ξυλόσομπα και την προσμονή της άνοιξης που θα ξανάρθει…
Στο χωριό των κυνηγών και των 4 μονίμων κατοίκων
Περίβλεπτο
Ο κύριος Βαγγέλης Γάκης, ο ένας από τους τέσσερις μοναδικούς κατοίκους του Περίβλεπτου. «Στο ένα σπίτι μένουμε εγώ, η κόρη και ο γαμπρός μου και άλλος ένας χωριανός μόνος του στην άλλη γειτονιά. Εμείς μείναμε όλοι κι όλοι…»
Αγροφύλακας κάποτε ο κύριος Βαγγέλης. Μπορεί να μας περπατήσει σε όλα τα βουνά με κλειστά τα μάτια μας λέει και γελάει. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει μόνο όταν θυμάται τα νέα του «έξω κόσμου».
«Γιατί τόση βία; Μα να σκοτώνουν και να βιάζουν παιδιά;» Μέσα στην απόλυτη ηρεμία του χωριού δεν το χωράει ο νους του, τι συμβαίνει στις πόλεις…
Παλαιά Γιαννιτσού
Η κυρία Δήμητρα, που βγήκε να μας προϋπαντήσει και να μας προσκαλέσει αλλά μας βρήκε βιαστικούς. Ίσα που πρόλαβε να μας πει ότι έχει επιθυμήσει τα παιδιά της, τους συγγενείς που δεν μπορούν να πάνε στο χωριό και πόσο δύσκολο είναι για τους μοναχικούς ανθρώπους να μην υπάρχει συγκοινωνία για να εξυπηρετηθούν και αναγκάζονται να κατεβαίνουν στη Μακρακώμη με ταξί, αποχαιρετώντας σε κάθε δρομολόγιο ένα μεγάλο μέρος της σύνταξης…
Ο κύριος Ταξιάρχης που συναντάμε κάνοντας βόλτα στην άδεια πλατεία της Παλαιάς Γιαννιτσούς, μας προσκαλεί στο παλιό κλειστό πια ταβερνάκι του.
«Εδώ ήταν η Φτωχομάνα. Έτσι το λέγαμε το μαγαζί. Είχαμε πάρει το όνομα από μια μεγάλη αγορά της Θεσσαλονίκης» μας λέει, την ώρα που μας δείχνει με νοσταλγία, τη μαντεμένια ξυλόσομπα και το τεράστιο ψυγείο του μπακάλικου-ταβέρνα, που λειτουργούσε μέχρι πριν λίγα χρόνια. Τώρα μόνο ερημιά και αναμνήσεις….
“Ξέρεις τι γίνονταν εδώ παλιά; Χαμός! Θέλεις να σου περιγράψω τα γλέντια του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου της 17 Νοέμβρη?”
«Τον θυμάμαι τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο. Δεν έρχονταν συχνά αλλά τιμούσε το πανηγύρι του χωριού. Έφτανε με μια μαύρη κούρσα και τρεις γυναίκες, όμορφες, εντυπωσιακές… Του άρεσαν τα ρεμπέτικα και τα τραγούδια του Καζαντζίδη. Πριν φύγει, ζητούσε από τα όργανα να παίξουν το Γεννήθηκες για την καταστροφή. Σηκώνονταν και το χόρευε λεβέντικα. Οι κυρίες που τον συνόδευαν του χτυπούσαν παλαμάκια. Κερνούσε την ορχήστρα λεφτά. Πολλά λεφτά…»
Οι αιώνιοι έφηβοι στο Περιβόλι!
Αυτή σίγουρα ήταν η πιο αξιολάτρευτη παρέα που συναντήσαμε στα ορεινά χωριά μας. Μας περίμεναν συγκεντρωμένοι στο καφενείο του χωριού που διατηρεί η πρόεδρος της κοινότητας Ρίτσα Τζώρτζου. Με τις τραγιάσκες και τις γκλίτσες στο ένα χέρι, το τσιπουράκι στο άλλο. Τσακώνονται σαν μικρά παιδιά για τις ηλικίες τους και ύστερα σκάνε στα γέλια και τσουγκρίζουν τα ποτήρια. Δακρύζουν όταν θυμούνται τη φτώχεια που έζησαν σαν παιδιά, την μοναξιά σαν πιάνει ο χειμώνας… Όμως μένουν εκεί, μαθημένοι στις δυσκολίες, στα χιόνια και τις μπόρες, βαθιά ριζωμένοι στον τόπο που τους γέννησε…
Δίκαστρο – Ο γελαστός κυρ Παναγιώτης
Ένα παλιό τρανζιστοράκι που παίζει λαϊκά του ’60, γίνεται η αφορμή να «ανακαλύψουμε» τον μοναδικό άνθρωπο που συναντήσαμε στο χωριό. Ο κυρ Παναγιώτης, έχει συντροφιά τα τραγούδια, λίγο καπνό και έναν γάτο. Ξεπροβάλλει από ένα παλιό κουζινάκι από εκείνα των σπιτιών των παππούδων. Από μια άλλη εποχή. Μακρινή αλλά όμορφη μέσα στις δυσκολίες της.
Χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά για να γίνουμε φίλοι και να μας εξιστορήσει τα γεγονότα της ζωής του. Τον αγώνα που έδωσε μαζί με άλλους χειριστές, σκάβοντας με τις μπουλντόζες να φτιάξουν το δρόμο προς το μοναστήρι του Προυσσού στην Ευρυτανία. Για τη δουλειά του στη ΜΟΜΑ και αργότερα στον εργολάβο. Για το πώς ξεγέλασε το χάρο όταν βρέθηκε με μισό συκώτι και για τις βίδες που έχει στο πόδι του από τότε που έπεσε μια φορά στο δρόμο για το σπίτι αφού είχε νυχτώσει και δεν είχε μαζί του τον φακό… «Εγώ θα φύγω κάποτε αλλά οι βίδες θα είναι πάντα καινούριες και γυαλιστερές» μας λέει και γελάει με την καρδιά του. Δεν τον πειράζει που δεν έχει ρεύμα στο σπίτι. Έχει φακό λέει, έχει ξύλα για το τζάκι και χέρια για να φτιάχνει ένα πιάτο φαγητό. Αρκετά για να νιώθει ευτυχής…
Δίλοφο – Στην άκρη του χωριού «πέφτουμε» επάνω στον κύριο Κώστα. Χήρεψε λίγα χρόνια πριν και από τότε εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα στο χωριό. Βρήκε ηρεμία και παρηγοριά στην αγκαλιά της φύσης και του καθαρού αέρα. Και οι γατούλες του, δεν τον αφήνουν ποτέ μόνο…
17 όλοι κι όλοι άνθρωποι περνούν το χειμώνα τους στο Δίλοφο. Ένα παιδί, μία έφηβη, ένας νεαρός, οι γονείς τους και οι υπόλοιποι μεγαλύτερης ηλικίας.
«Φύλακες» στον τόπο που γεννήθηκαν και βλέπουν να αδειάζει κάθε τέλος του καλοκαιριού. Νοσταλγούν τα ανταμώματα με τα παιδιά τους και τους συγγενείς που «μετανάστευσαν» στα αστικά κέντρα για σπουδές και δουλειά.
Οι… “γερόλυκοι” του Ροβολιαρίου
Ένας παππούς, ξεπροβάλλει από ένα μικρό σπίτι και μας καλωσορίζει. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που συναντήσαμε. Ο κυρ Παναγιώτης ο Γώγος. Ετών 83. Ακμαιότατος παρά τα χρόνια του, είχε βγει να κόψει ξύλα για το τζάκι.
«Μόνος μου μένω εδώ. Έχασα την κυρά μου και ένα παιδί…» μας λέει και βουρκώνουν τα μάτια του. «Δεν το κουνάω όμως από δω. Έχω μια κόρη στη Λαμία και έναν γιό στη Μακρακώμη. Θα μπορούσα να μείνω εκεί, έχω δωμάτιο. Αλλά πώς να περνάει η μέρα; Εδώ πήρα λίγα ζώα, τα βγάζω έξω, τα ταϊζω, τα περιποιούμαι κι ύστερα κόβω ξύλα για το τζάκι μου. Καλά είναι. Έχω να ασχοληθώ… Στην πόλη, να βγαίνω στην πλατεία να μη βλέπω άνθρωπο; Λίγοι είμαστε στο χωριό. Καμιά 15αρια μόνιμοι το χειμώνα. Δεν βλεπόμαστε παρά από μακριά…» Του ζητάμε να τον φωτογραφίσουμε και ποζάρει ευχαρίστως για να τον καμαρώσουν τα παιδιά του, μας λέει.
Αθανάσιος Τελώνης συνταξιούχος εκπαιδευτικός.
Μας συστήνεται. Χρόνια καθηγητής σε Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής Αττικής. Κάτοικος Χολαργού. «Συνταξιούχος πια στο χωριό. Θα μπορούσα να έχω μαθητές τους γονείς σας μη σας πω και τους παππούδες σας» μας λέει και γελάει. «Το ξέρετε ότι πρόσφατα συνάντησα μαθητή μου ετών 72;» Μας κοιτάζει έκπληκτους και μας λύνει την απορία με απλά μαθηματικά. «Διορίστηκα όταν ήμουνα 26 χρονών. Ο μαθητής μου ήταν 16. Σήμερα εκείνος είναι 72 και εγώ 82» Δεν του φαίνεται…
Είναι και ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Παπαναγιώτου Δημήτρης με πολύ πλούσιο λαογραφικό συγγραφικό έργο (6 βιβλία) ηλικία 82 ετών που μένει από το Μάιο μέχρι τέλος Οκτωβρίου στο σπίτι του στο Νεοχώρι Υπάτη.