Οι επιστήμονες πρόσφατα κατάφεραν να αποθηκεύσουν δεδομένα σε δομές γενετικού υλικού, κάτι που θα μπορούσε στο μέλλον να επιτρέψει την κατασκευή προηγμένων αποθηκευτικών μέσων με απίστευτες χωρητικότητες.
Όμως, οποιοδήποτε μέσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποθήκευση πληροφορίας που μπορεί να αναγνωστεί από ψηφιακά συστήματα, θα ήταν -θεωρητικά- δυνατόν να αξιοποιηθεί και για την διάδοση κακόβουλου λογισμικού.
Σύμφωνα μάλιστα με ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, τα κενά ασφαλείας στο σημερινό λογισμικό επεξεργασίας DNA, μπορούν να επιτρέψουν την έκθεση υπολογιστικών συστημάτων σε τέτοιο “μοριακό malware”. Ο κακόβουλος κώδικας θα μπορούσε να αποθηκευθεί σε γενετικό υλικό και όταν το software θα καλούταν να το αναλύσει, αυτός θα μπορούσε να εκτελεστεί, εκτιμούν οι ερευνητές.
“Προκειμένου να διαπιστώσουμε εάν κάτι τέτοιο μπορεί να υλοποιηθεί, αξιοποιήσαμε μια γνωστή ευπάθεια σε λογισμικό ανάλυσης DNA. Στη συνέχεια δημιουργήσαμε ένα συνθετικό σκέλος DNA, στο οποίο ενσωματώθηκε κακόβουλος κώδικας.”
Με αυτή τη μέθοδο, η ομάδα των επιστημόνων κατάφερε να αναλάβει απομακρυσμένα τον έλεγχο του εκτεθειμένου υπολογιστή.
Ωστόσο, είναι προς το παρόν δύσκολο η συγκεκριμένη τεχνική να χρησιμοποιηθεί ευρέως, αφενός λόγω της εξειδικευμένης χρήσης του ευπαθούς λογισμικού κι αφετέρου λόγω της υψηλής δυσκολίας του εγχειρήματος.
“Ακόμα κι αν κάποιος ήθελε να καταφέρει κάτι τέτοιο για κακόβουλους σκοπούς, ίσως και να μην τα κατάφερνε. Είναι πάντως πιθανό, όπως διαπιστώσαμε”, αναφέρει ο Lee Organick, μέλος της ομάδας ερευνητών.
Μπορείτε να βρείτε την πλήρη έρευνα εδώ.