Ήταν δεδομένο πως για να έχει η ΑΕΚ ελπίδες να ανατρέψει το 1-3 του παγωμένου ΟΑΚΑ απέναντι στην Τράμπζονσπορ, θα έπρεπε να κάνει ένα δυναμικό ξεκίνημα και αυτό να συνδυαστεί με (τουλάχιστον) ένα γκολ. Το 3-5-2 που επέλεξε ο Κωστένογλου ήταν θεωρητικά αμυντικογενές αλλά μόνο θεωρητικά: η ΑΕΚ πίεσε σαν να μην υπάρχει αύριο την τούρκικη ομάδα, την έπιασε στα πράσα εκμεταλλευόμενη την υπεροψία της και μέχρι το 30′ είχε κάνει το 0-2.
Στο 25′, η πίεση της ΑΕΚ απέδωσε για πρώτη φορά καρπούς όταν ο Ολιβέιρα πίεσε ψηλά, ανάγκασε την άμυνα των γηπεδούχων σε λάθος, ο Λιβάγια βγήκε τετ-α-τετ και άνοιξε το σκορ με υπέροχο πλασέ. Τέσσερα λεπτά αργότερα έγινε το 0-2 όταν ο Όμπι Μίκελ έκανε ένα παρατεταμένο φάουλ στον Ολιβέιρα που ξεκίνησε εκτός περιοχής και κατέληξε μέσα στην περιοχή. Ο διαιτητής έδωσε (λανθασμένα) το πέναλτι, ο Μάνταλος ευστόχησε και έγινε το 0-2.
Η ΑΕΚ ήθελε άλλο ένα γκολ για να βρει σκορ πρόκρισης και έχασε πολύ μεγάλη ευκαιρία στο πρώτο λεπτό των καθυστερήσεων του πρώτου ημιχρόνου όταν ο Ολιβέιρα βρέθηκε τετ-α-τετ και πλάσαρε για να αποκρούσει ο Τσακίρ. Η χαμένη αυτή ευκαιρία άλλαξε και την εικόνα του δευτέρου ημιχρόνου.
Η ΑΕΚ ήθελε ένα ακόμα γκολ στην επανάληψη, η Τράμπζονσπορ μπήκε με ψυχολογία να διορθώσει τα κακώς κείμενα του πρώτου ημιχρόνου και οι συσχετισμοί υπήρξαν διαφορετικοί: το παιχνίδι έγινε ροντέο, η τούρκικη ομάδα άρχισε να χάνει ευκαιρίες και όσο περνούσε η ώρα η ΑΕΚ έχανε δυνάμεις και όλα έδειχναν πως δεν έχει την δυνατότητα να πετύχει το γκολ πρόκρισης.
Οι αλλαγές του Κωστένογλου δεν βοήθησαν, ειδικά η απόφασή του να βγάλει τον κινητικό Μάνταλο για να περάσει στο ματς τον στατικό Γιακουμάκη και το τελικό σφύριγμα βρήκε την ΑΕΚ νικήτρια αλλά αποκλεισμένη.