Ηταν μια συνηθισμένη μέρα στο κέντρο των Ιωαννίνων. Αρχές Νοεμβρίου. Είχε συννεφιά και ψιλόβροχο, το πρώτο φως πάλευε να αντιταχθεί στην καταχνιά και η πόλη ξυπνούσε ράθυμα για την τελευταία εργάσιμη ημέρα πριν από το Σαββατοκύριακο. Δύο νεαροί άνδρες με συνοδηγό τους ένα κουτάβι διέσχισαν με το αυτοκίνητό τους τη λεωφόρο Δωδώνης, με άλλα λόγια τον κεντρικό δρόμο της πόλης, και στάθμευσαν λίγο μετά το δικαστικό μέγαρο. Αφησαν τον σκύλο στο αυτοκίνητο, αφού δεν είχαν σκοπό να καθυστερήσουν, κλείδωσαν πόρτες και παράθυρα και ξεκίνησαν να κινούνται προς το κέντρο των Ιωαννίνων.
Φορούσαν στολές παραλλαγής και φαίνονταν οπλισμένοι, όμως η εικόνα τους κάθε άλλο παρά ξένιζε, προβλημάτιζε ή σόκαρε όσους τους συναντούσαν. Στα τέλη του 1991 πλήθος στρατιωτικών δυνάμεων είχε εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα της Ηπείρου λόγω της εμπόλεμης κατάστασης στην πρώην Γιουγκοσλαβία, οπότε το θέαμα δύο οπλοφόρων ανδρών ήταν μάλλον σύνηθες. Οι δύο αξιωματούχοι έφτασαν έξω από το κατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας λίγο πριν από τις 8 και περίμεναν στωικά το άνοιγμά του. Ηταν οι πρώτοι πελάτες της ημέρας.
Με το άνοιγμα του υποκαταστήματος ο ένας κατευθύνθηκε προς το ταμείο, ενώ ο δεύτερος στάθηκε μπροστά στην κυλιόμενη είσοδο κραδαίνοντας ένα υποπολυβόλο Uzi. «Ληστεία!» είπαν. Η τύχη ήταν με το μέρος τους αφού το χρηματοκιβώτιο όχι μόνο ήταν γεμάτο αλλά και ανοιχτό. Ο ταμίας ξεκίνησε να γεμίζει βιαστικά την τσάντα που είχε τοποθετήσει μπροστά του ο ένας, ο πιο μικρόσωμος το δέμας, ένοπλος. Ενώ με κεκτημένη ταχύτητα και σπουδή ετοίμαζε τη λεία, διαπίστωσε πιθανότατα με τρόμο πως η τσάντα δεν χωρούσε άλλες δεσμίδες χαρτονομισμάτων.
Το είπε στον ληστή, που περίμενε μάλλον ήρεμος και χαλαρός στην άλλη πλευρά του ταμείου. «Μη φοβάσαι, δεν είμαστε άπληστοι», του απάντησε με περίσσευμα αυτοσαρκασμού και coolness παράταιρο για την οριακή κατάσταση που λογικά δημιουργεί το πλιάτσικο σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Οι δύο στρατιωτικοί, που τελικά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από δύο αριστοτεχνικά μεταμφιεσμένοι αλλά και μεθοδικά προετοιμασμένοι ληστές, έφυγαν τελικά ανενόχλητοι από την τράπεζα, χωρίς να χύσουν στάλα ιδρώτα, πήραν το αυτοκίνητό τους και χάθηκαν μαζί με το κατοικίδιό τους στα βουνά της Πίνδου.
Ακούστε το εδω:
«Ο καλός ληστής»
Αυτή είναι μόλις μία από τις δεκάδες μυθιστορηματικής κοπής ιστορίες που ακολουθούν τον Βασίλη Παλαιοκώστα σαν το πιστό κουτάβι του. Πρόκειται για τη ληστεία που διέπραξε μαζί με τον μέντορα και καθοδηγητή του Κώστα Σαμαρά στις 8 Νοεμβρίου του 1991 στα Γιάννενα με λεία 24 εκατ. δραχμές, λίγους μόλις μήνες πριν από τη θρυλική πια κλοπή στην Εθνική Τράπεζα της Καλαμπάκας τον Ιούνιο του 1992. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν απλώς προετοιμασία ή η προθέρμανση για τη μεγαλύτερη ληστεία χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στα ελληνικά χρονικά, εκείνη που έμελλε να καταγραφεί ως magnum opus στο ποινικό μητρώο του διάσημου (πια) Τρικαλινού ληστή χάρη στα 125 εκατ. δραχμές που του απέφερε, αλλά και στο γεγονός ότι το αστυνομικό τμήμα της περιοχής δεν ήταν ούτε ένα τσιγάρο δρόμος από τον τόπο του εγκλήματος.
Η συγκεκριμένη αφήγηση μαζί με πολλές ακόμα για τα έργα και τις ημέρες του Βασίλη Παλαιοκώστα συμπυκνώνονται στα 8 επεισόδια της σειράς podcast «Outlaws – The Good Thief», το πρώτο από τα οποία κυκλοφόρησε μόλις στις 12 Ιουλίου και κατάφερε να κατακτήσει μεμιάς την κορυφή της ακροαματικότητας σε Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και Ευρώπη. Ναι, πρόκειται το δίχως άλλο για μια από τη ζωή βγαλμένη ιστορία, γεμάτη παρανομίες, καταδιώξεις, αποδράσεις, δεξιοτεχνικές μεταμφιέσεις και μπόλικους θρύλους γύρω από το όνομα του βασικού πρωταγωνιστή της, έχει δηλαδή απαράμιλλη μαγιά για virality. Εκείνο όμως που την κάνει πραγματικά ακαταμάχητη είναι το γεγονός ότι ο Βασίλης Παλαιοκώστας παραμένει άφαντος εδώ και 5.264 ημέρες, από τις 22 Φεβρουαρίου 2009, όταν και απέδρασε για δεύτερη φορά από αέρος (με ελικόπτερο) από τις Φυλακές Κορυδαλλού, και είναι επικηρυγμένος από τη Europol για 1 εκατ. ευρώ.
Οι παραγωγοί
Την παραγωγή του podcast για τον «Καλό Ληστή» Παλαιοκώστα υλοποίησε η αμερικανική εταιρεία Kaleidoscope, δημιουργοί της οποίας είναι ο βραβευμένος με Emmy δημοσιογράφος Οζ Γούλοσιν, ο πρώην Senior Vice President της iHeartMedia Μανγκές Χατικουντούρ και η πρώην αντιπρόεδρος του Vice Media Group Κέιτ Οσμπορν. Η προϋπηρεσία και η εμπειρία τους σε μεγάλους και έγκριτους δημοσιογραφικούς οργανισμούς προϊδεάζει για την αρτιότητα του αποτελέσματος, αλλά και την ενδελεχή έρευνα που έχει προηγηθεί. Αλλωστε και μόνο οι 20 μήνες που χρειάστηκαν για την ολοκλήρωση του ηχητικού ντοκιμαντέρ είναι ενδεικτικοί της σοβαρότητας με την οποία προσέγγισε το θέμα η ομάδα παραγωγής αλλά και των εγγενών δυσκολιών του.
Πώς στην ευχή όμως τα έργα και οι ημέρες του Βασίλη Παλαιοκώστα, ενός διαβόητου ληστή από τις εσχατιές των Βαλκανίων, έφτασαν στα αυτιά της αμερικανικής ομάδας; Για τις… συστάσεις ευθύνεται ένας Ελληνας ο οποίος εργάζεται ως επικεφαλής επιχειρηματικών υποθέσεων στην Kaleidoscope. Ο Κωνσταντίνος Λινός ήταν εκείνος που έριξε στο τραπέζι την ιδέα και το όνομα του υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενου στην Ελλάδα. Οι συνεργάτες του, ειδικά όταν έμαθαν για τις δύο αποδράσεις-καρμπόν από τις Φυλακές Κορυδαλλού το 2006 και το 2009, δεν είχαν άλλη επιλογή από απλώς να ιχνηλατήσουν στα βήματα του εξαφανισμένου από προσώπου γης εγκληματία.
Φυσικά, η πρώτη ερώτηση που γλιστρά αυθόρμητα στη γλώσσα όταν έχεις απέναντί σου έναν άνθρωπο που συμμετείχε στο εν λόγω ηχητικό ντοκιμαντέρ είναι εάν η ομάδα κατάφερε να εντοπίσει και να μιλήσει με τον ίδιο τον Βασίλη Παλαιοκώστα. «Τον ψάχνουμε κι εμείς», λέει ο Κωνσταντίνος Λινός. «Δεν τον βρήκαμε. Ομως έχουμε εντοπίσει πολλούς συνεργούς του – και βέβαια έχουμε μιλήσει με ανθρώπους που τον καταδιώκουν από την Αστυνομία και την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία».
Αραγε θα ήθελαν ο Παλαιοκώστας να ακούσει τα 8 επεισόδια διάρκειας κατά μέσο όρο 40 λεπτών που αποπειρώνται να σκιαγραφήσουν το προφίλ του; «Νομίζω πως ναι. Και ελπίζω να εντυπωσιαστεί από το βάθος της έρευνας και την ειλικρίνεια της δημοσιογραφίας μας. Σίγουρα υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα τόσο για τις πράξεις του όσο και για τις προθέσεις του που θα θέλαμε τον ρωτήσουμε απευθείας», καταλήγει ο κ. Λινός. Υπογραμμίζει ακόμα πως όταν μοιράστηκε την ιδέα του με φίλους και γνωστούς στην Ελλάδα, υπήρξαν δύο ειδών αντιδράσεις. Από τη μία πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί να δημιουργηθεί ένα ντοκιμαντέρ για έναν εγκληματία, από την άλλη υπήρχαν εκείνοι που γοητεύονται από τους μύθους που διακινούνται με το καντάρι για εκείνον.
Φιλανθρωπίες και θρύλοι
Είναι για παράδειγμα ευρέως διαδεδομένος ο θρύλος ότι αφού η ομάδα του Παλαιοκώστα έκλεψε ένα φορτηγάκι μάρκας Nissan και το χρησιμοποίησε μετά τη διαφυγή της από τη μεγάλη ληστεία στην Καλαμπάκα, το επέστρεψε λίγες ημέρες αργότερα στον κάτοχό του όχι μόνο πλυμένο και γυαλισμένο, αλλά και με 150.000 δραχμές κρυμμένες κάτω από το πατάκι του οδηγού.
Λέγεται μάλιστα ότι στη συγκεκριμένη ληστεία, στην οποία συνεργοί ήταν ο Νίκος Παλαιοκώστας και ο καθοδηγητής των δύο αδελφών Κώστας Σαμαράς, ο Βασίλης έκανε καλαμπούρια με τους πελάτες της τράπεζας, οι οποίοι του εύχονταν «καλοφάγωτα και σε καλή μεριά», ενώ είναι γνωστό ότι κατά τη φευγιό τους οι τρεις ληστές πετούσαν πίσω τους χαρτονομίσματα εν είδει τρολιάς. Τι τρολιά όμως! Αξίας περίπου 90 εκατ. δραχμών. Επιπλέον, διακινείται έντονα η φήμη ότι με τα χρήματα που αποκόμισε από τις ληστείες και τις δύο απαγωγές -των βιομηχάνων Αλέξανδρου Χαΐτογλου τον Δεκέμβριο του 1995 και Γιώργου Μυλωνά τον Ιούνιο του 2008- ο Βασίλης Παλαιοκώστας προίκιζε φτωχές συντοπίτισσές του και βοηθούσε πολίτες σε ανάγκη.
Ναι, αυτές είναι μόνο μερικές από τις αμέτρητες αφηγήσεις που έχουν κάνει πολλούς να θεωρούν τον Βασίλη Παλαιοκώστα έναν σύγχρονο Ρομπέν των Δασών. Πάντως, ο κ. Λινός διευκρινίζει ότι η ομάδα του δεν κατάφερε να βρει και να μιλήσει με κανέναν από τους άμεσα ευεργετηθέντες από τον ληστή, παρά μόνο φίλους φίλων και γνωστούς γνωστών που ισχυρίζονται ότι βοηθήθηκαν από εκείνον. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί τον θεωρούν καλό κλέφτη, έναν άγιο που κατέβαινε κάθε τόσο από τα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας του, τα οποία γνωρίζει όσο λίγοι, στα εγκόσμια για να πάρει από τους έχοντες και να μοιράσει τη λεία του στους αναξιοπαθούντες.
Αυτός εξάλλου είναι και ο τίτλος του ήδη διάσημου podcast, τον οποίο ο κ. Λινός προτείνει να εκλάβουμε μόνο ως κυριολεξία. «Μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι σε ένα πράγμα: ότι κυριολεκτικά είναι καλός στο να κλέβει. Το αν μπορεί κάποιος να είναι και καλός αλλά και κλέφτης έχει ένα ερωτηματικό. Και με τον τίτλο και με τον τρόπο που έχουμε γράψει τη σειρά θέλουμε να προσελκύσουμε ακροατές, αλλά δεν προσπαθούμε ούτε να μυθοποιήσουμε, ούτε να καταδικάσουμε αυτόν τον άνθρωπο. Μάλλον θέλουμε να προσφέρουμε στους ακροατές μια συναρπαστική ιστορία. Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του».
Ο… καλλιτέχνης
Είναι πάντως το δίχως άλλο ενδιαφέρον να ακούει κανείς τον Κώστα Σαμαρά στο ένα από τα δύο επεισόδια που έχουν ήδη κυκλοφορήσει να εξιστορεί με το νι και με το σίγμα τον τρόπο δράσης της ομάδας. Ο «καλλιτέχνης», όπως ήταν γνωστός ο Σαμαράς στα χρόνια της δράσης του εξαιτίας των καλλιτεχνικών ανησυχιών του, αλλά και της ενασχόλησής του με τις γραφικές τέχνες, οι οποίες του ήταν παραπάνω από χρήσιμες όταν κατάστρωνε στο χαρτί τα σχέδια δράσης της ομάδας, δέχτηκε να μιλήσει στην ερευνητική ομάδα της Kaleidoscope, ενώ, όπως εξιστορεί η δημοσιογράφος που τον συνάντησε, της ζήτησε ευγενικά να μεταφέρει την εγγονή του από την Αθήνα στα Τρίκαλα, όπου εκείνος ζει, για να τη συναντήσει επ’ ευκαιρία.
Ο δάσκαλος του Βασίλη Παλαιοκώστα, ο οποίος έχει με γενναιοδωρία παραδεχτεί πως ο μαθητής του κατάφερε να τον ξεπεράσει, τον μύησε στα βαθιά της παρανομίας, τον συνέδραμε σε πολλές ληστείες και μάλλον του μεταλαμπάδευσε τεχνογνωσία για τις αποδράσεις, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι ο Σαμαράς έχει πέντε στο ενεργητικό του – έχει αποδράσει από κρατητήρια, φυλακές, ακόμα και από κλούβα στη διάρκεια μεταγωγής του. Μάλιστα το 1999 ο «δάσκαλος» κατέγραψε τη ζωή και τη δράση του στο βιβλίο «Καταζητείται» (επανεκδόθηκε το 2018), το οποίο ο Βασίλης Μπισμπίκης είχε προτείνει για τηλεοπτική μεταφορά προ δεκαετίας, έχοντας φανταστεί τον εαυτό του στον ρόλο του γνωστού παράνομου.
Το φτωχόπαιδο από τα Τρίκαλα
Χωρίς τον Σαμαρά, με τον οποίο γνωρίστηκαν τη δεκαετία του ’80, το φτωχόπαιδο από την ελληνική επαρχία ενδεχομένως δεν θα είχε καταφέρει απολαμβάνει το status του πλέον καταζητούμενου ανθρώπου στην Ελλάδα. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας, 57 ετών σήμερα, γεννήθηκε, μεγάλωσε και γαλουχήθηκε σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια στο Μοσχόφυτο Τρικάλων. Από παιδί ακόμα βοηθούσε τον βοσκό πατέρα του. Ηταν άλλωστε ο μικρότερος από τα τέσσερα αδέλφια του.
Στα 13 του χρόνια και αφού η οικογένεια είχε μετοικήσει στα Τρίκαλα, ξεκίνησε να δουλεύει για τα προς το ζην σε μια τυροκομική μονάδα, ενώ ο 19χρονος τότε Νίκος Παλαιοκώστας, που λειτουργούσε πάντα ως πρότυπο για τον μικρό αδελφό του, μπάρκαρε στα καράβια. Η «φυσιολογική» ζωή τους δεν θα κρατούσε για πολύ. Τα δύο αδέλφια βγήκαν στην παρανομία, ξεκινώντας από μικρής έκτασης ληστείες και ανεβάζοντας διαρκώς τον πήχη της εγκληματικής δράσης τους. Μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έζησαν για βραχύ διάστημα στη Γερμανία όπου εξέλιξαν τις τεχνικές και τη δράση τους.
Οι τράπεζες έγιναν το αγαπημένο τους πεδίο δράσης και αυτό στο οποίο αποδείχτηκαν πιο επιδέξιοι. Το 1995 και έχοντας πια αρκετή εμπειρία, και κυρίως τη φήμη των άπιαστων, αφού κατάφερναν να αποδρούν με την ίδια συχνότητα που συλλαμβάνονταν, ο Βασίλης Παλαιοκώστας αποφάσισε να ανοίξει καινούριες δουλειές. Στις 15 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς απήγαγε με συνεργό τον Παύλο Κερεμίδη τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου από το Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης. Επειτα από τρεισήμισι ημέρες διαπραγματεύσεων, στη διάρκεια των οποίων οι απαγωγείς και το θύμα τους βρίσκονταν διαρκώς εν κινήσει, η οικογένεια του επιχειρηματία κατέβαλε λύτρα 150 εκατ. δραχμών και 650.000 μάρκων και ο απαχθείς αφέθηκε ελεύθερος στον σταθμό των ΚΤΕΛ στην Καρδίτσα.
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας έχει καταγράψει σε επιστολή του πως η εν λόγω απαγωγή είχε σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων αρκετών να του εξασφαλίσουν τη διαφυγή και μια νέα ζωή εκτός Ελλάδας. Το όνειρό του δεν ικανοποιήθηκε ποτέ. Τέσσερα χρόνια μετά την απαγωγή και με καταφανώς κινηματογραφικό τρόπο, αφού ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα στο 90ό χλμ. Λαμίας – Λιβαδειάς, ο Παλαιοκώστας έπεσε στα χέρια της Αστυνομίας.
Στον Κορυδαλλό
Εκτοτε ξεκίνησε η οδύσσειά του από φυλακή σε φυλακή της χώρας, όπου είχε να εκτίσει ποινή 25 ετών για την απαγωγή Χαΐτογλου. Δεν κατάφερε να στεριώσει σε καμία, αφού οι Αρχές θεωρούσαν ότι μπορούσε να βρει τρόπο απόδρασης από παντού. Δεν είχαν άδικο. Τελικά από την Κέρκυρα μεταφέρθηκε στον Κορυδαλλό. Από το 2003 έως το 2006 έζησε σχεδόν φιλήσυχα. Ή μάλλον μεθοδεύοντας μια απόδραση φτιαγμένη για την κινηματογραφική -ή έστω την τηλεοπτική- οθόνη. Στις 6.30 το απόγευμα της Κυριακής 6 Ιουνίου ένα μικρό ελικόπτερο ξεκίνησε την κάθοδό του στο προαύλιο των φυλακών, παρέλαβε τον Βασίλη Παλαιοκώστα και τον συγκρατούμενό του Αλκέτ Ριζάι και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Απίστευτο κι όμως αληθινό. Η ιστορία θα επαναλαμβανόταν τρία χρόνια αργότερα.
Οχι όμως ως φάρσα. Θα μεσολαβούσε βέβαια η απαγωγή του επιχειρηματία Γιώργου Μυλωνά τον Ιούνιο του 2008 από το Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Αυτή τη φορά το θύμα κρατήθηκε σε κρησφύγετο… του κουτιού στην περιοχή της Σουρωτής -βαμμένο και επιπλωμένο με οικοσκευή αξίας 15.000 ευρώ- για 17 ημέρες και παραδόθηκε άθικτο στην οικογένειά του έπειτα από την καταβολή λύτρων ύψους 12 εκατ. ευρώ. Από την εν λόγω απαγωγή έχει μείνει παροιμιώδης η ατάκα που φέρεται να είπε ο Παλαιοκώστας στον Μυλωνά: «Αν εσύ είσαι ο Μυλωνάς στο αλουμίνιο, εμείς είμαστε οι Βαρδινογιάννηδες στις απαγωγές».
Απόδραση από αέρος
Η ελευθερία του Παλαιοκώστα και της δεκαμελούς ομάδας του είχε σύντομη ημερομηνία λήξης. Τα χαρτονομίσματα που καταβλήθηκαν για τα λύτρα ήταν προσημειωμένα και όταν οι απαγωγείς άρχισαν να τα ξοδεύουν δεξιά κι αριστερά, οι διωκτικές αρχές κατάφεραν να εντοπίσουν τους απαγωγείς. Ο Παλαιοκώστας συνελήφθη στα τέλη Αυγούστου του 2008 στο κρησφύγετο της Σουρωτής, τη στιγμή που έβαζε ένα ποτό στον εαυτό του και ετοιμαζόταν να παρακολουθήσει μια ταινία. Το παραδέχτηκε και ο ίδιος τότε πως έπαιξε κι έχασε, όμως δεν είχε πει την τελευταία λέξη του.
Στις 22 Φεβρουαρίου του 2009, μία ημέρα πριν από τη δίκη για την προηγούμενη απόδρασή του, ο Βασίλης Παλαιοκώστας απέδρασε ξανά από αέρος από τις Φυλακές Κορυδαλλού, και πάλι με συνεπιβάτη τον Ριζάι. Εκτοτε παραμένει άφαντος. Η Αστυνομία σχεδόν τον άγγιξε τον Απρίλιο του 2019 στο Αλεποχώρι και τον Φεβρουάριο του 2011 στην Αράχωβα, αλλά εκείνος κατάφερε αυτό που ξέρει καλύτερα από τον καθένα, να ξεγλιστρήσει. Εν τω μεταξύ το παλαμικό αποτύπωμά του βρέθηκε, σύμφωνα με την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, στον φάκελο του παγιδευμένου δέματος που τον Ιούνιο του 2010 σκότωσε τον ταξίαρχο Γιώργο Βασιλάκη, υπασπιστή του τότε υπουργού Πολιτικής Προστασίας Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Ο Παλαιοκώστας έχει με κάθε τρόπο αρνηθεί πως είχε σχέση με τη συγκεκριμένη τρομοκρατική ενέργεια, αλλά και με δέκα ακόμα κατηγορίες που του έχουν αποδοθεί για εγκλήματα που ο ίδιος λέει ότι δεν έχει διαπράξει. Τα εξηγεί όλα αναλυτικά στην αυτοβιογραφία του, η οποία εκδόθηκε το 2019, δηλαδή δέκα χρόνια μετά την τελευταία απόδρασή του και την τελευταία φορά που πέρασε χρόνο πίσω από της φυλακής τα σίδερα, από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων με τον σχεδόν ειρωνικό τίτλο «Μια φυσιολογική ζωή». Αν μη τι άλλο, μοιάζει ταιριαστός στον χαρακτήρα του, τον οποίο εκείνοι που τον έχουν συναναστραφεί περιγράφουν ως πνευματώδη, ευρυμαθή και πολύ ευγενέστερο από όσο θα θεωρούσε κανείς στερεοτυπικά για έναν εγκληματία. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το τι είναι αλήθεια και τι επινόηση στην περίπτωσή του. Αλλά έτσι δεν συμβαίνει πάντα με τους σταρ – όποιου είδους;
protothema.gr