Δε θα κάνω κάποια ανάλυση. Θα παραθέσω απλά μια αλληλουχία σκέψεων και συναισθημάτων που μου γέννησε αυτό που ήρθε στ’ αυτιά μου λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Πέμπτης.
Στίχοι βγαλμένοι μέσα από την πόλη, από το αστικό τοπίο, το γκρίζο, το άχρωμο. Ο ΛΕΞ, σαν ένας λυρικός ποιητής, ξετυλίγει με δεξιοτεχνία όλες αυτές τις εικόνες που βλέπουμε, γευόμαστε και νιώθουμε γύρω μας, μπλεγμένες με νοσταλγία.
Οι αναφορές στην πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, όπως πάντα έντονες. Εκείνος συνεχώς βρίσκεται στη γύρα, μιλά για τους δρόμους, τα σοκάκια και τις στοές της, για τις στιγμές μέσα από τις πολυκατοικίες, τα συνοικιακά μαγαζιά, τα μέρη που κυκλοφορούν οι άνθρωποι τις νύχτες, οι απλοί άνθρωποι που μετουσιώνονται σε στίχους, σαν να ξεπετάγονται από τις σελίδες ενός βιβλίου.
Με 11 tracks στο νέο άλμπουμ με τίτλο Γ.Τ.Κ., ο ΛΕΞ το έκανε και πάλι. Ξεπέρασε τον εαυτό του, με τον τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει, έφτιαξε ένα δίσκο καθαρά κοινωνικό, που μαρτυρά όλα όσα βλέπουμε και αγνοούμε, όλα όσα ακούμε στις ειδήσεις, όσα αναβιώνουμε μέσα από τη ρημασμένη πόλη.
Στο επίκεντρο οι άνθρωποι, τα νοικοκυριά, οι λαϊκοί, οι περιθωριακοί. Ένας δίσκος που καταφέρνει να συμπυκνώσει μέσα σε λίγες γραμμές την Ελλάδα της ανθρωπιστικής κρίσης.
Από τα παιδιά που δουλεύουν σε εξαντλητικούς ρυθμούς στα 24ωρα μαγαζιά, μέχρι τις αναφορές στα εργατικά δυστυχήματα και τους ανθρώπους που χάνουν τις ζωές τους με τις φόρμες εργασίας, στους ανθρώπους που δεν γυρνούν ποτέ στο σπίτι τους τα βράδια.
Από τις αιματοβαμμένες θάλασσές μας που έχουν πνίξει χιλιάδες ψυχές στα παγωμένα τους νερά, μέχρι και το κομμένο ρεύμα στα νοικοκυριά με μωρά παιδιά και τους κρατούμενους στις φυλακές, τους άστεγους, τους παρανόμους, ένα-ένα τα κομμάτια αφηγούνται τις μαύρες σελίδες μας, τις μικροκοινωνίες, το πλήθος που δεν βρίσκει χώρο να εκφραστεί.
Μιλά για τις κοινωνικές ανισότητες, για τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει στην πρόνοια, για εκείνους που έχουν μεγαλώσει στους δρόμους.
Τα beats -στην πλειοψηφία τους από Dof Twogee και δύο από Ortiz– δημιουργούν ένα συναίσθημα έντονης μελαγχολίας. Οι στίχοι που μιλούν για τη ζωή και το θάνατο, για το χώμα και τον ουρανό, δημιουργούν βαθιά ανατριχίλα. “Ο θείος μου μού έλεγε ό,τι σ’ σαρέσει όρμα του, γάμα τον κόσμο ώσπου να μπεις μες στο χώμα του”.
Αυτό το ραπ εμπεριέχει κάτι αληθινό και γνήσιο, βγαλμένο μέσα από τις ζωές των πολλών, που είναι σαν περιστέρια με κομμένα φτερά, χωρίς ελευθερίες, χωρίς φωνή κάτω από τα ραντάρ των μεγάλων δρόμων. “Αυτό είναι ραπ για τον λαό”, όπως λέει στις ρίμες του.
Εκείνος παρατηρεί και αποτυπώνει με λεπτομέρειες όλα τα στιγμιότυπα που βιώνει, αναλύει με τόση γλαφυρότητα που μαζί του πλάθεις νοερά τις οσμές, τους ήχους, τις εικόνες. Ένα ημερολόγιο για τα πάθη, τις δυσκολίες, τις ανησυχίες, τις χαμένες γενιές.
Το χθεσινό βράδυ, έπιασα τον εαυτό μου να ακούει τα κομμάτια ξανά και ξανά, στο repeat, μέχρι να εμπεδωθεί κάθε λέξη, αφού κάθε στίχος έχει ουσία και νόημα. Δεν θυμάμαι πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που εθίστηκα τόσο σε δίσκο, όμως αυτός θα χαραχτεί σε μυαλά και σε τοίχους, θα λερώσει πόλεις, θα ενοχλήσει, θα αφυπνίσει, θα γεμίσει ξανά τεράστια γήπεδα και θα ακούγεται.
Καθώς η ώρα περνούσε, όλοι στο feed μου μιλούσαν για το δίσκο, ανέβαζαν tracks, έγραφαν σχόλια. Σαν να τα ακούμε μαζί και συντονισμένα μέσα από ένα ραδιόφωνο, να μοιραζόμαστε τα βιώματα και να νιώθουμε λίγο από τον πόνο αυτών που τα κουβαλούν.
Εχθές τα μεσάνυχτα, όλη η Ελλάδα άκουγε ΛΕΞ.
reader.gr