Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, όσο σημαντικοί είναι οι ρόλοι του προπονητή και των ποδοσφαιριστών, άλλο τόσο είναι και τα πόστα του τεχνικού διευθυντή ή του διευθυντή του ποδοσφαιρικού τμήματος και των σκάουτερ-αναλυτών που έχει κάθε σύλλογος. Οι διευθυντές είναι αυτοί που επιλέγουν τα «εργαλεία» (προπονητές – ποδοσφαιριστές) για να γίνει η δουλειά μέσα στο γήπεδο και συνήθως μένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας μετά τις επιτυχίες.
«Δεν καταλάβαινα ποτέ και δεν το καταλαβαίνω ούτε τώρα τι σημαίνει διευθυντής ποδοσφαίρου. Είναι κάποιος που στέκεται στον δρόμο και κατευθύνει δεξιά κι αριστερά τους παίκτες;» δήλωνε με περίσσιο σαρκασμό ο Αρσέν Βενγκέρ στις αρχές του 2017. Ο Αλσατός τεχνικός λίγο προτού βγει στη σύνταξη αποχαιρετώντας την Αρσεναλ έδειξε να μην μπορεί να συμβαδίσει με τα νέα πρότυπα των επαγγελματικών ομάδων.
Ωστόσο, εκείνη την περίοδο που έκανε τη συγκεκριμένη δήλωση η πρώην ομάδα του, η Μονακό, έτριβε τα χέρια της από ικανοποίηση γιατί μετά τον Λουίς Κάμπος, τον Πορτογάλο πρώην σκάουτερ της Ρεάλ Μαδρίτης, είχε εμπιστευτεί το καλοκαίρι του 2016 τη θέση του διευθυντή ποδοσφαίρου σε έναν άγνωστο στο ευρύ κοινό Ισπανό, ο οποίος ανέβασε τον πήχη ακόμη ψηλότερα.
Γιατί ο Αντόνιο Κορδόν μπορεί να μην έκανε τον τροχονόμο στο προπονητικό κέντρο της Μονακό, όπως περιπαικτικά πίστευε ο Βενγκέρ, αλλά οργάνωσε ακόμη καλύτερα την ποδοσφαιρική πυραμίδα των Μονεγάσκων, οι οποίοι πανηγύρισαν τον τίτλο στην πρώτη του σεζόν και προχώρησαν σε πωλήσεις-ρεκόρ προμηθεύοντας τα κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα με τα εξαιρετικά «προϊόντα» τους.
Και ο άγνωστος στους πολλούς, αλλά διάσημος στην ποδοσφαιρική κοινωνία Αντόνιο Κορδόν είναι ο νέος αθλητικός διευθυντής του Ολυμπιακού αναλαμβάνοντας την πρόκληση της… ανακατασκευής της ερυθρόλευκης ποδοσφαιρικής μηχανής.
Το στοίχημα
Η Μπανταχόθ, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στη νοτιοδυτική Ισπανία, στα σύνορα με την Πορτογαλία, δεν ήταν ποτέ διάσημη για την αθλητική της παράδοση.
Σε αυτή την άγονη και χωρίς ιδιαίτερη βιομηχανική παραγωγή περιοχή οι περισσότερες προσπάθειες για να προκύψει μια καλή επαγγελματική ομάδα σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ απέτυχαν παταγωδώς.
Ωστόσο, στην πόλη των 150.000 ψυχών γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Αντόνιο Κορδόν, ο οποίος ξεκινώντας από πολύ χαμηλά έφτασε χωρίς τυμπανοκρουσίες να ανήκει στην ελίτ της συγκεκριμένης κατηγορίας των ποδοσφαιρικών στελεχών και είναι ο νέος αθλητιικός διευθυντής του Ολυμπιακού.
Μιλώντας πάντα με ποδοσφαιρικούς όρους, η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο deal του Βαγγέλη Μαρινάκη είναι ξεκάθαρα «μεταγραφή αεροδρομίου» δείχνοντας και την πρόθεσή του να επαναφέρει άμεσα τους ερυθρόλευκους σε τροχιά πρωταθλητισμού.
Γιατί δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να πείσεις έναν άνθρωπο που εμφανίστηκε ως βασικός υποψήφιος για να αναλάβει το ίδιο πόστο στην Μπαρτσελόνα (αλλά εν τέλει παρέμεινε στη θέση του ο τεχνικός διευθυντής των μπλαουγκράνα) και έχει στα χέρια του επίσημη πρόταση από την Αστον Βίλα να αρνηθεί την προοπτική της Premier League και να έρθει στην Ελλάδα.
Η φιλοσοφία του
Ο Κορδόν δεν είναι ο πρώτος Ισπανός που έρχεται να αναλάβει το πόστο του διευθυντή στους ερυθρόλευκους. Αντιθέτως, είναι ο τρίτος και όλοι τους έχουν έρθει επί των ημερών του Βαγγέλη Μαρινάκη. Ο Εντουάρντο Μαθία ήταν μάλιστα μία από τις πρώτες του προσθήκες όταν ανέλαβε τα ηνία των ερυθρολεύκων (το 2011), ωστόσο αποχώρησε λίγους μήνες αργότερα, ενώ το ίδιο συνέβη και με τον Μάριο Ουσίγιος έξι χρόνια αργότερα (το 2017). Τώρα, πάλι με διαφορά έξι ετών, η σκυτάλη περνά στα χέρια ενός Ισπανού, ο οποίος στα 24 χρόνια που είναι ποδοσφαιρικό στέλεχος στο υψηλότερο επίπεδο, έχει καταφέρει σπουδαία πράγματα τα οποία οι ερυθρόλευκοι ευελπιστούν να δουν και στη δική τους ομάδα.
Οσοι έχουν συνεργαστεί μαζί του τον περιγράφουν ως μεθοδικό, αναλυτικό, απόλυτο επαγγελματία, με εντελώς συντηρητικό προφίλ – όχι ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αλλά τις δημόσιες εμφανίσεις και τοποθετήσεις του.Ο Κορδόν αρέσκεται να απολαμβάνει τους θριάμβους του διακριτικά, αφήνοντας την προβολή για τους προπονητές και τους ποδοσφαιριστές. Στη δική του λογική, η ομάδα, το σύνολο, είναι πάνω απ’ όλους και η διασφάλιση του καλού κλίματος στα αποδυτήρια, σε συνδυασμό με την ενότητα για την επίτευξη των στόχων, είναι το άλφα και το ωμέγα. Γενικά, δεν βγαίνει στο προσκήνιο παρά μόνο όταν το κρίνει ο ίδιος σκόπιμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι επικοινωνιακός.
Το αντίθετο μάλιστα, καθώς μέσα στην πορεία του στον χώρο του ποδοσφαίρου θεωρεί ότι το κλειδί για την επιτυχία μιας ομάδας δεν έγκειται μόνο στη μέθοδο που χρησιμοποιεί ένας αθλητικός διευθυντής, αλλά στην υποστήριξη και τη δέσμευση στον στόχο της διοίκησης, των παικτών, των οπαδών και του Τύπου. Ο Κορδόν, παρόλο που μετά τη Βιγιαρεάλλ δεν έμεινε περισσότερο από τρία χρόνια σε μια ομάδα, πιστεύει ακράδαντα στα μακροπρόθεσμα πρότζεκτ και είναι της λογικής «πηγαίνουμε βήμα-βήμα γιατί το να βιάζεσαι δεν είναι καλός σύμβουλος».
Και εμμέσως αυτό επιβεβαιώνεται από τις πρώτες ημέρες παρουσίας του στον Ολυμπιακό, καθώς όσοι πόνταραν τα λεφτά τους στο να ανακοινωθεί γρήγορα και ο νέος προπονητής πήγαν στον κουβά.
Ο Ισπανός σε αυτές τις 20 ημέρες που ενεπλάκη στην ερυθρόλευκη πραγματικότητα (έχοντας συναντηθεί τρεις φορές με τον Βαγγέλη Μαρινάκη προτού πει το τελικό «ναι») έχει φροντίσει να μάθει τα πάντα για την ομάδα, τις επαφές που είχαν προηγηθεί με υποψήφιους τεχνικούς και πλέον μέσα και από τη δική του λίστα θα επιλέξει τον άνθρωπο που θα αναλάβει το χτίσιμο της νέας ομάδας – και κατόπιν τα «υλικά» που θα παραμείνουν και θα προστεθούν στο ρόστερ.
Τι θα πρέπει να περιμένουν από δω και πέρα οι ερυθρόλευκοι από τον νέο τους αθλητικό διευθυντή; Την αξιοποίηση τόσο των σημαντικών επαφών που έχει σε Ισπανία, Γαλλία όσο και του εξαιρετικού ονόματος που έχει ο ίδιος στην ποδοσφαιρική αγορά.
Ο Κορδόν έχει πλούσιο δίκτυο σε Λατινική Αμερική και Δυτική Ευρώπη και ξέρει να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σε κάθε ομάδα.
Στη Βιγιαρεάλ και την Μπέτις τα οικονομικά δεδομένα δεν επέτρεπαν δαπανηρές κινήσεις, αλλά μετέτρεψε τις μεταγραφές «value for money» σε επιστήμη, ενώ δίνει τεράστια σημασία στις υποδομές. Και αυτό αφορά τόσο τις εγκαταστάσεις όσο και τις αναπτυξιακές ομάδες. Στο πρώτο κομμάτι, οι ερυθρόλευκοι διαθέτουν ένα υπερσύγχρονο αθλητικό κέντρο, αλλά στο δεύτερο θεωρείται σίγουρο ότι θα βάλει τη δική του σφραγίδα προκειμένου ο Ολυμπιακός μέσα στα επόμενα χρόνια να έχει πολύ περισσότερα παιδιά από τις ακαδημίες στην πρώτη του ομάδα.
Το θαύμα της Βιγιαρεάλ
Στην ποδοσφαιρική πιάτσα της Ευρώπης, από ένα σημείο και μετά οι περισσότεροι τον αποκαλούν «Γκαστόνε», καθότι οι αντίζηλοί του θεωρούν ότι έχει άστρο αφού προσπερνά εύκολα τις ικανότητες και τη διορατικότητά τους. Ωστόσο, στα πρώτα βήματα της καριέρας του (την εξέλιξη της οποίας κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει) ήταν γνωστός ως «ο άνθρωπος από την Μπανταχόθ».
Ουσιαστικά, ο Κορδόν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο ποδοσφαιρικό προσκήνιο της Ισπανίας ως μέλος της προπονητικής ομάδας της απίθανης Βιγιαρεάλ. Η εν λόγω ομάδα που εδρεύει στην ομώνυμη κωμόπολη των 50.000 κατοίκων, εκ των οποίων οι μισοί είναι κάθε 15 ημέρες στο γήπεδο, κόντρα σε κάθε λογική έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ και θα ήταν και στον τελικό αν δεν έχανε ο Χουάν Ρομάν Ρικέλμε το πέναλτι κόντρα στην Αρσεναλ.
Εκεί ο Κορδόν, ο οποίος τη δεκαετία του ’80 δούλευε ως καθηγητής Φυσικής Αγωγής με ειδικότητα στο ποδόσφαιρο στο σχολείο Σαν Αγκουστίν της Μαδρίτης (ανήκει στις σχολές ποδοσφαίρου της Ρεάλ και βρίσκεται στα πέριξ του Μπερναμπέου), βρέθηκε αρχικά ως αναλυτής, κατόπιν έγινε σκάουτερ και λίγο μετά τη νέα χιλιετία ανέλαβε υπεύθυνος του τμήματος σκάουτινγκ. Θέση που διατήρησε έως το 2008, όταν και πήρε προαγωγή αναλαμβάνοντας διευθυντής του ποδοσφαιρικού τμήματος.
Στο Ελ Μαδριγάλ, η παλιά ονομασία του γηπέδου που πλέον λέγεται Θεράμικα, έμεινε 17 ολόκληρα χρόνια. Οταν το 2016 ανακοίνωσε την αποχώρησή του προκάλεσε σοκ στην κοινωνία της Βιγιαρεάλ. Και αυτό γιατί ήταν ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για τις πιο σημαντικές μεταγραφές, αλλά και τις χρυσές πωλήσεις της ομάδας. Αυτός είχε ανακαλύψει τον Σάντι Καθόρλα στην Κ19 της Οβιέδο, αυτός έφερε στην Ευρώπη τον Ντιέγο Γοδίν, αυτός έφερε στη Βιγιαρέαλ τους Ντιέγο Φορλάν και Χουάν Ρομάν Ρικέλμε, που θεωρούνταν τελειωμένοι σε Γιουνάιτεντ και Μπαρτσελόνα αντίστοιχα, και πολλούς άλλους.
Το άλμα στη Μονακό
«Δεν μπορούσα να αρνηθώ την πρόταση που μου έγινε, αλλά φεύγω με πόνο καρδιάς», ήταν τα λόγια του στο επίσημο αντίο. Μετά από λίγες ημέρες προκάλεσε και δεύτερο σοκ καθώς την ώρα που όλοι στοιχημάτιζαν μεταξύ Παρί Σεν Ζερμέν και Τσέλσι, ο Κορδόν ανακοινώθηκε ως ο νέος ποδοσφαιρικός διευθυντής της Μονακό.
Εκεί διαδέχθηκε τον Πορτογάλο Λουίς Κάμπος, ο οποίος είχε βάλει τις βάσεις για την ομάδα-όνειρο του Λεονάρντο Ζαρντίμ, πρώην προπονητή του Ολυμπιακού. Πρώτη κίνηση του Ισπανού ήταν η πρόωρη ανανέωση του συμβολαίου του 17χρονου τότε Κιλιάν Εμπαπέ, ο οποίος το επόμενο καλοκαίρι πουλήθηκε αντί 180 εκατ. ευρώ στην Παρί.
Στη μοναδική σεζόν που έμεινε στο πριγκιπάτο πανηγύρισε την κατάκτηση του τίτλου (ο πρώτος μετά από 17 χρόνια σπάζοντας την τετραετή κυριαρχία της Παρί) και την πρόκριση στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά το καλοκαίρι η ομάδα ξεκληρίστηκε, καθώς όλα τα αστέρια της, ο ένας μετά τον άλλον (Σίλβα, Φαμπίνιο, Μεντί, Μπακαγιόκο, Σιντιμπέ), αποχώρησαν, για να ακολουθήσει ο Κορδόν.
Το πρότζεκτ της Μονακό δεν ήταν πια ελκυστικό, ο ίδιος όμως πλέον είχε καθιερωθεί στην ελίτ της ποδοσφαιρικής Ευρώπης και ο επόμενος σταθμός του ήταν μια εντελώς διαφορετική πρόκληση: ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος της κινεζικών συμφερόντων και κεφαλαίων εταιρείας holding (συμμετοχών) HOPE, η οποία είχε στην κατοχή της τέσσερις ποδοσφαιρικές ομάδες (Γρανάδα στην Ισπανία, Πάρμα στην Ιταλία, Τοντέλα στην Πορτογαλία και την κινεζική Τσονγκίνγκ Ντανγκντάι Λιφάν). Ο Κορδόν ήταν ο επικεφαλής όλου του εγχειρήματος έχοντας σημαντικές επιτυχίες – η πιο μεγάλη ήταν η άνοδος της Γρανάδα στη La Liga.
Τον Ιανουάριο του 2020, λίγο πριν μπει στη ζωή μας ο κορωνοϊός, ο Κορδόν σόκαρε και πάλι φίλους και εχθρούς καθώς ανέλαβε διευθυντής ποδοσφαίρου στην Ομοσπονδία του Εκουαδόρ! Η χώρα της Λατινικής Αμερικής τού εμπιστεύτηκε την αναδιοργάνωση όλης της ποδοσφαιρικής πυραμίδας προκειμένου να επιστρέψει η εθνική ομάδα σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου, αλλά η επέλαση της πανδημίας διέκοψε άδοξα τη συνεργασία των δύο πλευρών και έστειλε τον Κορδόν στην αγκαλιά της Μπέτις και στο συναπάντημα με τον παλιόφιλό του Μανουέλ Πελεγκρίνι.
Ο Χιλιανός προπονητής ήταν για μια πενταετία στον πάγκο της Βιγιαρεάλ (2004-2009) και γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις ικανότητές του απαίτησε από τη διοίκηση (που είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν υπάρχουν λεφτά για μεταγραφές και λόγω της πανδημίας) να τον φέρει στη Σεβίλη για να τον βοηθήσει στο χτίσιμο της νέας ομάδας.
Πελεγκρίνι και Κορδόν έκαναν και πάλι το θαύμα τους καθώς πραγματοποιώντας την πρώτη χρονιά μεταγραφές με μηδενικό κόστος (αγοράζοντας μόνο ελεύθερους) και τη δεύτερη ξοδεύοντας για προσθήκες το απίστευτο ποσό των 3,5 εκατ. ευρώ κατάφεραν την πρώτη σεζόν να βγουν στην Ευρώπη και τη δεύτερη να κατακτήσουν το Κύπελλο (ο πρώτος τίτλος του συλλόγου μετά από 17 ολόκληρα χρόνια).
Και όλα αυτά ενώ έκαναν και μεγάλες πωλήσεις (Λο Σέλσο, Σανάμπρια, Φεντάλ, Εμερσον). Η αποχώρησή του τον περασμένο Φεβρουάριο ήταν αναπάντεχη, καθώς άφησε στη μέση το έργο του προπονητικού κέντρου που θεωρούσε ότι θα άλλαζε επίπεδο στον σύλλογο. Πάντως είχε φροντίσει να βάλει τον πήχη ψηλά, και τώρα το ίδιο περιμένουν και στο μεγάλο λιμάνι…
protothema.gr