Έναν νέο κύκλο αυξήσεων των αμοιβών που αναμένεται να επεκταθεί σε όλους τους εργαζομένους σηματοδότησε η ανακοίνωση της δεύτερης δόσης αυξήσεων στον κατώτατο μισθό κατά 7,5%, εντός του τρέχοντος έτους, διαμορφώνοντάς τον στα 713 ευρώ.
Την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ μηνιαίως θα ακολουθήσουν η νέα αναπροσαρμογή των αμοιβών στις αρχές του 2023 και η επιστροφή των αυξήσεων στις συντάξεις – μετά από 13 χρόνια -, κάτι που «φιλοδοξεί» να αποτελέσει το βασικό «αντίδοτο» στην κλιμακούμενη έξαρση της ακρίβειας.
«Τώρα είναι η ώρα των εργαζομένων» τόνισε χαρακτηριστικά στο μήνυμά του ο πρωθυπουργός κ. Κ. Μητσοτάκης, ενώ ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης ξεκαθάρισε ότι η ετήσια διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού θα εκκινήσει – εκ νέου – στις αρχές του 2023.
Πιέσεις προς τις επιχειρήσεις
Ζητούμενο παραμένει κατά πόσο η συγκεκριμένη αύξηση του 7,5% θα «περάσει» στις κλαδικές συμβάσεις και στις καταβαλλόμενες αποδοχές, όπου οι αμοιβές είναι υψηλότερες από τα κατώτατα όρια.
Κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, καθώς θα πρέπει να συνομολογηθούν αντίστοιχες συμβάσεις σε ανάλογο ύψος. Οι μέχρι τώρα ενδείξεις (ΟΤΟΕ) κινούνται σε χαμηλότερο επίπεδο (5,5%), ωστόσο θεωρείται βέβαιο ότι οι πιέσεις προς τις επιχειρήσεις για αυξήσεις επί των συνολικών (υψηλότερων του κατώτατου) επιπέδου των αμοιβών θα ενταθούν, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός κινείται στα επίπεδα του 8%.
Απαντώντας στην ερώτηση που θέτουν η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα «γιατί δεν αφήνετε τους κοινωνικούς εταίρους να αποφασίσουν το ύψος του κατώτατου μισθού, όπως ζητούν η ΓΣΕΕ, η ΕΣΕΕ, η ΓΣΕΒΕΕ» το υπουργείο Εργασίας έδωσε την εξής απάντηση: «Οι κοινωνικοί εταίροι διατηρούν τη δυνατότητα να συμφωνήσουν υψηλότερες αποδοχές με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Δεν υπάρχει καμία απαγόρευση επ’ αυτού. Το σύστημα του διοικητικού καθορισμού του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους εφαρμόζεται από τις περισσότερες χώρες-μέλη της ΕΕ και επιπλέον είναι το σύστημα που προτείνεται από την Επιτροπή για τους ευρωπαϊκούς κατώτατους μισθούς».
Τα επιδόματα
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις ο νέος κατώτατος μισθός αυξάνεται από 1ης Μαΐου κατά 7,5%, ή 50 ευρώ τον μήνα και διαμορφώνεται σε 713 ευρώ τον μήνα, από 663 ευρώ που ήταν την 1η Ιανουαρίου 2022.
Αν συνυπολογισθεί και η προηγούμενη αύξηση του κατώτατου μισθού (κατά 2%), προκύπτει συνολική αύξηση κατά 9,7%, ή 63 ευρώ τον μήνα εντός του 2022 (από 650 ευρώ διαμορφώθηκε στα 713 ευρώ).
Αντιστοίχως, το ημερομίσθιο αυξάνεται σε 31,85 ευρώ, από 29,62 σήμερα. Η συγκεκριμένη αύξηση θα ισχύσει και για το καθεστώς των τριετιών, οι οποίες θα συνεχίσουν να καταβάλλονται σε όσους τις δικαιούνται.
Προσαυξήσεις 30%
Πιο συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο προσαυξάνονται μέχρι και 30% ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο/η εργαζόμενος/η πριν τις 14 Φεβρουαρίου του 2012.
Συνεπώς ο μηνιαίος μεικτός κατώτατος μισθός για τους εργαζομένους με τρεις τριετίες μπορεί να είναι έως και 213 ευρώ υψηλότερος (713 ευρώ + 30%).
Η αύξηση του κατώτατου μισθού συμπαρασύρει και το επίδομα ανεργίας. Σήμερα το ημερήσιο επίδομα είναι 16,29 ευρώ και το μηνιαίο 407,25 ευρώ. Από 1ης Μαΐου διαμορφώνονται αντίστοιχα στα 17,51 ευρώ το ημερήσιο και 438 ευρώ το μηνιαίο επίδομα (αύξηση κατά 31 ευρώ περίπου).
Επίσης με βάση τον κατώτατο αναπροσαρμόζονται μια σειρά επιδομάτων, όπως βοηθήματα ανεργίας, επίσχεσης εργασίας, παροχής μητρότητας, οι αποδοχές μαθητών σχολών μαθητείας κ.λπ.
Στην αναμονή οι συνταξιούχοι
Στις αρχές του έτους θα εκκινήσει – και πάλι – η διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού, ενώ πέραν των μισθών (που αναμένεται να επανέλθουν – τουλάχιστον για τα κατώτατα όρια – στα επίπεδα προ της περιόδου της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων), προβλέπονται αυξήσεις και για τις συντάξεις, γεγονός που θα «κλείσει» έναν «κύκλο συρρίκνωσης» δεκατριών ετών. Η αύξηση των συντάξεων – με τα σημερινά δεδομένα – αναμένεται να κινηθεί γύρω στο 4,5%.
Σύμφωνα με τον νόμο 4670/2020 οι αυξήσεις στις συντάξεις θα είναι ίσες με το 50% της μεταβολής του ΑΕΠ και επίσης 50% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (τιμάριθμος). Υπό τον περιορισμό συνολικά δεν θα ξεπερνούν το ύψος του μέσου ετήσιου πληθωρισμού. Αυτό σημαίνει ότι αν το ΑΕΠ αυξηθεί 4% εντός του 2022 και ο μέσος ΔΤΚ κινηθεί στο 5%, τότε η αύξηση στις συντάξεις θα είναι 4,5% (2% +2,5%).