Το διαδικτυακό ψήφισμα έχει μεταφραστεί σε εφτά γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, ρωσικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά και ιταλικά) και απευθύνεται προς τους Δημάρχους Λεμεσού και Πειραιά, καθώς και στα λιμεναρχεία των δύο πόλεων, με αίτημα να συνδεθεί εκ νέου η Κύπρος αρχικά με λιμάνια της Ελλάδας και σταδιακά και με άλλα λιμάνια της Μεσογείου. Το τελευταίο δρομολόγιο Λεμεσού – Πειραιά πραγματοποιήθηκε το μακρινό πλέον 2000.
Καταγραφή μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων οφελών
Η ομάδα πρωτοβουλίας τονίζει ότι τα αεροπορικά εισιτήρια συχνά-πυκνά πανάκριβα ακόμη και για την Αθήνα, επισημαίνοντας ότι είναι αδιανόητο να μην υφίσταται έστω ένα φέριμποτ το οποίο να συνδέει την Κύπρο με την Ελλάδα, καθώς πολλοί είναι αυτοί που επιθυμούν να μεταφέρονται με το όχημά τους.
Οι υπέρμαχοι της λειτουργίας τακτικών ακτοπλοϊκών δρομολογίων από και προς τα λιμάνια της Ελλάδας και της Κύπρου – και σε μεταγενέστερο στάδιο από και προς τα υπόλοιπα λιμάνια της Μεσογείου – εκτιμούν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα επιφέρει μεσοπρόθεσμα, αλλά και μακροπρόθεσμα σημαντικά οικονομικά οφέλη τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα, ενόσω μάλιστα οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των δύο αδελφών χωρών έχουν πυκνώσει, καθώς πλείστοι ελλαδίτες εργάζονται στην Κύπρο και αρκετοί ακόμα έχουν ιδρύσει εταιρείες κυπριακών συμφερόντων.
Αρχικά μια τέτοια εξέλιξη θα επιφέρει άμεσα οικονομικά οφέλη γενικά σε όλα τα νησιά και τις περιοχές που θα μπορούν να συνδέονται ακτοπλοϊκά και ταυτόχρονα θα βοηθά και τους Κύπριους να βρίσκονται ακόμα πιο κοντά στα ελληνικά νησιά, μεταβαίνοντας απευθείας στους προορισμούς τους και με λιγότερα έξοδα, αφού αυτή τη στιγμή κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο με τις οργανωμένες κρουαζιέρες και υπό προϋποθέσεις.
Μεγάλα εκτιμούν ότι θα είναι τα οφέλη που θα προκύψουν και μακροπρόθεσμα, αφού αφενός θα υπάρξει αύξηση του τουρισμού σε Κύπρο και Ελλάδα και αφετέρου θα προκύψει ανταγωνισμός ακτοπλοϊκών και αεροπορικών εταιρειών και κατ’ επέκταση μείωση των ναύλων.
Επιπλέον, σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση έχει επηρεάζει τους πάντες, η δημιουργία ακτοπλοϊκών δρομολογίων από και προς τα ελληνικά λιμάνια και την Λεμεσό θα ανακουφίσει οικονομικά αρκετά άτομα παρέχοντας επιπλέον θέσεις εργασίας, τόσο σε Κύπρο όσο και στην Ελλάδα.
Εκ παραλλήλου, βάσει και των μεγάλων έργων υποδομής στον τουρισμό, όπως είναι το μεγαλύτερο καζίνο-θέρετρο της Ευρώπης, στο Ζακάκι στην Λεμεσό, η ακτοπλοϊκή διασύνδεση καθίσταται ακόμα πιο ελκυστική αλλά και επιτακτική ανάγκη, όχι μόνο με την Ελλάδα και τα νησιά της, αλλά και με άλλους προορισμούς ανά την Μεσόγειο, καθώς πολλοί θα έιναι οι τουρίστες και λοιποί επισκέπτες που θα επιλέξουν την άμεση μετάβαση δια θαλάσσης, αντί να αλλάξουν δύο και τρία αεροσκάφη για να καταλήξουν στην Κύπρο.
Σημειώνεται ότι αυτή τη στιγμή εάν κάποιος επιθυμεί να πραγματοποιήσει απευθείας ταξίδι σε κάποιο ελληνικό νησί μεταφέροντας μαζί και το αυτοκίνητό του, χρειάζεται να πληρώσει πέραν από ακτοπλοϊκά και αεροπορικά εισιτήρια…
Τα εμπόδια για μια εκ νέου ακτοπλοϊκή σύνδεση
Σε κάθε περίπτωση όμως προς το παρόν μοιάζει ως και ανέφικτη η ακτοπλοϊκή σύνδεση Κύπρου – Ελλάδας, παρότι οι συζητήσεις δεν έπαψαν ποτέ να γίνονται προς αυτό τον σκοπό.
Επισήμως η κυπριακή κυβέρνηση διατείνεται πως η ακτοπλοϊκή σύνδεση Κύπρου – Ελλάδας είναι οικονομικά ασύμφορη πρώτιστα για τους επιβάτες και κατ’ επέκταση για τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, οι οποίες εξάλλου μέχρι της παρούσης δεν έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για επαναλειτουργία τακτικής επιβατικής γραμμής.
Συγκεκριμένα, η απόσταση από το λιμάνι Λεμεσού μέχρι τον Πειραιά είναι περίπου 600 ναυτικά μίλια, κάτι που μεταφράζεται σε πάνω κάτω 30 ώρες θαλάσσιου ταξιδιού. Με βάση υπολογισμούς που έχουν γίνει, για να είναι συμφέρουσα η ακτοπλοϊκή σύνδεση θα πρέπει το πλοίο να μεταφέρει σε κάθε δρομολόγιο περί τους 400-600 επιβάτες, κάτι που με τους παρόντες υπολογισμούς κρίνεται ως ανέφικτο.
Το γεγονός ότι στο παρελθόν όλο και περισσότεροι επιβάτες επέλεγαν να ταξιδεύουν με αεροπλάνα, αφού το κόστος ήταν χαμηλότερο και χρειαζόταν μόλις 90 λεπτά για να φτάσει κανείς στην Αθήνα επέδρασε περαιτέρω αρνητικά στην διατήρηση της ακτοπλοϊκής διασύνδεσης, ενώ εκ παραλλήλου λόγω της μεγάλης απόστασης, το κόστος για τους πλοιοκτήτες καθίστατο αρκούντως δυσβάσταχτο, κόστος το οποίο με την σειρά του μετακυλιόταν στους επιβάτες που καλούντο να πληρώνουν ακριβά ακτοπλοϊκά εισιτήρια.
Με τη ζήτηση να πέφτει όλο και πιο κάτω κατά τους χειμερινούς μήνες η σύνδεση έπαψε να είναι κερδοφόρα, με αποτέλεσμα το 2000 να διακοπεί πλήρως με πρωτοβουλία των πλοιοκτητών.
Παράλληλα, με την έλευση νέων αεροπορικών εταιρειών στην Κύπρο και την αναβίωση των Κυπριακών Αερογραμμών, έχει διατηρήσει τις τιμές σε προσιτά κατά κανόνα επίπεδα, λειτουργώντας αποτρεπτικά έτσι στα ακτοπλοϊκά ναύλα να είναι σε θέση να ανταγωνιστούν το χαμηλό κόστος των αεροπορικών εισιτηρίων.
Μόνη λύση η Κοινοτική επιδότηση
Η ακτοπλοϊκή σύνδεση Κύπρου – Ελλάδας θα μπορούσε να καταστεί πάλι εφικτή μόνο εφόσον προκύψει χρηματοδότησή της από τα ευρωπαϊκά κοινωνικά ταμεία, ωστόσο κανένας κανονισμός δεν καλύπτει επιχορήγηση από τη στιγμή που θα υπάρχει οικονομική επιβάρυνση για τους επιβάτες.
Η μόνη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση που θα μπορούσε να υπάρξει θα σχετίζεται με τη μίσθωση ενός πλοίου, ωστόσο και πάλι, λόγω του μικρού αριθμού επιβατών που υπολογίζεται ότι θα επιλέγουν να διακινηθούν διά θαλάσσης αφού αυτοί αναμένεται να είναι κυρίως οι αεροφοβικοί, θα απαιτείται κρατική χορηγία αρκετών εκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Στο παρελθόν είχαν γίνει συζητήσεις για επαναφορά του δρομολογίου Λεμεσού – Πειραιά, Λεμεσού – Λαυρίου ή ακόμη και Λεμεσού – Κρήτης, χωρίς ωστόσο θετική έκβαση, αφού η οικονομική πτυχή παραμένει καθοριστικός παράγοντας για την απόφαση επανέναρξης ακτοπλοϊκών δρομολογίων.
Σε κάθε περίπτωση το αίτημα πάντως παραμένει στο τραπέζι και εφόσον τελικά εξευρεθεί κοινοτική χορηγία ενδέχεται εκ νέου να λάβει «σάρκα και οστά» η ακτοπλοϊκή σύνδεση Κύπρου – Ελλάδας.
Με πληροφορίες από Φιλελεύθερο/avaaz.org