Παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλου, άρχισαν οι εργασίες του διήμερου συνεδρίου με θέμα «Μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και ανάπτυξη: εμπειρίες και προτάσεις», που πραγματοποιείται στην Αίθουσα Γερουσίας του Κοινοβουλίου με πρωτοβουλία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Κατά την έναρξη του συνεδρίου, χαιρετισμούς απηύθυναν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος της Βουλής, κ. Νικόλαος Βούτσης, και ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον χαιρετισμό του επισήμανε ότι «πρέπει να γίνει, επιτέλους, κατανοητό ότι ορισμένες από τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επιχειρούνται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας υπό το καθεστώς ‘‘Μνημονίων’’ ή ‘‘Προγραμμάτων’’ θα έπρεπε να έχουν δρομολογηθεί και περατωθεί με δική μας, αποκλειστικώς, πρωτοβουλία, ως μάλλον αυτονόητες».
Ο Πρόεδρος της Βουλής, από την πλευρά του, αφού αναφέρθηκε στη συζήτηση που ήδη έχει αρχίσει επί του νομοσχεδίου για τη Δημόσια Διοίκηση, το οποίο έχει καταθέσει η Κυβέρνηση, τόνισε ότι είναι η κατάλληλη συγκυρία να επιτευχθεί, μέσα από τον διάλογο, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Σημειώνοντας τους περιορισμούς που θέτουν οι δεσμεύσεις των συμφωνιών, υπογράμμισε ότι ο εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι απλώς αριθμητικό ζήτημα, αλλά συνδέεται πρωτίστως με την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού και τη ριζική αντιμετώπιση των συνθηκών διαφθοράς και διαπλοκής.
Ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή εξέφρασε την ανάγκη για μια Δημόσια Διοίκηση που να συνθέτει το δημόσιο συμφέρον με τα ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια λειτουργίας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισήμανε ότι «οι μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, εφόσον βεβαίως συντελούνται με τον κατάλληλο σχεδιασμό και προγραμματισμό, μπορούν να οδηγήσουν σε δραστική μείωση του κόστους λειτουργίας της κρατικής μηχανής, δίχως μάλιστα να θίγεται η αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία της». Τόνισε ότι «οι μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση συνιστούν επίσης πρόσφορο θεσμικό και πολιτικό μέσο καταπολέμησης και της ‘‘δίδυμης αδελφής’’ της, ήτοι, της Διαφθοράς». Και πρόσθεσε: «Αποτελεί κοινό τόπο, στο πλαίσιο της Οικονομικής και της Διοικητικής Επιστήμης, ότι το δημοσιονομικό κόστος της Διαφθοράς, κυρίως στη χώρα μας, είναι εξαιρετικά υψηλό, ενώ, παραλλήλως, λειτουργεί ανασταλτικώς, και δη με πολύ μεγάλο συντελεστή, στην όλη διαδικασία Ανάπτυξης, αφού πλήττει καιρίως, στον ίδιο τον πυρήνα της, την κάθε μορφής αναπτυξιακή προοπτική της Οικονομίας».
Καταλήγοντας ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε ότι «οι σοβαρές, θετικές, μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση καθίστανται εφικτές μόνον όταν, εκτός από τον κατάλληλο σχεδιασμό και προγραμματισμό τους, εφαρμόζονται υπό όρους διάρκειας και συνέχειας». Και πρόσθεσε: «Άλλως, παραμένουν οιονεί ‘‘ημιτελείς συμφωνίες’’ των εμπνευστών τους, οι οποίες, εκτός του ότι αποβαίνουν, τελικώς και νομοτελειακώς, σε βάρος της όποιας υστεροφημίας τους, επιβαρύνουν δραματικώς τις χρόνιες παθογένειες της Δημόσιας Διοίκησης, μ’ όλες τις εντεύθεν συνέπειες για την Κοινωνία, την Οικονομία και τους Δημοκρατικούς Θεσμούς».
Ο Πρόεδρος της Βουλής ανέφερε: «Είναι τύχη αγαθή το ότι έχει ξεκινήσει η συζήτηση στη Βουλή, την προηγούμενη εβδομάδα, για το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί απ’ την παρούσα Κυβέρνηση σε σχέση με τη Δημόσια Διοίκηση. Έχει γίνει ήδη η πρώτη συνεδρίαση και θα γίνουν με την κανονική, τακτική διαδικασία και οι υπόλοιπες συνεδριάσεις μέχρι να έρθει στην Ολομέλεια. Άρα βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου αυτό το θέμα συζητιέται με όλους τους τρόπους και μπορεί να τύχει του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος.
Θέλω να σας πω ευθέως ότι αποτελεί πρόβλημα να συζητάμε για τη Δημόσια Διοίκηση μέσα στους περιορισμούς που θέτουν οι δεσμεύσεις των συμφωνιών, οι μνημονιακές δεσμεύσεις, με καθεστώς επιτήρησης, με σφικτά μεσοπρόθεσμα, με ζητήματα τα οποία έχουν άμεση συνέπεια στο να μπορέσει κανείς αρκετά εύκολα να διορθώσει τα κακώς κείμενα και να αναβαθμίσει τη Δημόσια Διοίκηση. Π.χ. το θέμα των διορισμών δεν είναι μικρής σημασίας. Το να λέμε ότι έχουν μειωθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες οι δημόσιοι υπάλληλοι χωρίς ταυτόχρονα να βάζουμε το ποιοτικό στοιχείο, δηλαδή το ότι αυτή τη στιγμή και σε λίγο καιρό, αν προχωρήσουμε έτσι, θα λείπουν γενιές νέων ανθρώπων, νέων επιστημόνων, νέων λειτουργών της Δημόσιας Διοίκησης, με ό,τι θα σημαίνει αυτό, και με τα εφόδιά τους και με τις ανάγκες εκσυγχρονισμού και επαφής με τη σημερινή κοινωνία, δεν είναι απλώς ένα αριθμητικό πρόβλημα. Η ίδια η ποιότητα της Δημόσιας Διοίκησης δοκιμάζεται ή μπορεί να δοκιμαστεί δεινά εξ αυτού του αποτελέσματος, όπως και σε άλλες πλευρές που υπάρχουν σε αυτές τις δεσμεύσεις. Αυτό όμως είναι το πλαίσιο και το γνωρίζουμε και προσπαθούμε τουλάχιστον στην περίοδο αυτής της Βουλής να κλείσει αυτό το πλαίσιο περιορισμών και επιτηρήσεων για τη χώρα.
Είναι προφανές ότι διεθνώς υπάρχει μια τάση, από αρκετές πλευρές, να διαμορφώνεται η σχέση Κράτους και Δημόσιας Διοίκησης κατ’ εξοχήν και μόνο σε οικονομική βάση και μάλιστα σε μια βάση management, θα έλεγε κανείς. Αυτό είναι εχθρικό, κατά τη γνώμη μου, προς τη δημοκρατική Δημόσια Διοίκηση που είναι στην υπηρεσία του πολίτη, διότι οδηγεί στην ανομολόγητη αποδοχή και διαμόρφωση μιας υπερκυβέρνησης τεχνοκρατών. Αυτά τα φαινόμενα υπάρχουν γενικότερα, υπάρχουν και στην Ευρωπαϊκή Ένωση που κατά τα άλλα έχει εξαιρετικές παραδόσεις στη Δημόσια Διοίκηση κεντροευρωπαϊκών και άλλων κρατών. Να σας αναφέρω π.χ. -και γνωρίζετε- αυτό που γίνεται με την ΤΤΙΡ, τη Διατλαντική Συμφωνία για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις, που διαμορφώνεται τα τελευταία δύο χρόνια εν κρυπτώ και παραβύστω σε κάποιες αίθουσες των Βρυξελών, με πλήρη καθοδήγηση των λεγόμενων αγορών, κυρίως των υπερεθνικών ομίλων, όπου επιτρέπεται κατόπιν αιτήσεως αδείας, στους Ευρωβουλευτές και μόνο, και χωρίς να μπορούν πέραν σημειώσεων, σε κλειστά δωμάτια με παρακολούθηση, να διαμορφώσουν άποψη για το τι συνομολογείται και τι συζητείται σε αυτή τη συμφωνία, η οποία θίγει εκ βάθρων πάρα πολλά πράγματα. Το γνωρίζουμε, δεν είναι απλά μια συμφωνία εμπορίου, αλλά μπαίνει σε ζητήματα διακυβέρνησης, Δημόσιας Διοίκησης, δικαιωμάτων, κοινωνικών κατακτήσεων κ.λπ. Άρα λοιπόν αυτή η τάση της διαμόρφωσης μιας κατάστασης, στην ουσία των αγοραίων κανόνων, για τη Δημόσια Διοίκηση και για τη διοίκηση των εθνικών κρατών, των υπερεθνικών ενώσεων, ακόμα και των ηπείρων, είναι μια εχθρική, θεωρώ, στάση για να οικοδομήσουμε μια Δημόσια Διοίκηση έτσι όπως θα θέλαμε.
Είναι άλλο η αποκομματικοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης, δηλαδή το χτύπημα ουσιαστικά και με θεσμικούς τρόπους του πελατειακού κράτους, των συνθηκών διαφθοράς και διαπλοκής, που είναι καθρέφτης περιόδων και καταστάσεων που έχουμε ζήσει και έχουν αποτυπωθεί στο σώμα της Δημόσιας Διοίκησης, και άλλο να μιλάμε, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, για αποπολιτικοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης. Τι άραγε σημαίνει αυτό, και μάλιστα για τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, για τους Γενικούς Γραμματείς κ.λπ.
Από την πρώτη ημέρα που πήγαμε στο Υπουργείο Εσωτερικών, πέραν του συνεργαστήκαμε άριστα με τους Γενικούς Διευθυντές και τους Διευθυντές, που ουδείς εξ αυτών έτυχε να είναι της παράταξης την οποία εκπροσωπούσα, όταν υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους οι επτά Γενικοί Γραμματείς των αποκεντρωμένων διοικήσεων, που ξέρουμε πολύ καλά πως είναι οι κατεξοχήν φορείς της κυβερνητικής και κομματικής θέλησης στην Περιφέρεια για κρίσιμα ζητήματα, δεν τοποθετήσαμε άλλους. Βάλαμε, κατά νόμο, ως αναπληρωτές, τους αρχαιότερους Γενικούς Διευθυντές και ξεκινήσαμε διαδικασία, μέσω ΑΣΕΠ, για να υπάρξουν Γενικοί Γραμματείς των αποκεντρωμένων διοικήσεων, ενόψει και μιας γενικότερης μεταρρύθμισης στις ίδιες αποκεντρωμένες διοικήσεις, από τους Γενικούς Διευθυντές του Δημοσίου. Αυτά έγιναν πέρσι, γι’ αυτό δεν δέχομαι τόσο εύκολα τα περί κομματικού κράτους που στήνεται. Είναι εύκολες κουβέντες, σε μεγάλο βαθμό υπερβολικές, και υπάρχουν τα στοιχεία, πολύ συγκεκριμένα, για να μπορεί κανείς να απαντήσει. Σε ό,τι με αφορά, αυτό έγινε σε έναν πολύ κρίσιμο τομέα της Δημόσιας Διοίκησης.
Αυτό, λοιπόν, πράγματι είναι αποκομματικοποίηση, αλλά η αποπολιτικοποίηση, άραγε, τι θα σήμαινε; Όπως, τι σημαίνει να αναπτύσσονται συνεχώς, όπως τα τελευταία χρόνια, «σαπρόφυτα», στη Δημόσια Διοίκηση, στην Κεντρική Κυβέρνηση, στα Υπουργεία, δηλαδή μικρές ή μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες, ΝΠΙΔ κ.λπ., συμβούλων, που απομυζούν, όλο και περισσότερο, πόρους από το ΕΣΠΑ, το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, απομυζούν κεφάλαιο λειτουργών της Δημόσιας Διοίκησης, δηλαδή ανθρώπινο δυναμικό, που εύκολα μεταπηδούν από τη Δημόσια Διοίκηση σε εταιρείες, με αποτέλεσμα τελικά να ευνουχίζεται, όχι απλώς να μικραίνει, το «μικρό κράτος» το οποίο λένε;
Μεγάλη συζήτηση, επίσης, έχει γίνει, και το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά, για την ανάγκη σύγχρονων οργανογραμμάτων και για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, που είναι αυτά τα δύο στοιχεία τα οποία μπορούν, και πολύ γρήγορα μάλιστα, εάν υπάρχει αποφασιστικότητα, να βοηθήσουν για να γίνει μια σύγχρονη Δημόσια Διοίκηση, διότι και επ’ αυτού οι καθυστερήσεις ήταν πάρα πολύ σημαντικές».
Από την πλευρά του, ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής κ. Λιαργκόβας, επισήμανε ότι «η Δημόσια Διοίκηση είναι το βασικότερο εργαλείο που μπορεί να ανοίξει το δρόμο, ώστε να περάσουμε από την κρίση στην ανάπτυξη», τονίζοντας ότι «για να το κάνει αυτό, η Δημόσια Διοίκηση οφείλει να είναι ικανή και αποτελεσματική».
Ο κ. Λιαργκόβας ανέφερε με έμφαση ότι σήμερα «χρειαζόμαστε μια Δημόσια Διοίκηση που να είναι συμμετοχική και αποκεντρωτική στη λειτουργία της, να ευνοεί και να ανταμείβει την καινοτομία, να στηρίζεται περισσότερο σε κίνητρα παρά σε εντολές και να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον με καινοτόμο, αδογμάτιστο, ακομμάτιστο και επιχειρηματικό τρόπο».