Η Ανθηδόνα ήταν ομηρική Βοιωτική πόλη στα παράλια του βορείου Ευβοϊκού κόλπου. Τα ερείπιά της βρίσκονται περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Χαλκίδας. Υπάρχουν δύο εκδοχές για την ονομασία της πόλης σύμφωνα με τον Παυσανία τον περιηγητή. Ονομάστηκε έτσι από μια νύμφη με το όνομα Ανθηδόνα ή από τον Άνθα τον γιο του θεού Ποσειδώνα και της Αλκυόνης, της κόρης του τιτάνα Άτλαντα. Εκεί όπου ναυπηγήθηκαν 100 τριήρεις μετά από ψήφισμα των Θηβαίων. Το καλύτερα διατηρημένο αρχαίο λιμάνι της Ελλάδας, όπου τμήματά του είναι εκτός νερού, ενώ κατά κανόνα τα αρχαία λιμάνια είναι σήμερα βυθισμένα λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας.
Πρώτη αναφορά για την πόλη κάνει ο Όμηρος στην Ιλιάδα και συγκεκριμένα στην ραψωδία Β, στον κατάλογο των πλοίων. Μάλιστα ο Όμηρος της δίνει το προσωνύμιο «εσχατόωσαν» που σημαίνει η πιο απομακρυσμένη από γεωγραφικής άποψης πόλη των Βοιωτών προς τον βόρειο Ευβοϊκό κόλπο. Η Ανθηδόνα αποτελούσε το λιμάνι (επίνειον) των Θηβών στον βόρειο Ευβοϊκό. Σημαντικό μυθολογικό πρόσωπο από την Ανθηδόνα ήταν ο Γλαύκος ο Ανθηδόνιος, ο οποίος ήταν θαλασσινή θεότητα. Ήταν ένα είδος Τρίτωνα, από την μέση και πάνω άνδρας και από την μέση και κάτω ψάρι. Σώζεται αρχαίο νόμισμα που φέρει στη μία όψη του τη μυθολογική παράσταση του Γλαύκου στο αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας.
Σημαντικός αρχαιολογικός οδηγός για τη πόλη της Ανθηδόνας αποτελεί ο αρχαίος Έλληνας περιηγητής Παυσανίας με έργο του «Ελλάδος Περιήγησις» και συγκεκριμένα τον τόμο «Βοιωτικά». Με τις ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί έχουν βρεθεί σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων ναοί των Καβείρων, της θεάς Δήμητρας και της Περσεφόνης. Επίσης κοντά στο λιμάνι της πόλης έχει βρεθεί και παλαιοχριστιανική βασιλική εκκλησία, των υστερορρωμαϊκών χρόνων.
Το λιμάνι της Ανθηδόνας ήταν ευρύχωρο για τα δεδομένα της εποχής, διέθετε ακόμα και δύο λιμενοβραχίονες, το στόμιο των οποίων μπορούσε να κλείνει με αλυσίδα με σκοπό τη προστασία του λιμένος από εχθρικές επιδρομές, όπως επίσης και από τους ισχυρούς βοριάδες. Η πόλις επήλθε σε παρακμή κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, λόγω των επιδρομών πειρατών. Αυτό ανάγκασε τους κατοίκους της να αποτραβηχτούν προς το εσωτερικό και συγκεκριμένα στις βόρειες υπώρειες του όρους Μεσσάπιο (σημερινή ονομασία Κτυπάς) και να ιδρύσουν έναν κτηνοτροφικό οικισμό που αποτέλεσε τον πυρήνα της σημερινής κοινότητας των Λουκισίων. Κατά τη μετάβασή τους από την παραλία στις υπώρειες του όρους μετέφεραν οικοδομικό υλικό από τα προγενέστερα κτίσματα με το οποίο εν μέρει χτίστηκε ο μικρός ναός του Αγ. Γεωργίου ευρισκόμενος σήμερα έξω από το χωριό Λουκίσια.
Το ναικό αυτό οικοδόμημα παρέχει πολύτιμα στοιχεία για τη μελέτη της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και έχει αποκαταστάθεί από το ΥΠΠΟ (Ιούλιος 2010). Ανασκαφές στο χώρο του αρχαίου λιμένος έχουν παραγματοποιηθεί από Έλληνες, αλλά και από Γερμανούς και Αμερικάνους ανασκαφείς.
πηγή:newsit