Ποιες προϋποθέσεις της νέας πάγιας ρύθμισης θα πρέπει να έχουν κατά νου οι φορολογούμενοι.
«Ποδαρικό» με το 2020 κάνει η νέα πάγια ρύθμιση που μπορεί να διευθετήσει τις οφειλές προς την εφορία από 24 έως 48 δόσεις, η οποία ωστόσο περιλαμβάνει πολλές και δύσκολες προϋποθέσεις
Στη σχετική διάταξη του φορολογικού νομοσχεδίου μεριμνήθηκε η νέα και φαινομενικά πιο άνετη ρύθμιση να μπορεί να ρυθμίσει τις αρρύθμιστες οφειλές από την 1η Νοεμβρίου 2019. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί κάποιος να ρυθμίσει σε περισσότερες από 12 δόσεις που προέβλεπε η μέχρι τώρα πάγια ρύθμιση τις τελευταίες φορολογικές υποχρεώσεις του απερχόμενου χρόνου με ελάχιστη δόση τα 30 ευρώ.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ρύθμιση θα έχει εισοδηματικό κριτήριο: Ο αριθμός των δόσεων που θα μπορεί να εξασφαλίσει ο φορολογούμενος θα κρίνεται από το μέσο εισόδημα είτε των τριών τελευταίων ετών πριν την αίτηση ρύθμισης, είτε το αμέσως προηγούμενο έτος από τη ρύθμιση, το οποίο θα πολλαπλασιάζεται από ένα συντελεστή ετήσια εξόφλησης του χρέους. Από τον πολλαπλασιασμό αυτό θα προκύπτει το ποσό της οφειλής που θα εξοφλεί φορολογούμενος κάθε χρόνο και – εμμέσως- και ο αριθμός των δόσεων της ρύθμισης.
Οι συντελεστές που θα καθορίζουν έμμεσα τις δόσεις ανάλογα με το εισόδημα είναι:
-
από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ η ετήσια εξόφληση θα πρέπει να είναι 4%,
-
από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ ο συντελεστής είναι 6%,
-
από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ ο συντελεστής είναι 8%,
-
από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ ο συντελεστής είναι 10%,
-
από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ ο συντελεστής είναι 12%,
-
από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ ο συντελεστής είναι 15%,
-
από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ ο συντελεστής θα είναι 20%,
-
πάνω από 100.000 ευρώ ο συντελεστής θα είναι 25%.
Κάθε ένας από τους ανωτέρω συντελεστές θα μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, κατά μία εκατοστιαία μονάδα για ένα τέκνο, κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες για δύο τέκνα και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες για τρία τέκνα και άνω.
Για οφειλέτες που είναι νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, ο αριθμός των δόσεων θα καθορίζεται με βάση:
-
τον μέσο όρο των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων των τριών τελευταίων πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση φορολογικών ετών για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή
-
τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, για τα οποία έχει παρέλθει η προθεσμία υποβολής της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα.
Το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων της τελευταίας τριετίας και των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους θα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, κατά τον ακόλουθο τρόπο:
Για ποσό εσόδων:
-
από 0,01 ευρώ έως 1.000.000 ευρώ με συντελεστή 5%,
-
από 1.000.000,01 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ με συντελεστή 7%,
-
από 1.500.000,01 ευρώ και άνω με συντελεστή 10%.
Το ποσό που θα προκύπτει από τους υπολογισμούς βάσει της παραπάνω κλίμακας συντελεστών θα ανάγεται σε μηνιαία βάση, κατόπιν διαίρεσής του με το 12. Στη συνέχεια το συνολικό ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής θα διαιρείται με το ποσό που θα έχει προκύψει από την αναγωγή σε μηνιαία βάση.
Ο αριθμός των δόσεων θα προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της τελευταίας αυτής διαίρεσης, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από 30 ευρώ.
Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων που θα καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση για τις έκτακτες οφειλές δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ. Ο οφειλέτης θα μπορεί πάντως να επιλέξει δόσεις λιγότερες των 24.
Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης θα έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%. Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης. Για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως και 12 δόσεις, ο τόκος θα υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον 0,25%, ετησίως υπολογιζόμενο.
Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%).
Η ρύθμιση θα χάνεται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, εάν ο οφειλέτης:
– Δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
– Καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,
– Δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,
– Δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,
– Έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.
Οι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης, θα απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το 25% των τόκων που έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής.
Οι παγίδες της ρύθμισης
Ωστόσο υπάρχουν και κάποια σημεία της ρύθμισης που θα πρέπει να έχουν κατά νου οι φορολογούμενοι συγκεκριμένα :
– Η υπαγωγή στη ρύθμιση δεν θα αναστέλλει τυχόν δεσμεύσεις και κατασχέσεις που έχουν ήδη επιβληθεί σε απαιτήσεις του οφειλέτη εις χείρας τρίτων, αλλά τα ποσά που θα προκύπτουν από τα αναγκαστικά αυτά μέτρα είσπραξης θα μειώνουν ισόποσα τα υπόλοιπα των ρυθμιζόμενων οφειλών. Δηλαδή οι οφειλέτες εναντίον των οποίων έχουν ήδη ξεκινήσει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και κατασχέσεις στα υπόλοιπα των καταθέσεών τους ή κατασχέσεις σε μισθούς, συντάξεις, ενοίκια, επιδόματα, επιδοτήσεις κ.λπ. δεν θα απαλλάσσονται από τα επαχθή αυτά μέτρα με την υπαγωγή τους στη νέα πάγια ρύθμιση. Κάθε φορά που θα πιστώνονται ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους και γενικότερα κάθε φορά που συγκεκριμένες χρηματικές απαιτήσεις τους θα βρίσκονται στα χέρια αυτών που πρόκειται να τους τις εξοφλήσουν θα εξακολουθούν να δεσμεύονται και να κατάσχονται από τις φορολογικές αρχές προκειμένου να χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του εκάστοτε ανεξόφλητου υπολοίπου των οφειλών που θα έχουν ενταχθεί στη νέα πάγια ρύθμιση.
Επίσης η υπαγωγή στην ρύθμιση δεν είναι αυτονόητο ότι θα εξασφαλίζει και φορολογική ενημερότητα. Η Φορολογική Διοίκηση θα διατηρεί το δικαίωμα και μετά την υπαγωγή ενός οφειλέτη στη νέα πάγια ρύθμιση να μη του χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ’ αυτού, εφόσον αυτός δεν έχει μεριμνήσει ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντά του Δημοσίου. Επίσης θα μπορεί να εγγράφει υποθήκες, εφόσον η ρυθμιζόμενη οφειλή του δεν είναι «ασφαλισμένη».
Ακόμη κι αν ο οφειλέτης έχει βάλει ήδη υποθήκη ένα ή περισσότερα από τα ακίνητά του με σκοπό να εξασφαλίσει το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας όχι για να πωλήσει ακίνητο αλλά για να εισπράξει χρήματα από φορείς του Δημοσίου, η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί να του παρακρατά ένα σημαντικό ποσοστό από τα χρήματα που δικαιούται, για να μειώσει ή να εξαλείψει πλήρως το υπόλοιπο της οφειλής που θα έχει εντάξει στη νέα πάγια ρύθμιση.
news247