Η ένωση των Γερμανιών είχε ξεκινήσει να γίνεται η πιο χαρμόσυνη πραγματικότητα, με την πτώση του τείχους του αίσχους, στις 9 Νοεμβρίου του 1989, να στρώνει τον δρόμο για να ανθίσουν τα όνειρα μιας ζωή, με αναγκαίο εφόδιο την αγάπη.
Πολλές νύχτες προσπάθησα να το σκάσω, προσπάθησα μάταια να έρθω στη μεριά σου, να νιώσω την ευημερία σου, μιας και εμένα με καταδίκασαν σε θάνατο, μου στέρησαν την τροφή και όλα τα πολύτιμα αγαθά απλά και μόνο γιατί ένας αόρατος ταξιθέτης με τοποθέτησε στην ανατολική πλευρά.
Δεν ξέρω τι κακό έκανα, δεν ξέρω που έφταιξα. Έχασα περίπου 130 φίλους μου που σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να έρθουν να σε βρουν. Χωρισμένοι από τόνους μάρμαρο, από ένα τείχος αισχρό, άνθρωποι αγάπησαν και αγαπήθηκαν, μίσησαν και μισήθηκαν, γέλασαν και πόνεσαν, έκλαψαν…
Γείτονες που σε μια νύχτα γίναμε άγνωστοι, φίλοι που σε λίγες ώρες γίναμε εχθροί και τα ποτήρια μας στερέψαν και τα τραγούδια μας σωπάσαν, και το παγωμένο μάρμαρο σαν ταφόπλακα έθαψε τα όνειρά μας και τις ζωές μας.
Δεν θα ξεχάσω την φίλη μου την Ροζίτα, που αναγκάστηκε να κρυφτεί μέσα στο καπό του σκαραβαίου, δίπλα στη μηχανή του αυτοκινήτου του αγαπημένου της Κλάους (Κλάους και Ροζίτα Κόπεν) προκειμένου να φύγει από δω και να ζήσει μαζί του χωρίς τίποτα να μπορεί να τους χωρίσει. Ούτε τον Βόλφγκαν (Βόλφγκαν Ένγκελς) που τον απαρνήθηκε η ίδια του η μάνα, σα προδότη, όταν το έσκασε για να έρθει από κει. Ή μήπως θα ξεχάσω τον Ρούντι (Ρούντι Μίλερ) που έσκαψε ολόκληρο τούνελ για να βρει την οικογένειά του; Τόσες ιστορίες, τόσες αναμνήσεις, τόσος πόνος…
Αδέρφια ήμασταν όλοι πριν να μας χωρίσουν, πριν μας δώσουν σε ανάδοχες οικογένειες, εσένα στους δυτικούς εμένα στους ανατολικούς, μα και οι δυο μας πιόνια σε μια πολιτική σκακιέρα, σε ένα παιχνίδι δίχως τέλος, με αέναη κίνηση στο χρόνο, στο χρόνο της επικράτησης, της εξουσίας, της δόξας… Αιχμάλωτοι στην ίδια μας την πόλη… Φυλακισμένοι σε συρματοπλέγματα βαμμένα με το αίμα μας… Κρατούμενοι σε έναν τάφο φτιαγμένο από μάρμαρο και μίσος…
Μέσα σε ένα καταπράσινο γήπεδο ποδοσφαίρου βρεθήκαμε ξανά, το ’74 ήτανε νομίζω, σαν μονομάχοι σε ρωμαϊκή αρένα, να ανταγωνιστούμε, να παλέψουμε ενάντια στους ίδιους μας του εαυτούς. Ένας αγώνας ποδοσφαίρου ήταν άλλωστε και τα 28 μας χρόνια χωριστά, ένα ματς ανάμεσα στη δημοκρατία και τον κομμουνισμό και εμείς φίλαθλοι και αγωνιστές συγχρόνως, χωρίς τη θέλησή μας.
Και μπορεί να σε νίκησα εκείνη τη μέρα, όμως για μένα δεν ήταν νίκη, ήταν μια αρχέγονη μάχη ανάμεσα σε έναν Κάιν και έναν Άβελ…
Και έφτασε η μέρα που το τείχος της ντροπής θα έπεφτε. Από την ξαφνική αρρώστια του Χόνεκερ; Από την προτροπή του Ρήγκαν και των ΗΠΑ για διάλυση του τείχους; Από μια γκάφα του Γκραμπόφσκι; Δεν ξέρω, δεν με νοιάζει, δεν έχει σημασία…
Ήταν 9 Νοεμβρίου του 1989, το ωραιότερο πάρτυ της ζωής μου, της ζωής μας πια… Ήμασταν 2 εκατομμύρια καλεσμένοι, στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα, συγχρονισμένοι στον ίδιο ρυθμό, χορέψαμε την ίδια μουσική, γίναμε ένα ξανά. Πέρασαν 36 ώρες με αλκοόλ, χορό και γλέντι, με σφυριά, αξίνες και οτιδήποτε αιχμηρό μπορούσε να διώξει τον ζοφερό αυτόν εφιάλτη της ιστορίας μας. Θυμάμαι όλες τις δυνάμεις, αστυνομία, στρατό, πυροσβεστική, για πρώτη φορά να είναι δίπλα μας και όχι απέναντί μας, να μας βοηθούν αντί να μας διώχνουν, να γκρεμίζουν αντί να πυροβολούν. Θεέ μου πόση χαρά έζησα εκείνο το βράδυ;
Εκείνο το βράδυ ένιωσα ξανά ολόκληρος, σα να είχα βρει το άλλο μισό που ψάχνουν όλοι. Για 28 χρόνια είχα μέσα μου ένα κενό χωρίς εσένα.
Τώρα πια δεν χρειάζομαι βίζα, δε χρειάζομαι διαβατήριο, τα καίω μπροστά σου, μπροστά στο τείχος, τώρα πια είμαστε ένα…