Το 2020 γέμισε τα ημερολόγια με την παρουσία του και μαζί με τα όνειρα και τις ευχές, αφού οι εορτασμοί και τα λαμπιόνια έσβησαν, έφερε μοιραία την καθημερινότητα και πάλι στο προσκήνιο. Κουβάλησε από τον παρελθόντα χρόνο αρκετά ζητήματα όπως το μεταναστευτικό – προσφυγικό, το δύσκολο στην επίλυσή του παζλ των εξελίξεων στην ανατολική Μεσόγειο με την τουρκική εξωτερική πολιτική να αποτελεί έναν αποσταθεροποιητικό παράγοντα στη Μεσόγειο και όχι μόνο, τα πενιχρά αποτελέσματα της διάσκεψης του ΟΗΕ για το κλίμα αλλά και την απρόβλεπτη πολιτική των ΗΠΑ. Στο σημείο αυτό δε θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε πως στην ατμόσφαιρα διαφαίνεται πως υπάρχει ένα ανεπαίσθητο άρωμα που ακόμα δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό από εμάς, τους μη ειδικούς πολίτες, το άρωμα μιας υποβόσκουσας νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ψάχνει διέξοδο για να εκτονωθεί.
Στην Ελλάδα, αν κανείς διαβάσει με επιμέλεια τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, θα διαπιστώσει πως με αδιάρρηκτη συνέπεια συνεχίζεται το προπατορικό αμάρτημα της ανάθεσης ευθυνών στους «άλλους». Είτε δια της ψήφου των πολιτών στους πολιτικούς, είτε των πολιτικών στους αντίπαλους πολιτικούς! Όσο η χώρα λειτουργεί με αυτόν τον «πατροπαράδοτο» τρόπο και δεν εννοεί να καταλάβει πως οι αληθινές αλλαγές έχουν πορεία από κάτω προς τα πάνω και όχι την αντίθετη, όσο δεν μπορεί να κατανοήσει πως οι ‘Μεσσίες’ δεν σώζουν την κοινωνία παρά μονάχα κάποια ανήλιαγα και σκιερά κομμάτια της συνήθως κι όσο η αλλοτρίωση στην πολιτική ευθύνη θα συνεχίζει να μεγαλώνει, τόσο θα πνέει τα λοίσθια σε ένα παρατεταμένο κύκνειο άσμα που θα την κρατάει ίσα ίσα ζωντανή μόνο και μόνο για να… ψηφίζει! Δυστυχώς, στην εποχή που ζούμε μάς αρκεί απλώς μια αδιάφορα γραμμική εξέλιξη των πραγμάτων και των υποθέσεων που μας αφορούν, μια κατευθυνόμενη εξέλιξη υποστηριζόμενη από τη φαιδρή επιχειρηματολογία περί κανονικότητας ή επιστροφής στην κανονικότητα. Αυτό το τελευταίο, η «επιστροφή στην κανονικότητα» είναι νέας κοπής επιχείρημα που προέκυψε εντός της κρίσης κι έχει ευρεία απήχηση στη μάζα των Ελλήνων όμως, έχουμε άραγε αναρωτηθεί σοβαρά ποια είναι αυτή η αναζητούμενη (και πολυδιαφημισμένη) κανονικότητα;
Για να δοθεί μια απάντηση σε τούτο το ερώτημα θεωρούμε πως πρέπει πρωτίστως να απαντήσουμε στο εξής: Τι αξία έχει ο άνθρωπος; Ο πολίτης; Η γυναίκα; Το παιδί; Το μέλλον της χώρας; Και πόσο σημαντική είναι η οικονομία και η συνοχή της κοινωνίας που ζούμε; Ο Έλληνας δεν είναι σε καμία περίπτωση ο χρήσιμος ηλίθιος που θα κάνει τη δουλειά που άλλοι έχουν σχεδιάσει γι’ αυτόν και ύστερα θα του πετάξουν ένα ξεροκόμματο με τη μορφή επιδόματος για να αποσυρθεί στη γωνιά. Ή δε θα πρέπει να είναι… Από την άλλη όμως, κι αυτό θέλει μεγάλη προσοχή, είναι ενεργά συμμέτοχος στην αντίληψη που διαμορφώνουν οι διαχειριστές τής κανονικότητας και τής καθημερινότητάς του καθόσον ο ίδιος τους προσδιορίζει και τους εξουσιοδοτεί. Ο πολίτης, αποξενωμένος πια από την αυθεντικότητα της πολιτικής, εξαρτημένος από κόμματα και αδειανές υποσχέσεις κι υποκινούμενος (έστω κι ασυνείδητα) από τα μέσα ενημέρωσης, θεωρεί ως κανονικότητα απλώς να τον αφήνουν ήσυχο για επιβιώνει, ίσως ενίοτε και να ζει το όνειρό του αν οι συνθήκες και η τύχη τον ευνοήσουν. Η πολιτική από την άλλη, εκλαμβάνει ως κανονικότητα την προσωποπαγή εξασφάλιση προνομίων και θέσεων, τα οποία όμως νομοτελειακά πληρώνονται με δημόσιο χρήμα. Μαζί με αυτά, η κοινωνική τοξικότητα που επιβάλλουν τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που ελέγχουν κατά το πλείστο και τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων νομοθετώντας από τις σκιές του διεθνούς παρασκηνίου, προσπαθούν να επιβάλουν τη δική τους κανονικότητα που δεν είναι άλλη από τη διασφάλιση των συμφερόντων τους με οποιοδήποτε τίμημα για τους κατοίκους αυτού του τόπου. Πώς λοιπόν να μην αναρωτηθούμε και να μην απορήσουμε για το πόσες κανονικότητες χωράνε στην Ελλάδα;
Αναμένοντας ίσως(;) – λοιπόν(;) – σίγουρα(;) το αέναο μοιραίο για ακόμα ένα χρόνο, ας ευχηθούμε να έχουμε μια καλή χρονιά. Και κανονική! Το είδος βεβαίως της κανονικότητας θα το επιλέξουν άλλοι για εμάς αφού η αδιαφορία μας τους το επιτρέπει. Αντιπαλεύεται άλλωστε η παρακμή στην οποία έχουμε περιέλθει;