Πώς θα αντιδρούσε η ανθρωπότητα εάν μια μέρα ανακάλυπτε πως ένας μεγάλος αστεροειδής, βρισκόταν σε τροχιά πρόσκρουσης με τον πλανήτη Γη; Αν και η πιθανότητα ενός τέτοιου σεναρίου είναι πολύ μικρή, αρκετά από τα ενδεχόμενα μιας τέτοιας προοπτικής εξερευνήθηκαν στις 25 Οκτωβρίου, στην τρίτη σχετική άσκηση της NASA και της FEMA (Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Διαχείρισης Καταστάσεων Έκτακτης Ανάγκης), στο Ελ Σεγκούντο της Καλιφόρνια.
«Δεν είναι ζήτημα του “αν”, αλλά του “πότε” θα αντιμετωπίσουμε μία τέτοια πρόκληση», σχολίασε ο Τόμας Ζούρμπουχεν, ένας από τους επιστημονικούς επικεφαλής της NASA στην Ουάσιγκτον. «Σε αντίθεση με κάθε προηγούμενη περίοδο στην Ιστορία όμως, τώρα έχουμε την δυνατότητα να ανταποκριθούμε στην απειλή με διαρκή παρατήρηση, προσεκτικό προγραμματισμό και μετριασμό των συνεπειών», συνέχισε ο Ζούρμπουχεν .
Στην άσκηση συμμετείχαν τμήματα της NASA, της FEMA, της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ και του Οργανισμού Εθνικών Εργαστηρίων.
Η άσκηση ξεκινούσε με την υποθετική παρατήρηση ενός αστεροειδούς ακτίνας 250 μέτρων, στον οποίο οι επιστήμονες έδιναν αρχικά 2% πιθανότητες να καταπέσει στη Γη, σε τέσσερα χρόνια από τώρα, στις 20 Σεπτεμβρίου του 2020.
Στο φανταστικό σενάριο, οι αστρονόμοι συνέχιζαν να παρακολουθούν επισταμένα τον αστεροειδή, τους επόμενους μήνες, με την πιθανότητα πρόσκρουσης να σκαρφαλώνει σταδιακά στο 65%, όσο πλήθαιναν τα παρατηρησιακά δεδομένα.
Στη συνέχεια, ο αστεροειδής «κρυβόταν» από τα γήινα τηλεσκόπια για τέσσερις μήνες, εξαιτίας της «δυσμενούς» σχετικής θέσης ήλιου-αστεροειδούς-γης καθιστώντας αδύνατη κάθε απευθείας παρακολούθηση. Οι παρατηρήσεις συνεχίζονταν, εκ νέου, τον Μάιο του 2017, οπότε και η πιθανότητα πρόσκρουσης σκαρφάλωνε στο απόλυτο 100%.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 2017, είχε προσδιοριστεί ότι ο αστεροειδής θα έπεφτε σε μία στενή λωρίδα γης της δυτικής Καλιφόρνια, όχι πολύ μακριά από τις ακτές της πολιτείας, στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Σε προηγούμενες εικονικές ασκήσεις, είχε προσομοιωθεί μέχρι και αποστολή ειδικών διαστημικών σκαφών με στόχο την αλλοίωση της τροχιάς του αστεροειδούς, ώστε να αποφευχθεί η πρόσκρουση. Όμως σε αυτή την άσκηση σκοπίμως εξερευνήθηκε το σενάριο όπου η παρατήρηση γινόταν «πολύ αργά» για την οργάνωση οποιασδήποτε διαστημικής αποστολής, ώστε να δοκιμασθούν επί χάρτου οι στρατηγικές εκκένωσης μιας μεγάλης πόλης, όπως το Λος Άντζελες, καθώς και της ευρύτερης περιοχής.
Οι επιστήμονες από το JPL, το Εθνικό Κέντρο Ερευνών, το Lawrence Livermore, και η Aerospace Corporation υπολόγισαν το φυσικό αντίκτυπο της πρόσκρουσης, τα μεγέθη και τις συνέπειες των υποχρεωτικών μετεγκαταστάσεων καθώς και τον τρόπο που θα επηρεαζόταν η πληγείσα περιοχή σε βάθος δεκαετιών.
«Είναι σημαντικό να εξασκούμαστε ακόμη και σε αυτά τα, μικρής μεν πιθανότητας αλλά σοβαρότατου αντίκτυπου, σενάρια», δήλωσε ο επικεφαλής της FEMA, Κραγκ Φιούγκεητ. «Δουλεύοντας παράλληλα οι δύο υπηρεσίες, θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι να ανταποκριθούμε σε μία τέτοια προοπτική», εξηγεί.
Ο μεγάλος βαθμός της αρχικής αβεβαιότητας σε συνδυασμό με το σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα για επίγεια διαχείριση της σύγκρουσης, έκανε αυτό το σενάριο μοναδικό για τις υπηρεσίες αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών. «Είναι πολύ διαφορετικό από το να προετοιμάζεσαι για μία άμεση καταστροφή όπως αυτή από έναν τυφώνα», συνεχίζει ο Φιούγκεητ.
Εκτός από τα προφανή δεδομένα, οι υπηρεσίες δοκίμασαν και τους τρόπους αντιμετώπισης της έξαρσης φαινομένων παραπληροφόρησης από ανακριβείς φήμες για τις συνέπειες τις καταστροφής, καθώς και το πώς αυτές θα επηρέαζαν τη συμπεριφορά του πληθυσμού και κατ’ επέκταση τον προγραμματισμό των απαιτούμενων εκκενώσεων.
Σκοπός της NASA και της FEMA είναι να εξακολουθήσουν τη διεξαγωγή τέτοιων «αποκαλυπτικών» ασκήσεων, με τη συμμετοχή ολοένα και περισσότερων παραγόντων από την τοπική αυτοδιοίκηση και τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να καταστήσει τις σχετικές δομές έτοιμες για μία τέτοια καταστροφική προοπτική.