Ολοκληρώθηκαν το πρωί της Κυριακής οι Εκδηλώσεις Μνήμης και Τιμής για την 77Η Επέτειο του Ολοκαυτώματος της Υπάτης.
Στις 17 Ιουνίου του 1944, τα ναζιστικά στρατεύματα μπήκαν στην Υπάτη. Εκείνη η αποφραδα μέρα γράφτηκε στις μαύρες σελίδες της ιστορίας. Τραγικός απολογισμός: 28 νεκροί, πάνω από 30 τραυματίες. Επίσης 375 σπίτια από τα 400 κάηκαν ολοσχερώς.
Ο Δήμος Λαμιέων σε συνεργασία με την τοπική Κοινότητα τίμησε αυτή τη μέρα μνήμης με διήμερο εκδηλώσεων. Στο σημείο όπου βρίσκεται το Μνημείο τελέσθηκε επιμνημόσυνη δέηση χοροσταντούντος του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Φθιώτιδας κ Συμεών και παρουσία όλων των τοπικών Αρχών και των κατοίκων της Υπάτης.
Η ομιλία του Δημάρχου Λαμιέων στις εκδηλώσεις μνήμης του Ολοκαυτώματος της Υπάτης:
Κυρίες και Κύριοι,
Με ιδιαίτερη συγκίνηση και τιμή βρισκόμαστε όλοι σήμερα εδώ, για τις εκδηλώσεις μνήμης του ολοκαυτώματος της Υπάτης του 1944, αποτίοντας φόρο τιμής στα θύματά του.
Νοιώθω βαθιά συγκινημένος, διότι ως Δήμαρχος, εκπροσωπώ τους κατοίκους της ιστορικής και συνάμα μαρτυρικής πόλης της Υπάτης.
Συγχρόνως νοιώθω ιδιαίτερη τιμή, γιατί καλωσορίζω τους καλεσμένους μας, σ΄ αυτόν τον πανέμορφο, πολύπαθο και ένδοξο τόπο.
Και πιστέψτε με, αισθάνομαι βαρύ το φορτίο που κουβαλάει τούτος δώ ο τόπος.
Ένα φορτίο ιστορικό, που ενώ το χαρακτηρίζει η ψυχή και η αυτοθυσία, ταυτοχρόνως σηματοδοτεί και ένα δρόμο χρέους και δικαίωσης, για όλους εκείνους που προσέφεραν τις ζωές και τα νιάτα τους στο θυσιαστήριο της δόξας, για μία πατρίδα ελεύθερη και υπερήφανη.
Σ΄ αυτόν εδώ τον τόπο που ερχόμαστε ταπεινοί προσκυνητές, ερχόμαστε πρώτα απ’ όλα για να τιμήσουμε εκείνες και εκείνους που έπεσαν θύματα της βαρβαρότητας και εκδικητικότητας του κατακτητή, που, αντί να χτυπηθεί στα πεδία με τους μαχητές, προτίμησε να εξοντώσει αδιακρίτως γυναικόπαιδα και να κάψει σπίτια και εκκλησιές και να εκτελέσει άοπλους Έλληνες.
Ερχόμαστε όμως και για να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε, να δούμε τις επιπτώσεις των γεγονότων στην ιστορική μας πορεία και την προβολή τους στο σήμερα.
Ερχόμαστε να δυναμώσουμε τα ηθικά μας ερείσματα, ερχόμαστε για να ανα-βαπτιστούμε στις αξίες εκείνης της γενιάς, απαραίτητα εφόδια, για την πορεία μας στο μέλλον.
Η Ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια βίωσε μια πολύπλευρη κρίση.
Και τα τελευταία δύο χρόνια βιώνει και την υγειονομική κρίση, προερχόμενη από μια πανδημία, που όμοια της, δεν έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα.
Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε στηρίγματα, στηρίγματα σαν εκείνα που κράτησαν ζωντανό το έθνος μας, μέσα στην πολυκύμαντη ιστορική του διαδρομή, βάσεις στέρεες, και οδηγούς σταθερούς, για μια υγιή συνέχεια της κοινωνίας μας.
Και τα έχουμε αυτά τα στηρίγματα, αρκεί να ανατρέξουμε στην ιστορία μας, αρκεί να ξεσκουριάσουμε την ιστορική μας μνήμη.
Η ιστορία διδάσκει τον άνθρωπο να λειτουργεί «ιστορικά», δηλαδή πολιτικά.
Εφόσον αυτή είναι άθροισμα πράξεων και γεγονότων, τότε και το κάθε τι που κάνουμε, είναι ιστορία. Η συνειδητοποίηση αυτού του πράγματος, μπορεί να δώσει στις πράξεις μας ένα έρμα ευθύνης, που τόσο πολύ χρειαζόμαστε σήμερα.
Εξ΄ άλλου μέσα από την μελέτη της ιστορίας μπορούμε να βρούμε το κατάλληλο- το αντίστοιχο με το σήμερα μοντέλο- για να αναλύσουμε τον κοινωνικό και τον ατομικό παράγοντα, μπορούμε να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς της ατομικής και της μαζικής δράσης, διότι μέσα στη ροή του χρόνου τελικά, η ανθρώπινη φύση παραμένει σχεδόν ίδια και η ιστορία μπορεί να μας προσφέρει τη γνώση των ελατηρίων, που καθορίζουν κάθε φορά τη δράση των ανθρώπων, είτε ως ατόμων είτε ως κοινωνιών, την εκδήλωση τελικά της ανθρώπινης φύσης και με έργα πολιτισμού, αλλά και με θηριωδίες.
Αναπτύσσοντας την ιστορική μνήμη, θα δούμε και θα αναλύσουμε τα εθνικά μας ελαττώματα και προτερήματα.
Θα δούμε να γινόμαστε μια γροθιά, όταν μας απειλεί εξωτερικός κίνδυνος και να διαλυόμαστε, όταν ο κίνδυνος αυτός περάσει.
Θα δούμε τις αντιφατικές εκδηλώσεις του χαρακτήρα μας, γιατί μπορεί ο Έλληνας να ανέδειξε το Σωκράτη, αλλά τον δηλητηρίασε, μπορεί να στέριωσε το Βυζάντιο, αλλά το τούρκεψε.
Έφερε το 1821 για να το διακυβεύσει, τριπλασίασε την Ελλάδα και παρολίγον να την κηδεύσει.
Σώθηκε από την γερμανική κατοχή, δημιούργησε το θαύμα της εθνικής αντίστασης και παρολίγον να αφανιστεί από τον εμφύλιο που ακολούθησε.
Θα δούμε γιατί ενώ η Γερμανία μας οφείλει τις επανορθώσεις του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, επιμένει να ισχυρίζεται ότι εμείς της χρωστάμε και να πληγώνει την αξιοπρέπεια μας και να το δεχόμαστε.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο Μεγάλος Περικλής φοβόταν περισσότερο τις δικές μας αμαρτίες, από τις επιβουλές των εχθρών μας.
Δεν μπορεί να φερόμαστε ως Έλληνες πατριώτες και να δείχνουμε υπερήφανοι για την εθνική μας κληρονομιά και την καταγωγή μας, μόνο στις εθνικές εορτές και την αμέσως επόμενη μέρα, που καλούμαστε με τα ειρηνικά μας πλέον έργα, να αποδείξουμε την ένδοξη καταγωγή μας, να συμπεριφερόμαστε εγωιστικά με την αίσθηση ότι εμείς είμαστε ο καθένας μας, ο μοναδικός και ανεπανάληπτος, δεν μπορεί να νοιαζόμαστε για το ατομικό μας σπίτι και την οικογένεια μας και να αδιαφορούμε και να υπονομεύουμε με τις πράξεις μας ή την αδιαφορία μας το μεγάλο μας σπίτι, την πατρίδα μας ή το φυσικό μας περιβάλλον.
Άλλωστε αυτός ο προικισμένος τόπος, βάζει από μόνος του τα σημάδια, που πρέπει να ακολουθήσουμε.
Μας δείχνει την προσπάθεια, μας δείχνει την πορεία, αλλά και τον καθημερινό αγώνα ακόμα και για τα αυτονόητα.
Οι Γερμανικές επανορθώσεις που ήταν και είναι αυτονόητες για το διεθνές δίκαιο και τους ευρωπαίους πολίτες, αποτελούν ακόμη το ζητούμενο λόγω της ηγεμονικής στάσης και αδιαλλαξίας της Γερμανίας.
Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και μέσα στην Γερμανία αναπτύσσεται ένα κίνημα να πείσουν την κοινωνία της Γερμανίας, ότι το αίτημα της χώρας μας, το αίτημα της Υπάτης που επίμονα πρωταγωνιστεί στην διεκδίκησή τους είναι δίκαιο, επίκαιρο και πρέπει να ικανοποιηθεί.
Να πείσουμε την κοινωνία, γιατί οι πολιτικοί το γνωρίζουν πολύ καλά, ότι θα πρέπει να σταματήσουν οι πολιτικαντισμοί και οι δογματικές κάθε φορά ευρεσιτεχνίες από την Γερμανία, που βεβαίως όλες τους έχουν καταρρεύσει στην συνείδηση των ευρωπαίων πολιτών.
Παρά της δυσκολίες, η Υπάτη και οι υπόλοιπες μαρτυρικές πόλεις, μάχονται απέναντι στην αδιαλλαξία των Γερμανών.
Μια μάχη που παραλάβαμε και την ενισχύουμε από το ίδιο μετερίζι, καθώς το ολοκαύτωμα τη Υπάτης δεν είναι μια ζωγραφιά, αλλά ένα γεγονός που έφερε πολύ πόνο και πολλά δάκρυα. Είναι ένα ορόσημο, για την σύγχρονη ιστορία μας.
Είναι από εκείνα τα σημεία σύμβολα στα οποία μπορούμε να στηριχτούμε. Αν παραπατήσουμε κινδυνεύουμε να πέσουμε στην Άβυσσο.
Και όταν οι Έλληνες τα συνειδητοποιήσαμε και κάποιες εποχές τα πιστέψαμε, τότε χτίσαμε και ζήσαμε και μεγαλουργήσαμε.
Άλλες πάλι εποχές, αστοχήσαμε, γελαστήκαμε, παρασυρθήκαμε σε πράξεις αταίριαστες με την Ελλάδα.
Τότε που η Κοινωνία μας παραγνώρισε και ξεπέρασε τα καθορισμένα εκείνα όρια που επιτρέπει το πνεύμα του τόπου, το πνεύμα της φιλοπατρίας, τότε που η Κοινωνία μας παραγνώρισε τα καθορισμένα από τις παραδόσεις μας, οδηγήθηκε προς την ταπείνωση, χωρίς καν όπλα, αφού οι λαοί για να σκλαβωθούν πρέπει να χάσουν την ιστορική τους μνήμη και τον πολιτισμό τους, πρέπει να χάσουν την εθνική τους αυτογνωσία, να ξεχάσουν και τότε πολύ εύκολα καταδικάζονται να ξαναζήσουν τα ίδια τραγικά γεγονότα της ιστορίας τους.
Ας είναι, λοιπόν, η σημερινή ημέρα, ημέρα μνήμης, ημέρα σκέψης, ημέρα ενότητας, ημέρα αναπροσανατολισμού, ημέρα μίας νέας δημιουργικής αφετηρίας για την Ελλάδα μας και μια προσπάθεια όλων μας, ενωμένων κάτω από την γαλανόλευκη.
Είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής σ΄ εκείνους που το ‘44 χάθηκαν, βασανίστηκαν, πείνασαν, είναι υποχρέωση μας να βαδίσουμε στηριγμένοι στην πολιτική μας κληρονομιά, είναι καθήκον μας να μεταλαμπαδεύσουμε στη νέα μας γενιά τα εθνικά ιδανικά, την αγάπη για την πατρίδα, την χώρα των πατέρων μας, τη γενέτειρα γη.
Πρέπει να φέρουμε ξανά τον τόπο μας ψηλά στην συνείδηση των λαών της γης, ισότιμη μεταξύ των λαών της Ευρώπης, γιατί αυτή θα είναι στην σημερινή εποχή, η δικαίωση των νεκρών και των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Ας είναι αιώνια η μνήμη και η τιμή των μαρτύρων του τόπου αυτού.
Σας ευχαριστώ.