Δέκα χρόνια μετά, το έγκλημα της Marfin που ουσιαστικά στιγμάτισε τη μνημονιακή Ελλάδα, με τρεις νεκρούς, μια εκ των οποίων έγκυος και 21 τραυματίες, παραμένει «αγνωστών δραστών».
Οι φυσικοί αυτουργοί, δεν εντοπίστηκαν, οι δύο που αρχικά κατηγορήθηκαν ουσιαστικά αθωώθηκαν, ενώ το μόνο που άλλαξε δραματικά, ήταν οι ζωές των υπαλλήλων του φλεγόμενου κτηρίου της οδού Σταδίου.
Οι περισσότεροι, από αυτούς που κατάφεραν να επιβιώσουν από εκείνο το κολασμένο πρωινό της 5ης Μαίου του 2010, έκλεισαν για πάντα την πόρτα πίσω τους.
Άλλαξαν ζωές, άλλαξαν επαγγέλματα, κάποιοι άλλαξαν και τόπο κατοικίας και κανένας τους δεν θέλει να ξανακούσει για την πονεμένη αυτή ιστορία.
Ακόμη και το πολύκροτο θέμα των αποζημιώσεων που κλήθηκε – καθώς καταδικάστηκε – να καταβάλλει η τράπεζα στα θύματα, δεν έχει ξεκαθαρίσει στο Εφετείο, αφού η αρχική απόφαση να δοθούν αποζημιώσεις από 25.000 – 350.000 ευρώ κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο υπερβολική.
Σε ο,τι έχει να κάνει με τη δικαστική διαμάχη και την έρευνα της Αστυνομίας, οι φωτογραφίες, τα βίντεο, οι μαρτυρίες είχαν ως αποτέλεσμα να σχηματισθεί μια ογκώδης μεν δικογραφία και να καθίσουν στο εδώλιο με βαρύτατες κατηγορίες δύο άτομα, αλλά δεν υπήρξαν καταδίκες. Το Μεικτό ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας τους έκρινε ομόφωνα αθώους. Το έγκλημα που στοιχειώνει την κοινή μνήμη και τη συνείδηση παραμένει χωρίς τιμωρία.
Πλέον, δέκα χρόνια μετά, είναι επιτακτική ανάγκη να λυθεί το μυστήριο της Marfin. Ποιοι ήταν οι κουκουλοφόροι που πέταξαν τις μολότοφ και έκαψαν ζωντανούς τρεις ανθρώπους, οι ευθύνες των υπευθύνων του κτηρίου για μέτρα πυροπροστασίας ακόμη και γιατί δεν έγινε σωστή έρευνα προκειμένου να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι και να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη.
Το χρονικό
Ήταν μεσημέρι της 5ης Μαϊου του 2010. Η Αθήνα είχε κατακλυστεί από χιλιάδες διαδηλωτές, κατά του μνημονίου και η χώρα είχε παραλύσει από τη γενική απεργία.
Οι πρώτες πληροφορίες για την αδιανόητη τραγωδία που είχε συμβεί στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου ήρθαν από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, αφού τα ελληνικά μετείχαν στην απεργία.
Τρεις άνθρωποι, υπάλληλοι της τράπεζας κάηκαν ζωντανοί όταν ομάδα 23 κουκουλοφόρων (σύμφωνα με το βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη οι δύο βασικοί κατηγορούμενοι) έβαλαν φωτιά με μολότοφ: Ήταν η Παρασκευή Ζούλια 35 ετών, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου 32 ετών, έγκυος στο πρώτο της παιδί και ο Επαμεινώνδας Τσακάλης 36 ετών.
Οι επιθέσεις με τις μολότοφ εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στο βιβλιοπωλείο Ιανός και την τράπεζα. Οι οκτώ υπάλληλοι που είχαν παγιδευτεί στη Marfin προσπαθούσαν όπως όπως να σωθούν- από μπαλκόνια, από την τράπεζα που είχε τυλιχθεί στις φλόγες.
Από τις μετέπειτα αφηγήσεις και μαρτυρίες κατά τη διεξαγωγή της δίκης, ήρθαν στο φως τραγικές και συγκλονιστικές πτυχές από το δράμα των ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν στην τράπεζα.
Σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με οικείους τους, ανέφεραν ότι πνίγονται από τον καπνό, ενώ η μοναδική έξοδος ήταν κλειστή. Υπάλληλοι, που διεσώθησαν αφηγήθηκαν τις στιγμές πανικού και ως μοναδική οδό διαφυγής να πηδήξουν από το μπαλκόνι. Οι κουκουλοφόροι απ’ έξω ούρλιαζαν «να καείτε».
Οι καταθέσεις
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση που έδωσε ο υπάλληλος της Marfin Δημήτρης Παπατζής. Ο μάρτυρας περιέγραψε στο δικαστήριο:
«Μας είχαν στο στόχαστρο, φωνάζανε… Είδα ότι έχει σπάσει το τζάμι του ισογείου και ότι κάποια άτομα έριχναν εύφλεκτο υλικό. Πήρα πυροσβεστήρα αλλά δεν τα κατάφερα. Έτσι ανεβήκαμε πάνω στον δεύτερο όροφο. Η φωτιά άρχισε σιγά σιγά να ανεβαίνει…. Ήμουν εγκλωβισμένος στο μπαλκόνι δεν ήξερα αν πρέπει να πηδήξω ή να καώ…. Πετούσαν πέτρες. Τα άτομα αυτά παρείσφρησαν στην πορεία… Τους βλέπαμε να σπάνε τον «Ιανό». Δεν ήταν οι διαδηλωτές που ήρθαν να διαδηλώσουν για το Μνημόνιο. Είχαν μπει μέσα στη πορεία. Είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους. Γύρω στις 14:00 ακούσαμε το σπάσιμο της τζαμαρίας. Εν τέλει πήδηξα από το μπαλκονι….Όσο ήμουν στο μπαλκόνι δεν είδα κίνηση αλληλεγγύης προς εμάς… Υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος που φώναζε: ” Μέσα καίγονται ρε παιδιά”»…
H Παναγιώτα Βασιλάκου, επίσης υπάλληλος της τράπεζας, κατέθεσε ότι είδε κάποιον που «φορούσε χακί και κρατούσε κάτι σαν μπουκάλα καταδύσεων που μπροστά είχε πράσινο λάστιχο ποτίσματος». Η υπάλληλος ανέφερε ότι είχε «την αίσθηση πως ο άνθρωπος αυτός “πετούσε κάτι στη φωτιά που φούντωνε….”».
Όπως είπε: «Ηταν γεροδεμένος με έντονη τριχοφυία στα χέρια» ενώ το «πλήθος ήταν άγριο, πετούσε πέτρες, παρ’ όλο που φωνάζαμε ότι καιγόμαστε». Σύμφωνα με τη μάρτυρα «η φωτιά πρέπει να μπήκε γύρω στις 13:55…».
πηγή: protothema.gr