Σκηνικό πολέμου μεταξύ του Ακη Τσοχατζόπουλου και της ξαδέλφης του Ελπινίκης, η οποία απαντά με αντίστοιχο τρόπο στον πρώην υπουργό, υπογραμμίζοντας ότι όλες οι κατηγορίες του για την ίδια και την κόρη της είναι ψέματα
Ανταλλαγή εξωδίκων, ξεσπάσματα μέσω Facebook, σκληρές κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση, bullying και διαψεύσεις συνθέτουν το σκηνικό πολέμου που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες εβδομάδες μεταξύ του Ακη Τσοχατζόπουλου και της εξαδέλφης του. Μετά το δριμύ κατηγορώ του πρώην υπουργού κατά εξαδέλφης και ανιψιάς, τις οποίες ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγορεί ότι χρησιμοποιούν το όνομά του για ίδιον όφελος, έρχεται ένα νέο χτύπημα από την Ελπινίκη Τσοχατζοπούλου, η οποία μέσω εξωδίκου που του απέστειλε απαντά σε όλα όσα της προσάπτει ο Ακης Τσοχατζόπουλος δηλώνοντας ότι «λυπάμαι για την κατάντια του».
Η «αγαπημένη», όπως η ίδια υποστηρίζει ότι ήταν, συγγενής του γυρνάει τον χρόνο 30 χρόνια πίσω, τότε που ήταν πανίσχυρος υπουργός μιλώντας για την άριστη συνεργασία που είχαν, ενώ αναφέρεται στα έξι χρόνια όπου ο Ακης ήταν στη φυλακή, υποστηρίζοντας ότι ήταν ο άνθρωπος που τον φρόντιζε και του έδινε τα φάρμακά του. Τέλος, επισημαίνει τη βοήθεια που του πρόσφερε τον περασμένο Ιανουάριο, όταν η υγεία του ήταν σοβαρά κλονισμένη.
«Εξι μήνες μετά την αποφυλάκισή σας εσύ και η σύζυγός σου ήρθατε στο σπίτι μου ζητώντας τη βοήθειά μου για προσωπικό σας πρόβλημα. Βλέποντάς σε στην τραγική κατάσταση όπου βρισκόσουν αφού δεν μπορούσες να περπατήσεις, να πιάσεις το πιρούνι να φας, ανέλαβα με την κόρη μου να βρούμε κέντρο αποκατάστασης. Πράγματι σου βρήκαμε το κέντρο “Φιλοκτήτης” στα Σπάτα και αναλάβαμε τη μετακίνησή σου διότι η σύζυγός σου δήλωσε ότι δεν μπορεί να ασχοληθεί με την αποκατάστασή σου. Επίσης, ασχοληθήκαμε με όλες τις γραφειοκρατικές διαδικασίες του Ταμείου σου για να καλυφθούν οι συνεδρίες και να μην επιβαρυνθείς και ολοκληρώσαμε τη διαδικασία σε πέντε μήνες, μέχρι τον Ιανουάριο του 2020. Σηκώθηκες από το καροτσάκι, περπατούσες και ήσουν πλέον αυτόνομος και μου είπες χίλια ευχαριστώ για τη βοήθειά μου και ότι είμαι ο φύλακας άγγελός σου και επειδή σε γνωρίζω πολύ καλά, είμαι σίγουρη ότι το εννοούσες», αναφέρει χαρακτηριστικά στο εξώδικο που έστειλε στον ξάδελφό της, λίγες ώρες πριν από την Πρωτοχρονιά.
Είχε προηγηθεί, στις 30 Δεκεμβρίου, ένα ηχητικό που πραγματικά συγκλονίζει και ανέβασε στο προφίλ της στο Facebook η κυρία Βίκυ Σταμάτη, με τον Ακη Τσοχατζόπουλο να καταγγέλλει με αργόσυρτη φωνή και όσες δυνάμεις τού έχουν απομείνει ότι υπέστη bullying από την Ελπινίκη Τσοχατζοπούλου: «Είμαι ο Ακης Τσοχατζόπουλος, πρώην βουλευτής και υπουργός. Υπέστην δίωξη, bullying και εκδικήσεις. Ηθικές και πολιτικές. Με υπονόμευση από την εξαδέλφη μου και τους συνεργάτες της. Σκοπός τους ήταν να βλάψουν τη γυναίκα μου, εμένα και τον γιο μου». Μάλιστα αναφέρεται και στο κομμάτι της σεξουαλικής παρενόχλησης για το οποίο λέει ότι «υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για τη συμπεριφορά τους», επισημαίνοντας ότι έχει προχωρήσει σε νομικές κινήσεις. Ο κ. Τσοχατζόπουλος σε δεύτερο ηχητικό ζητά από τη σύζυγό του να τον συγχωρήσει.
Τελευταίο επεισόδιο: «Κεραυνός εν αιθρία…»
Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό, η κόντρα με την Ελπινίκη Τσοχατζοπούλου, που πλέον την αποκαλεί «μακρινή συγγενή», ξεκίνησε γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «κανιβαλίζει το όνομά μου», για να προσθέσει πως όσο ήταν στη φυλακή «με προμηθεύατε με ύποπτα, πονηρά σκευάσματα τα οποία με καθήλωναν στο κρεβάτι για ημέρες, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να ανταποκριθώ στις επαφές μου με την στενή οικογένειά μου. Οι τακτικές επισκέψεις είχαν έναν στόχο. Να με καταστήσουν όμηρό σας σε όλα τα επίπεδα». Μάλιστα, προχωρά ένα βήμα παραπέρα αφήνοντας αιχμές ακόμα και για σεξουαλική παρενόχληση αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Και για τον δηλητηριασμένο χιτώνα (υποτίθεται πλυμένα ρούχα) που με προμηθεύσατε, κύριος λόγος των επισκέψεών σας ήταν η σατανική διαστροφή σας να με προσεγγίσετε ερωτικά και χυδαία».
Η απάντηση της Ελπινίκης Τσοχατζοπούλου έρχεται λίγες ημέρες μετά το αποκαλυπτικό δημοσίευμα του «Πρώτου Θέματος» για τη μεγάλη κόντρα. Το εξώδικο προς τον πρώην υπουργό ξεκινά ως εξής: «Αγαπητέ μου Εξάδελφε,
Με μεγάλη έκπληξη, αλλά και λύπη εγώ και η κόρη μου Σταυρούλα Νισίδου λάβαμε την από 25-11-2020 εξώδικη διαμαρτυρία σου που περιέχει ύβρεις και συκοφαντίες και ήταν πραγματικά κεραυνός εν αιθρία. Διαβάζοντας το περιεχόμενό της πραγματικά αναρωτιέμαι εάν εσύ έχεις ζητήσει και έχεις εγκρίνει να γραφτούν αυτά τα αποκυήματα της φαντασίας για εμάς.
Γυρνάω λίγο πίσω και σου θυμίζω τα 30 χρόνια της άριστης συνεργασίας μας όταν ήσουν υπουργός, διεκδικητής της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ και της πρωθυπουργίας της χώρας και πραγματικά απορώ πώς είναι δυνατόν εσύ να εκφράζεσαι με τέτοια χυδαία λόγια για εμένα που κάποτε εσύ και η τωρινή σύζυγός σου με αποκαλούσατε ως φύλακα άγγελό σας».
Στις επόμενες γραμμές η Ελπινίκη Τσοχατζοπούλου περνάει στην ουσία της υπόθεσης χρησιμοποιώντας πολύ σκληρή γλώσσα. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Σου απαντώ λοιπόν στην εξώδικη δήλωσή σου η οποία είναι γεμάτη ψεύδη και συκοφαντίες. Λυπάμαι πραγματικά για την κατάντια σου αυτή, ξάδελφέ μου, στα 82 σου χρόνια και σου υπενθυμίζω ότι το 2012, όταν ήσουν στον Κορυδαλλό, κλήθηκα εγώ να αναλάβω τη φροντίδα τη δική σου και της συζύγου σου παρότι ήμουν χτυπημένη από τη μοίρα έχοντας χάσει το παιδί μου. Ανέλαβα αυτό το έργο και μπαινόβγαινα στη φυλακή με πολλή αγάπη και εκτίμηση προς εσένα και λόγω της απουσίας όλων των άλλων συγγενών σου που είχαν εξαφανιστεί. Για έξι χρόνια κάθε ημέρα φρόντιζα για την καθαριότητα, το φαγητό σου και τη διεκπεραίωση όλων των θεμάτων σου και ακόμη και τη δακτυλογράφηση εγγράφων σου για τα εν εξελίξει δικαστήρια (η κόρη μου που την αποκαλείς ως ελευθερίων ηθών δακτυλογραφούσε τα χειρόγραφά σου αδιαμαρτύρητα για να σε βοηθήσει στη μάχη που έδινες) και με δικά μου έξοδα έκανα δρομολόγια στον Κορυδαλλό, στο Δρομοκαΐτειο και τους δικηγόρους σου. Σας έφερνα ό,τι χρειαζόσασταν και κυρίως τα φάρμακά σας για να κρατηθείτε στη ζωή και σε ψυχική ισορροπία. Οταν βγήκατε από τη φυλακή, με ξεχάσατε πρώτα εκείνη και μετά εσύ διότι δεν με είχατε πλέον ανάγκη».
Κλείνοντας το εξώδικο η Ελπινίκη Τσοχατζοπούλου αναφέρεται στους τελευταίους μήνες του 2020 και τα όσα υποστηρίζει πως έγιναν ανάμεσα σε εκείνη και τον ξάδελφό της: «Τελευταία διά ζώσης επικοινωνία μας ήταν πέντε μήνες πριν, τον Ιούλιο του 2020, στο Σισμανόγλειο, όταν και συζητήσαμε πολλά πράγματα και με διαβεβαίωσες ότι μόλις βγεις από το νοσοκομείο θα εξασφαλίσεις να έχεις επικοινωνία με εμένα και όλους τους φίλους σου που με ρωτούσαν για την υγεία σου. Σου θυμίζω όλα αυτά για να καταλήξω ότι δεν είναι δυνατόν να έχεις εσύ ζητήσει να γραφτούν και να έχεις εγκρίνει αυτά που περιέχονται στην εξώδικη δήλωση που φέρεσαι να μου έχεις αποστείλει και πλέον έχω υποψίες ότι είσαι βαριά άρρωστος και χρειάζεσαι άμεση νοσηλεία για να σωθεί η υγεία και η ζωή σου. Αφού επαναλάβω τη δήλωσή μου ότι λυπάμαι βαθύτατα για το περιεχόμενο της εξώδικης δήλωσής σου, το οποίο αρνούμαι λέξη προς λέξη ως ψευδές, συκοφαντικό και αποτέλεσμα φαντασίας, σου δηλώνω ότι δεν θέλω να έχω καμία σχέση με εσένα και τη σύζυγό σου, μολονότι δεν είμαι σίγουρη ότι είσαι εσύ που μου απευθύνεις αυτά τα ψεύδη. Επειδή μπορώ να αντικρούσω λέξη προς λέξη και με στοιχεία τα ψεύδη που περιέχονται στην κοινοποιηθείσα σε εμένα εξώδικη δήλωση, πλην όμως δεν είναι του παρόντος και σέβομαι τη συγγενική μας σχέση».
Η αρχή του πολέμου
Ολα ξεκίνησαν με το πολυσέλιδο εξώδικο που έστειλε στις 25 Νοεμβρίου ο Ακης Τσοχατζόπουλος στην εξαδέλφη του, διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά της ίδιας και της κόρης της: «Σας γνωστοποιώ ότι δεν θέλω να κάνετε χρήση της συγγένειάς μας και του ονόματός μου για δικό σας όφελος. Σας δηλώνω ότι δεν επιθυμώ να χρησιμοποιείτε προσωπικές επαφές μου και τους φίλους μου προκειμένου να αποσπάτε χάρες, χρηματικά ποσά και θέσεις εργασίας με τη δικαιολογία ότι το ζήτησα εγώ γιατί δεν τα έχω ζητήσει. Σας δηλώνω ότι ανακαλώ όποιου είδους πληρεξουσιότητα σας έχω παράσχει».
Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν το συμβάν που σημειώθηκε πριν από περίπου έναν μήνα: «Το Σάββατο 21 Νοεμβρίου η σύζυγός μου και εγώ λάβαμε τηλεφωνική κλήση και από τις δυο σας λέγοντάς μας ότι κάποιος προσωπικός γνωστός μας θέλει να έρθει σε επαφή με εμένα αποκλειστικά. Αφού καθυβρίσατε τη σύζυγό μου και την απειλήσατε, εκείνη διέκοψε την τηλεφωνική επικοινωνία με εσάς όπως της υπαγόρεψαν οι ηθικές αρχές της. Με την κίνηση αυτή συμφωνώ απολύτως και εγώ».
Στη συνέχεια στο εξώδικό του ο Ακης Τσοχατζόπουλος κάνει μια βουτιά στο παρελθόν. Τότε που ήταν πρωταγωνιστής στον πολιτικό βίο της χώρας και η εξαδέλφη του στον κύκλο των επαφών του. Σήμερα τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του είναι σκληρά, γεμάτα έντονη πικρία. Μέχρι και για «πλιάτσικο» στο γραφείο και το σπίτι του στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου την κατηγορεί. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Από την εποχή που ήμουν υπουργός έως και σήμερα, χρησιμοποιείτε το όνομά μου και τη μακρινή συγγένειά μας προκειμένου να προσπορίζεστε οφέλη τα οποία δεν σας ανήκουν. Γνωρίζω, έχετε κλέψει τις ατζέντες μου (από το γραφείο των γραμματέων μου) και απευθύνεστε σε όλους τους φίλους και γνωστούς μου για να πλουτίζετε και προσωπικά μου αντικείμενα (έπιπλα, φακέλους, έγγραφα, υλικό του προσωπικού – ιστορικού αρχείου μου, αντικείμενα αξίας κ.λπ.) τα οποία ξέρω ότι άλλα είναι στο γκαράζ σας και άλλα τα έχετε πουλήσει. Μερικά από τα έγγραφα, δε, τα έχετε πουλήσει σε αντιπάλους μου.
Αλλωστε, δεν μπορώ να παραλείψω το πλιάτσικο που έχετε κάνει όχι μόνο στο γραφείο μου (κλειδιά του οποίου έχετε παρακρατήσει), αλλά και στο σπίτι μου (στη Δ. Αρεοπαγίτου). Δεν ξεχνώ ότι χρησιμοποιώντας τα τηλέφωνα από τις ατζέντες μου είχατε απευθυνθεί σε φίλο μου στην Κύπρο προκειμένου να του αποσπάσετε χρηματικά ποσά, δήθεν για θεραπεία μου, η οποία όμως κόστιζε 150 ευρώ μόνο».
Ενα ολόκληρο κεφάλαιο στο εξώδικο του Ακη Τσοχατζόπουλου καταλαμβάνει η αγαπημένη του Βίκυ Σταμάτη. Ουσιαστικά, κατηγορεί τους συγγενείς του ότι τον παγίδεψαν και μετέφεραν τη Βίκυ Σταμάτη στο ψυχιατρείο για να τον κάνουν να κόψει κάθε επαφή μαζί της: «Κατά την εποχή του εγκλεισμού μου, περιφερόσασταν… για τα πάντα, όταν εγώ είχα την αγωνία του ανήλικου τέκνου μου και της συζύγου μου την οποία φροντίσατε μαζί με άλλους “εκλεκτούς” συγγενείς να τη μεταφέρετε στο ψυχιατρείο για να χάσω το οικογενειακό επισκεπτήριο και τη διαπροσωπική μου επαφή με τη γυναίκα μου και να έχετε μόνο εσείς τον έλεγχο. Δεν σας ενδιέφερε να βγω από τη φυλακή, σας ενδιέφερε να μείνω για πάντα εκεί και να είμαι όμηρός σας και να έχετε τον έλεγχο των πάντων και να οικειοποιηθείτε οτιδήποτε δικό μου. Μόνο αηδία μού δημιουργούν οι αναμνήσεις μου από εσάς».
Τελειώνει, δε, με τη διαπίστωση: «Γνωρίζω ότι προσπαθείτε να κανιβαλίσετε το όνομά μου» και σπεύδει να υπογραμμίσει: «Αλλά σας ξεκαθαρίζω κάτι: όσο ζω δεν θα το επιτρέψω κανέναν συγγενή μου να ακυρώσει τους πραγματικούς συνεχιστές και κληρονόμους μου που είναι μόνο δύο. Το παιδί μου και η γυναίκα μου».