Τα πυρηνικά όπλα και όχι η διαπραγμάτευση επέτρεψαν την επίτευξη της «ιστορικής» συμφωνίας με τη Σεούλ για τον τερματισμό της στρατιωτικής έντασης ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα, δήλωσε ο Βορειοκορεάτης ηγέτης Κιμ Γιονγκ Ουν, χαρακτηρίζοντας πάντως τη συμφωνία «καθοριστική ιστορική ευκαιρία» που μπορεί να εγκαινιάσει νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις.
Ο νεαρός ηγέτης που προήδρευσε συμβουλίου της κεντρικής στρατιωτικής επιτροπής εξήγησε ότι στον βορρά οφείλεται η επίτευξη της συμφωνίας αυτής, η οποία και επανέφερε τα δύο αντίπαλα κράτη στο δρόμο της συμφιλίωσης και της εμπιστοσύνης, όπως μετέδωσε σήμερα το επίσημο πρακτορείο KCNA.
Η Σεούλ σταμάτησε τη λειτουργία των μεγαφώνων που μετέδιδαν μηνύματα προπαγάνδας στα σύνορα, η Πιονγκγιάνγκ εξέφρασε τη λύπη της για την έκρηξη των ναρκών κατά προσωπικού που προκάλεσε τον ακρωτηριασμό δύο νοτιοκορεατών στρατιωτών στις αρχές Αυγούστου.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε έπειτα από διαπραγμάτευση στο συνοριακό χωριό Πανμουντζόμ, όπου είχε υπογραφεί η συμφωνία εκεχειρίας του πολέμου της Κορέας (1950-1953), επέτρεψε την αποκλιμάκωση ενώ οι δύο χώρες έδειχναν να βρίσκονται στα πρόθυρα πολέμου, και δεσμεύει Σεούλ και Πιονγκγιάνγκ να αρχίσουν διάλογο.
Ωστόσο ο Κιμ Γιονγκ-Ουν υπογράμμισε ότι αυτό δεν σημαίνει πως η χώρα συζητά τρόπους για τον τερματισμό του εξοπλιστικού πυρηνικού της προγράμματος, το οποίο είναι οπωσδήποτε βασικός παράγοντας ειρήνης, όπως τόνισε. Η συμφωνία στο Πανμουντζόμ «σε καμιά περίπτωση δεν επιτεύχθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά χάρη στην τεράστια στρατιωτική μας δύναμη και την πυρηνική αμυντική μας δύναμη αποτροπής. Πρώτη μας προτεραιότητα, είπε, είναι η συνέχιση των προσπαθειών για την ενίσχυση των στρατιωτικών ικανοτήτων της Βόρειας Κορέας.
Παράλληλα ο νοτιοκορεατικός Ερυθρός Σταυρός πρότεινε τη διεξαγωγή συζητήσεων εργασίας με τον βορειοκορεατικό Ερυθρό Σταυρό από τις 7 Σεπτεμβρίου στο χωριό Πανμουντζόμ, προκειμένου να οργανωθεί μια συνάντηση των οικογενειών που χωρίστηκαν εξαιτίας του πολέμου της Κορέας.
Η ανακοίνωση αυτή ακολουθεί τη συμφωνία ανάμεσα στις δύο Κορέες που καλεί μεταξύ άλλων τις δύο χώρες να οργανώσουν συνάντηση των οικογενειών με αφορμή τη γιορτή του θερισμού Τσουσεόκ στις 27 Σεπτεμβρίου.
Η τελευταία συνάντηση των οικογενειών που βρέθηκαν διασκορπισμένες στη μια και την άλλη πλευρά των συνόρων στο τέλος του πολέμου ήταν τον Φεβρουάριο του 2014. Ήδη είχαν περάσει τρία χρόνια που δεν είχε πραγματοποιηθεί παρόμοια συνάντηση.
Εκατομμύρια Κορεάτες χωρίστηκαν στο τέλος του πολέμου αυτού, ο οποίος και χώρισε την κορεατική χερσόνησο.
Οι περισσότεροι από αυτούς πέθαναν, χωρίς ποτέ να έχουν τη δυνατότητα να ξαναδούν ή έστω να επικοινωνήσουν με τους συγγενείς τους, γιατί οποιαδήποτε διασυνοριακή επικοινωνία μεταξύ πολιτών απαγορεύεται.
Σχεδόν 66.000 Νοτιοκορεάτες, από τους οποίους το 12% είναι ηλικίας πάνω από 90 ετών, είναι εγγεγραμμένοι στη λίστα αναμονής για να μετάσχουν σε μια πιθανή συνάντηση. Αλλά κάθε φορά, δεν επιλέγονται παρά μερικές εκατοντάδες.
Το πρόγραμμα των συναντήσεων ουσιαστικά άρχισε μετά την ιστορική σύνοδο κορυφής μεταξύ βορρά και νότου το 2000. Όμως, οι λίστες αναμονής είναι ιδιαίτερα μεγάλες και οι προβλεπόμενες θέσεις περιορισμένες. Συναντήσεις που είχαν οργανωθεί κατά το παρελθόν, ακυρώθηκαν την τελευταία στιγμή από τη Βόρεια Κορέα, υπό το πρόσχημα των προσβολών ή ισχυρισμών για εκδηλώσεις επιθετικότητας από τη Σεούλ.