Η Αντριέλα μιλάει για τον Γολγοθά που ανεβαίνει στον Βόλο. Για τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής της, μετά το ατύχημα στο σπίτι που έμενε. Όταν έριξε οινόπνευμα σε σόμπα και έπαθε εγκαύματα…
Το ατύχημα έγινε το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου του 2023. Η άτυχη Αντριέλα έριξε σε οινόπνευμα σε σόμπα και έπαθε σοβαρά εγκαύματα στο 53% του σώματός της. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο και παρέμεινε σε καταστολή για πάνω από ένα μήνα. Πλέον είναι δυνατή. Κοντά στους δικούς της ανθρώπους. Κάνει μπροστά στην κάμερα ένα πρώτο απολογισμό. Η ζωή της μπορεί να μην κινδυνεύει, ωστόσο ο Γολγοθάς για την επούλωση των τραυμάτων της συνεχίζεται. Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς.
Η 22χρονη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Βόλου και στη συνέχεια με ασθενοφόρο διακομίσθηκε στο νοσοκομείο Γεώργιος Γεννηματάς, όπου εφημέρευε. Για ενάμιση μήνα, η 22χρονη που σπούδασε αισθητική, ήταν σε καταστολή. Όπως εξομολογήθηκε, ζήτησε συγγνώμη από τους γονείς της για τη στενοχώρια που τους προκάλεσε. Όταν είδε για πρώτη φορά στο πρόσωπό της, ένιωσε πολύ άσχημα.
«Τα περισσότερα τα έχω ξεχάσει. Είχα βγει και γύρισα σπίτι. Έκανε κρύο, δεν είχα προσέξει ότι η σόμπα ήταν λίγο αναμμένη. Πήρα το οινόπνευμα, βάζω το χαρτί, κι έτσι όπως έριξα το οινόπνευμα, η φωτιά γύρισε προς τα εμένα, το μπουκάλι έσκασε στα χέρια μου, στα μαλλιά και στα ρούχα. Θυμάμαι να ουρλιάζω.
Η μητέρα μου είχε πάθει σοκ και δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Θυμάμαι ότι ξύπνησε ο μπαμπάς μου, με τύλιξε με μία πετσέτα, μου έσκισε ό,τι ρούχα είχαν απομείνει και με έβγαλε έξω. Είχε και τον φόβο μην πιάσει φωτιά και το σπίτι» έλεγε.
Η Αντριέλλα συνεχίζει να δίνει τον αγώνα της αποκατάστασης. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο The Outsiders, αναφέρεται για όλα όσα πέρασε, για το δρόμο που έχει να διανύσει ακόμη, αλλά και για εκείνους που την πίκραναν. Όπως έλεγε, αναφερόμενη σε εκείνους που κάποτε θεωρούσε φίλους της “Δεν μπορούσαν να έρθουν να με δουν στο νοσοκομείο”.
Μιλώντας για το περιστατικό που την έκανε να λυγίσει αναφέρει “ήμουν ένα μήνα στην μονάδα, ήρθαν να με δουν «άκυρα» άτομα, που δεν κάναμε καν παρέα και δεν το πίστευα. Δεν ήρθε η παρέα μου. Θυμάμαι τον Σεπτέμβρη που νοσηλεύτηκα, είχε έρθει μια κοπέλα, στο δίπλα κρεβάτι να κάνει χειρουργείο.
Το κάνει το πρωί, το βράδυ μαζεύτηκαν δέκα κορίτσια. Όλες οι φίλες της. Και τότε ζήλεψα. Μπορεί να μην είχα κλάψει, όσο έκλαψα εκείνη τη στιγμή. Βγήκα στο μπαλκόνι για να μην με δουν και με πιάνει το κλάμα. Με ρώτησε η μητέρα μου «γιατί κλαις;». Της απαντώ, πως έκανε χειρουργείο η κοπέλα και μαζεύτηκαν όλες οι φίλες της. Τρέχω έξι μήνες και δεν ήρθε κανένας να με δει».