Τον Δεκέμβριο του 1889 ο Βίνσεντ βαν Γκογκ παίρνει ανάσες ζωής, έμπνευσης και δημιουργίας απαθανατίζοντας στον καμβά του εικόνες από τον κήπο του ψυχιατρικού ασύλου όπου νοσηλεύεται με σοβαρά προβλήματα.
Ενα από τα έργα που φιλοτέχνησε εκείνη την περίοδο, «Η συγκομιδή της ελιάς», που εκτίθεται σήμερα στον πρώτο όροφο του Μουσείου του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, στο Παγκράτι, αποτελεί αντικείμενο σκληρής δικαστικής διαμάχης, καθώς οι κληρονόμοι μιας εβραϊκής οικογένειας ισχυρίζονται πως είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες του και διεκδικούν την επιστροφή του από την Αθήνα, αλλά και μεγάλου ύψους αποζημίωση από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (Μet) που τον πούλησε, το 1972, στον Ελληνα μεγιστάνα της ναυτιλίας, φιλότεχνο και συλλέκτη.
Ανάλογη προσφυγή είχε γίνει από τους ίδιους το 2022, ενώπιον δικαστηρίου της Καλιφόρνιας, ωστόσο απορρίφθηκε για λόγους δικαιοδοσίας. Η νέα αγωγή κατατέθηκε τη Δευτέρα στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης, η οποία περιγράφεται ως το κατάλληλο μέρος για την εκδίκαση της υπόθεσης μια και, όπως αναφέρεται, «στις δεκαετίες που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτός ο πίνακας έχει επανειλημμένα και κρυφά διακινηθεί, αγοραστεί και πωληθεί στη Νέα Υόρκη και μέσω αυτής».
Οι κληρονόμοι της οικογένειας Στερν επιμένουν ότι το έργο του διάσημου Ολλανδού ζωγράφου, με τις τρεις γυναίκες να μαζεύουν ελιές μέσα σε ένα έναν αριστοτεχνικά αποτυπωμένο ελαιώνα, ανήκε στους προγόνους τους και εκλάπη από τους ναζί όταν εκείνοι έφυγαν εσπευσμένα από την Γερμανία, όπου ζούσαν, για τις ΗΠΑ προκειμένου να γλιτώσουν από τις άγριες διώξεις των ναζί.
Η διαδρομή του έργου
Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, ο πίνακας (λάδι σε καμβά, διαστάσεων 73,5×92,5) αγοράστηκε από το ζεύγος των Γερμανοεβραίων Χέντβιχ και Φρέντερικ Στερν το 1935, την εποχή που κατοικούσαν στο Μόναχο. Οταν έναν χρόνο αργότερα, όμως, αναγκάστηκαν, μαζί με τα έξι παιδιά τους, να εγκαταλείψουν το σπίτι τους με προορισμό την Καλιφόρνια, τους απαγόρευσαν να πάρουν μαζί τους την πολύτιμη συλλογή με έργα τέχνης που κατείχαν. Δύο χρόνια αργότερα έδωσαν εντολή στον πρώην δικηγόρο τους να πουλήσει τον πίνακα του Βαν Γκογκ μαζί με άλλα έργα. Πράγματι η πώληση έγινε, αλλά δεν πήραν ποτέ τα χρήματα καθώς ο τραπεζικός λογαριασμός τους στη Γερμανία είχε δεσμευτεί από τους ναζί που κατάσχεσαν τα χρήματά τους, όπως συνέβαινε με πολλούς Εβραίους εκείνη την εποχή.
Μεταπολεμικά η οδύσσεια του πίνακα του Βαν Γκογκ συνεχίστηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όταν ο πάμπλουτος Αμερικανός επιχειρηματίας Βίνσεντ Αστορ τον αγόρασε από έναν Εβραίο έμπορο τέχνης, ο οποίος, όμως, δεν τον ενημέρωσε σχετικά με τους πραγματικούς ιδιοκτήτες του. Το 1955 η σύζυγος του επιχειρηματία Μπρουκ Αστορ παρέδωσε τον πίνακα προς πώληση στη γνωστή γκαλερί Knoedler της Νέας Υόρκης και έναν χρόνο αργότερα αποκτήθηκε από το Μητροπολιτικό Μουσείο αντί 125.000 δολαρίων, το οποίο με τη σειρά του τον πούλησε, το 1972, στον Βασίλη Γουλανδρή.

«Οφειλαν να γνωρίζουν…»
Στην αγωγή τους οι απόγονοι των Στερν κατηγορούν το Met της Νέας Υόρκης για αμέλεια σχετικά με τη διερεύνηση προέλευσης του πίνακα και ζητούν να τους αποζημιώσει τόσο για την αξία που αποκόμισε από την κατοχή και τη χρήση του κατά το διάστημα 1956 -1972 όσο και για τα έσοδα που εισέπραξε όταν τον πούλησε, το ύψος των οποίων δεν έγινε ποτέ γνωστό.
Υπογραμμίζουν, μάλιστα, ότι τη διαδικασία της πώλησης επέβλεπε ο επιμελητής Ευρωπαϊκής Τέχνης του μουσείου, ο οποίος ήταν ειδικός σε έργα τέχνης λεηλατημένα από τους ναζί: «Ο Ρουσό και το Μet γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο πίνακας είχε πιθανώς κλαπεί από τους ναζί. Δεν έκαναν καμία ενέργεια για να επιβεβαιώσουν οτιδήποτε σχετικά με τις μεταφορές του από ή εντός της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του πολέμου», αναφέρουν συμπληρώνοντας ότι «το Μet θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικό κατά την αγορά του έργου από την ανενεργή πλέον γκαλερί Knoedler, η οποία είχε συνδεθεί κατά το παρελθόν με αγοραπωλησίες κλεμμένων έργων από την Ευρώπη».
Επιπλέον, στα έγγραφα που συνοδεύουν την αγωγή συμπεριλαμβάνονται στοιχεία που δείχνουν ότι το ζεύγος Στερν, όσο βρισκόταν στη ζωή, είχε υποβάλει επανειλημμένα αιτήματα διερεύνησης της τύχης του πίνακα, μεταξύ άλλων και σε έναν ειδικό σε θέματα αποζημιώσεων στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Οι κληρονόμοι της οικογένειας, μάλιστα, στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι η πώληση του έργου από το Μet έγινε, σκοπίμως, κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας, επικαλούνται δημοσιεύματα των «New York Times» στα οποία αναφέρεται ότι το γεγονός δημοσιοποιήθηκε μήνες αργότερα εξαιτίας της ανησυχίας για το σκοτεινό παρελθόν του.
Οι απαντήσεις των μουσείων
«Δεδομένου ότι η δικαστική διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν κρίνουμε σκόπιμο να προβούμε σε περαιτέρω δηλώσεις», απάντησε σε σχετική ερώτηση του «ΘΕΜΑτος» εκπρόσωπος του Μουσείου Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, που άνοιξε τις πύλες του τον Οκτώβριο του 2019.
Από την πλευρά του το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης επιμένει πως δεν γνώριζε τίποτα σχετικά με το παρελθόν του έργου και την εμπλοκή των ναζί και παραπέμπει στη δήλωση που είχε κάνει μετά την πρώτη προσφυγή του 2022, η οποία ανέφερε χαρακτηριστικά: «Κατά τη διάρκεια της ιδιοκτησίας του πίνακα από το Μητροπολιτικό Μουσείο δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι ανήκε στην οικογένεια Στερν κι αυτές οι πληροφορίες δεν έγιναν γνωστές παρά αρκετές δεκαετίες αφότου ο πίνακας έφυγε από τη συλλογή του μουσείου».
Επισημαίνει, δε, πως «ενώ υποστηρίζει με σεβασμό τη θέση του ότι το έργο αυτό εντάχθηκε στη συλλογή του και πωλήθηκε νόμιμα και εντός όλων των κατευθυντήριων γραμμών και πολιτικών, καλωσορίζει και θα εξετάσει τυχόν νέες πληροφορίες που θα προκύψουν».
Η ιστορία του έργου
Ο Βαν Γκογκ φιλοτέχνησε τη «Συγκομιδή της ελιάς» λίγους μόλις μήνες πριν από τον θάνατό του, τον Δεκέμβριο του 1889, σε μiα εξαιρετικά δύσκολη στιγμή της ζωής του, κατά τη διάρκεια της οικειοθελούς νοσηλείας του στο ψυχιατρικό κέντρο Saint-Rémy, κοντά στην Αρλ, με βαριά κατάθλιψη, συμπτώματα σχιζοφρένειας και επιληπτικές κρίσεις.
Για τον έναν χρόνο που έμεινε εκεί του είχε παραχωρηθεί ένα μικρό κελί χωρίς κάγκελα, προκειμένου να το χρησιμοποιεί ως ατελιέ ζωγραφικής. Το κατάφυτο, ειδυλλιακό περιβάλλον της Προβηγκίας, που πρόβαλλε από το μικρό του παράθυρο, αποτέλεσε για εκείνον μέγιστη πηγή έμπνευσης. Οταν, μάλιστα, κάποια στιγμή αργότερα, του δόθηκε η άδεια να κινείται και στους εξωτερικούς χώρους του ασύλου, η έμπνευσή του απογειώθηκε και άρχισε να αποτυπώνει όλες εκείνες τις μαγικές εικόνες της φύσης: τα καταπράσινα δέντρα, τις γεμάτες χρώματα κι αρώματα πασχαλιές, τα καταπράσινα κυπαρίσσια, τα χωράφια με το σιτάρι που έμοιαζε με χρυσάφι κάτω από τις ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου…
Από τον Μάιο του 1889 έως τον Μάιο του 1890 ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε περί τους 150 πίνακες. Ανάμεσά τους και μια σειρά από καμβάδες με πρωταγωνιστικό στοιχείο τα ελαιόδεντρα μέσα από τα οποία επιχειρούσε να συμβολίσει το θείο και τον κύκλο της ζωής, τα συναισθήματά του για τον Χριστό στον Κήπο της Γεθσημανής, αλλά και τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης, απεικονίζοντας κάποιους από τους κύκλους της ζωής, όπως η συγκομιδή ή ο θάνατος.
Τη «Συγκομιδή της ελιάς» από γυναίκες την αποτύπωσε μοναδικά όχι σε ένα αλλά σε τρία έργα του, σε παρεμφερείς εκδοχές. Συνήθιζε άλλωστε ο σπουδαίος Ολλανδός ζωγράφος να δημιουργεί αντίγραφα των έργων του. Ο πίνακας της συλλογής του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή ήταν ο πρώτος που φιλοτέχνησε και τον περιέγραφε ως μια μελέτη από τη φύση πιο χρωματισμένη με πιο σοβαρούς τόνους.
Τη δεύτερη εκδοχή του πίνακα, που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης στην Ουάσινγκτον, τη χαρακτήριζε ως μια απόδοση σε στούντιο σε μια πολύ διακριτική γκάμα χρωμάτων, ενώ η τρίτη, που φιλοξενείται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, ήταν δώρο στη μητέρα και την αδελφή του, το οποίο συνόδευσε με το εξής μήνυμα: «Ελπίζω ο πίνακας των γυναικών στις ελιές να είναι λίγο του γούστου σας – έστειλα ένα σχέδιό του στον Γκογκέν και το βρήκε καλό…».
Για τον ίδιο πάντως οι πίνακες με τα ελαιόδεντρα συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα πιο αγαπημένα και ώριμα έργα του. Η φύση τον ξεκούραζε και τον απομάκρυνε, έστω και προσωρινά, από τους δαίμονές του, τον ανακούφιζε από τη μεγάλη συναισθηματική του αστάθεια. Επιπλέον, το ακανόνιστο σχήμα της ελιάς και τα διαρκώς μεταβαλλόμενα χρώματά της, ανάλογα με τις εποχές και τις ώρες της ημέρας, τον προκαλούσαν να πειραματιστεί με νέες τεχνικές και προσεγγίσεις.
«Νιώθω πιο ευτυχισμένος εδώ με τη δουλειά μου απ’ ό,τι θα μπορούσα να είμαι έξω. Μένοντας εδώ για πολύ καιρό, θα έχω μάθει τακτικές συνήθειες και μακροπρόθεσμα το αποτέλεσμα θα είναι περισσότερη τάξη στη ζωή μου», έγραφε στις επιστολές του.
Δυστυχώς λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1890, αδύναμος πλέον να ξεφύγει από τη βαθιά θλίψη στην οποία είχε βουλιάξει ολόκληρη η ύπαρξή του, θα αυτοπυροβοληθεί στο στομάχι και θα εκπνεύσει, ύστερα από δύο μέρες, αφήνοντας πίσω του την αέναη ζωντάνια από τα «Ηλιοτρόπιά» του και τη διαχρονική μαγεία της «Εναστρης νύχτας» του.
πηγη protothema

Σημείωση: Τα σχόλια που εμφανίζονται κάτω από τα άρθρα αποτελούν προσωπικές απόψεις των χρηστών που τα δημοσίευσαν και δεν εκφράζουν απαραίτητα τις θέσεις ή απόψεις του Lamianow.gr.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, σχόλια που έχουν διατυπωθεί δημόσια σε κοινωνικά δίκτυα ενδέχεται να εμφανίζονται κάτω από τα άρθρα, όταν έχουν δημοσιευθεί κάτω από σχετικές αναρτήσεις του ίδιου άρθρου. Το Lamianow.gr δεν φέρει ευθύνη για το περιεχόμενο αυτών των σχολίων.
Αν κάποιο σχόλιο θεωρείτε ότι παραβιάζει δικαιώματα, είναι προσβλητικό ή έχει αποσυρθεί από την αρχική του πηγή, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο lamianow.gr@gmail.com για την άμεση αφαίρεσή του.