«Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή»
Τάσος Λειβαδίτης
Έχει συμπληρωθεί μια δεκαετία από τότε που ομολογήσαμε ενώπιον της ιστορίας μας πως πτωχεύσαμε (για μια ακόμα φορά) ως χώρα. Μια δεκαετία που κύλησε βουβά και πλήγωσε την ελληνική κοινωνία χωρίς όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, να τη διδάξει. Τρεισήμισι χιλιάδες μέρες φόβου, ανασφάλειας και αγωνίας και σήμερα, εκτός κρίσης πια(;), αυτό που έχει μείνει ως διδαχή είναι πως ο κοινωνικός αυτοματισμός των τάξεων, που έδρασε κυρίως ως χαιρεκακία, κατασπάραξε τη λογική της συνοχής και της συλλογικής δράσης. Ο καθένας κοίταξε τον εαυτό του αντιλαμβανόμενος τελικά πως οι επαναστάσεις όντως δεν είναι πρόσκληση σε δείπνο, έστω κι αν στο δείπνο αυτό η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ο καλεσμένος αλλά… το έδεσμα προς βρώση. Κι αν ο Μάο Τσετούνγκ το γνώριζε αυτό μισό και πλέον αιώνα πριν, εμείς ως πολίτες τούτου του τόπου το μάθαμε μόλις χτες.
Η χώρα μας πληγώθηκε αλλά οι Έλληνες αρνήθηκαν να αναλάβουν την ευθύνη, έσκυψαν το κεφάλι και δέχτηκαν στωικά και χωρίς καμία ουσιαστική αντίδραση τις συνέπειες μιας κρίσης που δεν τη δημιούργησαν οι ίδιοι. Θεωρήθηκε ίσως ασήμαντο το αυτονόητο, να κάνει ο κάθε πολίτης τη δική του ατομική επανάσταση απέναντι σε όλα όσα τον οδήγησαν εδώ. Μια ανταρσία στα κακώς κείμενα της εποχής του, μια αντίσταση στη νοοτροπία του ωχαδερφισμού και του δε βαριέσαι αλλά και της απουσίας λογοδοσίας από τους υπεύθυνους. Και το χειρότερο δεν είναι πως έχασε το τρένο των εξελίξεων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και τρέχει σήμερα ασθμαίνοντας για να το προλάβει, αλλά το γεγονός πως αποδέχτηκε το φόβο μετατρέποντας την κρίση σε κοινωνική παρακμή. Μια παρακμή που έχει απλωθεί σαν καρκίνωμα μέσα σε όλα τα επίπεδα της ζωής και κατασπαράζει με σταθερό ρυθμό το μέλλον της Ελλάδας. Θέλουμε νόμο για να μην καπνίζουμε σε κλειστούς χώρους, νόμο για να μην αργούμε να πάμε στη δουλειά, νόμο για να κόβουμε απόδειξη, νόμο για τα αυτονόητα. Αν είχε λειτουργήσει η κρίση προς την κατεύθυνση της νουθεσίας των πολιτών, αυτοί οι νόμοι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Δε θα έπρεπε να υπάρχουν στο πολιτικό προσκήνιο κι εκείνοι που κρύφτηκαν πίσω από νόμους που τους απάλλαξαν από τις ευθύνες τους. Κάτι όμως πήγε στραβά. Δεν μάθαμε τίποτα την τελευταία δεκαετία γι’ αυτό και ως χώρα είμαστε μάλλον καταδικασμένοι να την ζήσουμε ξανά. Δεν σμίξαμε ο ένας δίπλα στον άλλον, δεν ανταλλάξαμε απόψεις αλλά μείναμε στο εγώ και στο κλειστό κύκλωμα των προσωπικών και επαγγελματικών μας συμφερόντων, δεν αξιοποιήσαμε καμία συλλογική οντότητα ώστε να δημιουργηθούν υπεραξίες παρά περιοριστήκαμε στη μετριότητά μας κι ο καθένας από εμάς έκανε διαφορετικά όνειρα για το αύριο. Μείναμε μονάδες μέσα στο χρόνο που χάνονται πριν ακόμα συστήσουν στο σύμπαν την ύπαρξή τους.
Η αλήθεια λοιπόν είναι πως σωπάσαμε. Η εκκωφαντική σιωπή του καναπέ έγινε σπονδή στον άγνωστο σωτήρα, κατά προτίμηση πολιτικό, που θα μας σώσει από τον πνιγμό και τον σίγουρο θάνατο, χωρίς εμείς οι ίδιοι να κουνήσουμε ούτε τα βλέφαρά μας. Για κάθε σκεπτόμενο πολίτη θα χρειαζόταν μονάχα μια στιγμή, να σταματήσει το χρόνο και να κάνει τη δική του, την προσωπική του επανάσταση. Επανάσταση όχι εναντίον κάποιου τρίτου αλλά του ίδιου τού κακού εαυτού του. Αλλά η επανάσταση δεν έγινε κι έτσι δόθηκε αμνηστία στο δρόμο που μας οδήγησε εδώ. Ίσως δεν απελπιστήκαμε, φύσει αισιόδοξοι ως Έλληνες, και θεωρήσαμε πως το αύριο θα μας περιμένει. Ίσως η παρηκμασμένη μας κοινωνία δεν έδωσε κίνητρα για να ονειρευτούμε ένα καλύτερο αύριο. Ίσως η ηδονή της γκρίνιας που έγινε καθημερινότητά μας να μάς έγινε έξη και κακιά συνήθεια και να μη θέλαμε πια να ξεφύγουμε από τον εφιάλτη. Ίσως τίποτα από όλα αυτά, ίσως και όλα. Μάλλον έχουμε χάσει τον προσανατολισμό και δεν ξέρουμε ούτε καν τη θέση μας στον κόσμο. Φτάσαμε στο σημείο να μας αρκούν 500 ευρώ το μήνα και μισά ένσημα. Πολλές μέρες πέρασαν την τελευταία δεκαετία αλλά η ζωή μας ήταν λίγη. Πάψαμε να παράγουμε υλικά αγαθά, υπηρεσίες, όνειρα αλλά κι ελπίδες. Πόσο ρεαλιστική λοιπόν είναι στις μέρες μας μια προσωπική επανάσταση; Μάλλον καθόλου. Τι θα απαντήσει ο ιστορικός του μέλλοντος στο ερώτημα: Μήπως ως κοινωνία προκαλέσαμε οι ίδιοι την παρακμή, με άλλοθι την κρίση, για να μας υπενθυμίσει πως υπάρχουμε κι εμείς σε τούτο τον κόσμο; Καθόλου ρητορικό το ερώτημα αυτό…