Η αφορμή για τη συνέντευξη με τον Χαλίμ, ήταν μια ανάρτηση ενός κοινού μας φίλου, του Νίκου Γρεβενίτη, που τυχαία έπεσε στο μάτι μου χαζεύοντας στο fb. Ήταν μια φωτογραφία με τον Χαλίμ και λίγους φίλους σε ένα τραπέζι με μεζέδες και κρασί.
Και λίγα λόγια καρδιάς στη λεζάντα. (ανάρτηση) “Ο Halim Ali με τη βοήθεια σας απέκτησε χαρτιά… Θα δει τη μητέρα και τ αδέρφια του μετά από 12 χρόνια…
Και τα λόγια έφεραν εικόνες στο μυαλό μου. Ο Χαλίμ με το ποδήλατο να χαμογελάει. Ο Χαλίμ να καθαρίζει τζάμια και να χαμογελάει. Ο Χαλίμ να πανηγυρίζει στο γήπεδο του ΔΑΚ και να χαμογελάει…
Της Λίλιαν Χαχοπούλου
Αναρωτήθηκα πως γίνεται αυτό το “ξένο” έγχρωμο παιδί, να είναι τόσο αναγνωρίσιμο και αγαπητό σε όλη την πόλη; Πως έφτασε στη Λαμία και τι είναι αυτό που τον έκανε κομμάτι της τοπικής κοινωνίας μας; Από που ήρθε και πως νιώθει που μετά από 12 χρόνια θα ξαναδεί την οικογένεια του. Θα είχε ενδιαφέρον να του ζητήσω να μιλήσουμε για τη ζωή του, σκέφτηκα.
Η πρώτη απόπειρα να μιλήσουμε, ήταν αστεία και χωρίς αποτέλεσμα μιας και εκείνος δεν μπορούσε να διαβάσει λέξη ελληνικά και εγώ δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε γράμμα από τα Βεγγαλικά. Τη γλώσσα του. Έτσι, κανείς μας δεν κατάλαβε τίποτα!
Τελικά ο Χαλίμ, στέλνει ένα ηχητικό μήνυμα όπου με τα σπαστά ελληνικά του μου εξηγεί ότι “ντεν καταλαβαίνει” και εγώ ζητώ από τον bro του, τον Νίκο Γρεβενίτη, να κάνει τον “μεταφραστή”….
Το επόμενο απόγευμα ο Χαλίμ καταφτάνει στο LamiaNΟW παρέα με τον “bro” . Με το πλατύ του χαμόγελο και ένα μεγάλο ντοσιέ γεμάτο χαρτιά, πιστοποιητικά, αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων. Ένας νομοταγής πολίτης, που όμως για πολλά χρόνια, για το κράτος μας και τους νόμους του, θεωρούνταν ένας άνθρωπος-φάντασμα. Ένας πολίτης που μπορούσε να έχει ΑΦΜ και φορολογική δήλωση αλλά δεν μπορούσε να εξασφαλίσει παρά μόνο προσωρινές άδειες παραμονής με συνεχείς παρουσίες στο Αστυνομικό Τμήμα. Και ενδιάμεσα, κάτι μήνες στα κρατητήρια της Αστυνομίας…
Έτος 2006. Το ταξίδι του Χαλίμ ξεκινά…
Μπαγκλαντές. Μια χώρα της Ασίας 16 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα. Μια χώρα που σφαδάζει αργοπεθαίνοντας, χτυπημένη από την πολιτική αστάθεια. Τη φτώχεια. Την πείνα. Υποσιτισμένα παιδιά. Γονείς που πωλούν στη μαύρη αγορά ακόμη και τα όργανά τους για να επιβιώσει η οικογένεια.
Ο Χαλίμ ζει σε χωριό του Μπαγκλαντές με τους γονείς και τα δύο του αδέρφια. Όταν γίνεται 20 χρονών ο πατέρας του, με χίλιες δυο θυσίες καταφέρνει να συγκεντρώσει το ποσό που ζητούν οι δουλέμποροι για να σε πάνε μακριά. Το ταξίδι προς το καλύτερο αύριο, οδηγεί τον Χαλίμ στο Ντουμπάι.
Πιάνει δουλειά σε ένα βενζινάδικο. Οι συνθήκες ζωής σαφώς καλύτερες. Όμως το σύστημα εκεί επιτρέπει μόνο μία εργασία ακόμη και αν τα χρήματα δεν καλύπτουν τις ανάγκες σου. Ο μισθός του Χαλίμ είναι λιγοστός. Ούτε λόγος να μαζέψει χρήματα για την οικογένεια που έμεινε πίσω…
Ένας Έλληνας τον παρακινεί να εγκαταλείψει το Ντουμπάι. “Πήγαινε στην πατρίδα μου, την Ελλάδα, είναι πολύ συμπατριώτες σου εκεί” του λέει.
Έτος 2012. Ο Χαλίμ με αιματηρές οικονομίες, συγκεντρώνει χρήματα και με τον ίδιο τρόπο, καταφέρνει να φτάσει μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα. Ο δουλέμπορος, τον αφήνει στα σύνορα. Από εκεί περνάει στον Έβρο. Ταλαιπωρημένος, βρώμικος και πεινασμένος από το μακρύ και δύσκολο ταξίδι. Με μόνη περιουσία ένα σακίδιο, με λίγα πράγματα και μερικά ψιλά στην τσέπη. Στον σταθμό των τρένων ζητάει ένα εισιτήριο για την “Αθήνα”. Η Αθήνα, ήταν μία από τις δυο τρεις λέξεις που γνώριζε στα Ελληνικά. Και αν και η πρωτεύουσα ήταν ο προορισμός, η ατυχία -ή τελικά η τύχη του Χαλίμ- δεν ήθελε να φτάσει ως εκεί.
Το τρένο κάνει στάση στο Λιανοκλάδι και ο ελεγκτής τον κατεβάζει, εξηγώντας του ότι τα χρήματα που είχε πληρώσει για εισιτήριο έφταναν μόνο μέχρι εκεί. Ο Χαλίμ δεν καταλαβαίνει. Τώρα, βρίσκεται μόνος, εξαντλημένος, νηστικός σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Αβοήθητος και τρομαγμένος. Δύο ημέρες μετά παραμένει ακόμα εκεί, αφού δεν έχει λεφτά να μετακινηθεί από το Λιανοκλάδι στη Λαμία. Μαζεύει όσο κουράγιο του απομένει και ξεκινάει με τα πόδια, για την πόλη που βλέπει από μακριά. Τη Λαμία.
Πρώτη φορά “Λαμιώτης”
Στο κέντρο της πόλης συναντά δύο συμπατριώτες του. Του προσφέρουν στέγη, αρκεί να μοιράζεται τα έξοδα.Και ξεκινάει τα πρώτα μεροκάματα στα χωράφια. Πάντα με το φόβο μην το πιάσουν χωρίς “χαρτιά” αφού είναι παράνομα εισερχόμενος στη χώρα. Λίγο καιρό αργότερα, ένας από τους συμπατριώτες του, εγκαταλείπει την Ελλάδα και του αφήνει την δική του “επιχείρηση”. Έναντι 100 ευρώ, ο Χαλίμ εξασφαλίζει την “επιχείρηση καθαρά τζάμια”. Για να ακριβολογούμε, ήταν μια λίστα, με δέκα μαγαζιά της πόλης μας που ήθελαν κάποιον να τους καθαρίζει τα τζάμια.
“Πήγαινα πρωί πρωί, καθάριζα τα τζάμια και έτρεχα με χίλια ξανά στο σπίτι. Κρυβόμουν από την αστυνομία” μας λέει προσπαθώντας να μας περιγράψει την αγωνία, το καρδιοχτύπι και το φόβο που κουβαλούσε κάθε στιγμή μέσα του. Και τελικά δεν τη γλυτώνει. Τρεις μήνες στα κρατητήρια της Λαμίας, και όταν αυτά γέμιζαν, στα Κ. Βούρλα. Και ξανά από την αρχή.
Μέχρι που “μια καλή κυρία Δήμητρα από την αστυνομία” -έτσι τη θυμάται ο Χαλίμ, του εξηγεί με πολύ υπομονή τη διαδικασία για να εκδώσει μια προσωρινή έστω, άδεια παραμονής. Η άδεια “βγαίνει” και εκείνος τυπικότατος ξαναγυρίζει στην “επιχείρηση καθαρά τζάμια”. Τυπικός και στις παρουσίες του στο Αστυνομικό Τμήμα, όπως ορίζει ο κανονισμός. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να ξεκινήσει τη διαδικασία χορήγησης ασύλου. Μόνο που οι επιτήδειοι, του τρώνε τα λεφτά και τον κοροϊδεύουν κανονικά και …χωρίς το νόμο.
Ο άνθρωπος – φάντασμα
Τα χρόνια περνούν, ο Χαλίμ κάνει τα 10 μαγαζιά της επιχείρησης 50. Το πελατολόγιο όλο και μεγαλώνει. Όλοι θέλουν τον Χαλίμ, γιατί εκτός από καθαρά τζάμια, βλέπουν σε αυτόν και καθαρά μάτια. Και κυρίως, μια καθαρή, πεντακάθαρη καρδιά. Το μελαμψό παιδί, που όλο χαμογελά αποκτά φίλους. Και οι φίλοι είναι εκείνοι που όταν μαθαίνουν πως ο Χαλίμ έχει πέσει ουκ ολίγες φορές έρμαιο ψευτο-δικηγόρων στην Αθήνα που αφού του παίρνουν τα λεφτά δεν εμφανίζονται ποτέ στο τμήμα Αλλοδαπών για την πολυπόθητη άδεια παραμονής, αναλαμβάνουν δράση. Λίγο πριν την απέλαση. Βρίσκουν την κατάλληλη δικηγόρο, που τους συμβουλεύει για τα απαραίτητα δικαιολογητικά, και σε χρόνο ρεκόρ πια, τα καταφέρνουν.
Ο φάκελος του Χαλίμ που τελικά κατατίθεται στο αλλοδαπών, στην Αθήνα, είναι γεμάτος υπεύθυνες δηλώσεις Λαμιωτών που δηλώνουν -και με το γνήσιο της υπογραφής- ότι ο Halim Ali είναι αποδεκτός από την τοπική κοινωνία. Μία μάλιστα από τις αιτήσεις, είναι υπογεγραμμένη από μια κυρία, φίλη του Χαλίμ που δήλωνε -και μάλιστα με κάθε ειλικρίνεια τότε- ότι προτίθεται όταν νομιμοποιηθεί να τον παντρευτεί. Η ανταπόκριση του κόσμου συγκινητική. Όλοι στέκονται στο πλευρό του για να τον βοηθήσουν. Και τελικά, ο φάκελος για τη χορήγηση ασύλου εγκρίνεται και ο Χαλίμ μετά από 6 ολόκληρα χρόνια,νομιμοποιείται.
Πρωτοχρονιά στο Μπαγκλαντές με την οικογένεια του
Η καινούρια χρονιά θα βρει τον Χαλίμ στην πατρίδα του, στο χωριό του. Θα ξαναδεί τη μητέρα και τον πατέρα του ξανά μετά από 12 χρόνια. Θα ξανανταμώσει με τους δύο αδερφούς του, που τους αποχωρίστηκε όταν ακόμη ήταν παιδιά. Για πρώτη φορά, θα γνωρίσει τα δύο μικρότερα αδέρφια του, ένα αγόρι και ένα κοριτσάκι που γεννήθηκαν, όταν εκείνος είχε ήδη φύγει από το σπίτι. Τα έχει δει μόνο σε φωτογραφίες. “Το πρώτο πράγμα που θα κάνω είναι να σφίξω στην αγκαλιά μου τη μάνα μου” λέει και τα μάτια του γίνονται υγρά. Λίγο πριν δακρύσουν. Η μητέρα του Χαλίμ αρρώστησε, νοσηλεύτηκε και εκείνος ένιωσε την αγωνία της από χιλιόμετρα μακριά. Τώρα δεν κρατιέται από τη χαρά του…
Αλλά ο Χαλίμ θα ξαναγυρίσει, γιατί είναι Λαμιώτης και… cartoonistas!
“Θα δω την οικογένεια μου και στις αρχές του Ιανουαρίου θα γυρίσω πίσω στη Λαμία” λέει, και γελάει με την ψυχή του όταν ο bro, το alter ego, ο κολλητός του, ο Νίκος Γρεβενίτης, τον κατσαδιάζει “Κοίτα αδερφέ να σε παντρέψει η μάνα σου με καμιά ντόπια νύφη και να μείνεις εκεί…”
Οι δυο τους γνωρίστηκαν ένα ξημέρωμα, στο cartoon. Ο Χαλίμ είχε μπει με το γνωστό χαμόγελο στα χείλη και είχε παραγγείλει έναν καφέ με “όχι με πολύ ζάχαρη – όχι καθόλου ζάχαρη” εννοώντας περιφραστικά…τον μέτριο. Μέρα με τη μέρα και καφέ με τον καφέ, δύο άνθρωποι με διαφορετικό χρώμα, καταγωγή, θρησκεία, γλώσσα, κατάφεραν να χτίσουν μια αδερφική φιλία. Από αυτές που σπάνια στις μέρες μας συναντάς.
“Είναι ψυχούλα, αυτός ο άνθρωπος δεν γίνεται να μην σε συγκινήσει. Τον έχω δει να κλαίει σαν μικρό παιδί, όταν η μάνα μου βρήκε και του χάρισε το παλιό μου ποδήλατο, γιατί το δικό του το είχαν κλέψει. Μια πράξη απλή και ασήμαντη για όλους εμάς, για εκείνον ήταν μια πράξη ευγνωμοσύνης. Μια ευγνωμοσύνη που ανταπέδωσε αληθινά και απλόχερα με τη σειρά του, στη δική μου μάνα. Που την ένιωθε πλέον και για δική του… Δεν γίνεται να μην αγαπάς ένα παιδί που όταν στο μαγαζί καθιερώθηκε ο καφές σε αναμονή, ήταν εκείνος που πρώτος άφησε 3 ευρώ για να πιει καφέ και να φάει κάτι κάποιος που είχε μεγαλύτερη ανάγκη από εκείνον. Και από τότε, το έκανε κάθε μέρα”
Το… εσπρεσάκι με τον Τσίπρα και ο “Βασιλάρος”!
Χάρη λοιπόν σε αυτή τη φιλία, ο Χαλίμ έμαθε μεταξύ άλλων να ακούει Παπακωνσταντίνου. Τον Βασιλάρο. (Όλες οι λέξεις για τον Χαλίμ τονίζονται στην προπαραλήγουσα). Να τρώει κοτοπούλο και σπληναντέρο. Να χτυπιέται στην κερκίδα στους αγώνες της Λαμίας. “Μόνο Λαμία και Μπαρτσελόνα” λέει και το ζει, φορώντας το τιμημένο κασκόλ των κυανόλευκων. Άλλωστε ο Χαλίμ είναι και ιδρυτικό μέλος των cartoonistas!
Την κουβέντα για την ομάδα, διακόπτει η προσήλωση του Χαλίμ στην τηλεόραση, την ώρα που παίζει δηλώσεις του πρωθυπουργού. Και εκεί είναι που μαθαίνουμε, ότι όχι μόνο αναγνωρίζει τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά έχουν βρεθεί και δίπλα στη Λαμία, στο καφέ, να πίνουν εσπρεσάκι με όχι πολύ ζάχαρη-όχι καθόλου ζάχαρη. Την εποχή που ο σημερινός πρωθυπουργός δεν ήταν καν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και είχε έρθει για κομματικές επαφές στην πόλη μας…
“Θέλω να παντρευτώ Λαμιώτισσα…”
Έχοντας πια την ασυλία, δουλειά και καλούς φίλους, ο Χαλίμ, συνεχίζει τη ζωή του με καινούρια όνειρα. Θέλει να μαζέψει χρήματα και να ανοίξει ένα μικρό καφέ. Να παντρευτεί Λαμιώτισα. “Απ’ έξω ας είναι έτσι και έτσι. Από μέσα να είναι όμορφη πολύ!”
Είπαμε και άλλα πολλά με τον Χαλίμ. Κάποιες φορές συγκινηθήκαμε. Άλλες γελάσαμε. Αλλά αυτά θα μείνουν μεταξύ μας. Μεταξύ φίλων. Γιατί με τον Χαλίμ, γίναμε φίλοι. Όπως όλοι όσοι τον γνωρίζουν. Ακόμη και εκείνοι που δεν συμπαθούν τους έγχρωμους. Τους μετανάστες. Ο Χαλίμ, το παιδί με το πλατύ χαμόγελο κατάφερε κάτι πολύ πιο σπουδαίο από το να μην απελαθεί. Κατάφερε, με τη ζεστή του καρδιά να απελάσει τον ρατσισμό….
Αυτή είναι η ιστορία του Χαλίμ. Ή μάλλον ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας ενός παιδιού που ταξίδεψε 8.717 χλμ, άλλαξε δύο ηπείρους και πέρασε από 5 χώρες για να γίνει…Λαμιώτης!
Υ.Γ. Να περάσεις όμορφα στην πατρίδα σου Χαλίμ, να χορτάσεις αγκαλιές με τη μάνα, τον πατέρα, τα αδέρφια σου. Και μετά να μας ξανάρθεις. Εδώ, στην πόλη που αγαπάς και σε αγαπάει. Ευχαριστώ που μου άνοιξες την καρδιά σου Χαλίμ….
Συγκινητικο. Ποσοι αλλοι ομως χαλιμ στην πολη μας,στη χωρα μας, στον κοσμο.Δεν τους ξερει κανεις, δεν θα τους παρει συνεντευξη κανεις.κι`απο την αλλη ποσοι τυχοδιοκτες, με την κακη ενοια,ακολουθουν την ιδια διαδρομη με τον χαλιμ.Οσο για το σχολιο παραπανω του ανωνυμου-παντος εσυ δεν εισαι το μελλον ουτε της πολης ουτε της χωρας ποσο μαλλον της ανθρωποτητας!
το καλυτερο παιδι ασχετα απου ηρθε ο πιο αγαπητος σε ολους μας και ευχομε κατω στην πατριδα που θα παει να περασει ομορφα και τον περιμενουμε να επιστρεψει ξανα κοντα μας
Ανώνυμε,επειδή εκτός απο κατσαπλιας είσαι και βραδείας καύσεως,αν κατάλαβες,το βασικό μήνυμα της ιστορίας,είναι πως ένας άνθρωπος με εντελώς διαφορετικά φυλετικά χαρακτηριστικά ενσωματώθηκε στην Ελληνική κοινωνία.Και νοιωθει σαν Έλληνας.
καλος και αξιος, αλλα ξερετε ποσα παλικαρια παλευουν για να ζησουν στον τοπο μας?
αυτος ειναι το μελλον της πολης , της χωρας? α ξυπνατε ορε