Παλεύω μέρες να βρω μια εικόνα που να μπορεί να σταθεί ως το σκηνικό όπου πάνω του θα γραφτούν οι ευχές για τις γιορτινές ημέρες που έρχονται και το νέο έτος αλλά φέτος ούτε τα ωραία χειμωνιάτικα τοπία με ενθουσιάζουν ούτε άλλες που να εμπεριέχουν έναν συμβολισμό για ένα ακόμη νέο ξεκίνημα που λέμε ότι θα κάνουμε την Πρωτοχρονιά…
Νιώθω πως η επιδημία λειτούργησε καταλυτικά σε κάθε τι που κάνουμε στη ζωή μας, ακόμη και στο πως θα εκφράσουμε τις ευχές μας και πως θα τις μεταφέρουμε. Παλιά οι κάρτες που στέλναμε με το ταχυδρομείο έλυναν το θέμα καθώς υπήρχε μια τεράστια ποικιλία απ’ αυτές και μπορούσαμε να διαλέξουμε ποια ταιριάζει σε κάθε αποδέκτη. Χώρια δε που είχαν και την υπογραφή μας, δείγμα της αναγνώρισης και της εκτίμησης που είχαμε για κάποια πρόσωπα. Εκτός αυτού υπήρχε και το τηλέφωνο που μια ζωντανή συνομιλία ασφαλώς και ανέβαζε ποιοτικά την επαφή και ζέσταινε και την καρδιά.
Όλα αυτά σιγά – σιγά πέρασαν στο παρελθόν και οι ανταλλαγές ευχών στην πλειονότητά τους γίνονται μέσω του δικτύου και των SMS στο τηλέφωνο. Στην πρώτη περίπτωση κυρίως οι κάρτες είναι κι εδώ τυποποιημένες – σε άπειρη ποικιλία μάλιστα χωρίς να επιτρέπουν στον αποστολέα να αφήσει την υπογραφή του και η μόνη λύση είναι να τις συνοδεύσει με λίγα λόγια αλλά με την ίδια γραμματοσειρά που θα χρησιμοποιήσει την έχουν κι άλλοι πολλοί και στο τέλος όλα μοιάζουν σαν να βγαίνουν από μια μηχανή. Με λίγα λόγια λείπει ο προσωπικός χαρακτήρας από κάθε κάρτα και ότι αυτή την προσωποποιούσε.
Μιας και ακόμη ζω στον απόηχο της διετούς παραμονής στο χωριό και οι εμπειρίες μου σε αυτό το διάστημα αντλήθηκαν από τη φύση του, τα χωράφια και τους κήπους – πράγμα που ποικιλοτρόπως με κείμενα και φωτογραφίες έχω εξαντλήσει κατέφυγα στην ιστορία του και δεν βρήκα καλύτερο να την σχολιάζει από τα έργα που μας άφησε ο αείμνηστος Μήλιος (Αιμίλιος Δεδούσης 1924 – 2005) και τα οποία κοσμούν την αυλή του σπιτιού του και καλωσορίζουν τους επισκέπτες του χωριού μας στον κεντρικό δρόμο.
Πρόκειται για γλυπτά σε πέτρα που απεικονίζουν δυο αντρικές μορφές ρουμελιωτών των περασμένων εποχών όπως τις διέσωσε η ζωγραφική και η φωτογραφία μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Μορφές με αδρά χαρακτηριστικά και μουστάκια όπως συνήθιζαν οι άντρες εκείνα τα χρόνια. Ο Μήλιος πρόλαβε στα νεανικά του χρόνια να γνωρίσει έτσι τους συγχωριανούς μας και μίλησε μαζί τους πολλές φορές, τόσο που σε αυτόν καταφεύγαμε για πληροφορίες και πάντα με καλή διάθεση μας αφηγούνταν για πρόσωπα και καταστάσεις που έζησε το χωριό, ιδιαίτερα στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Αυτοδίδακτος γλύπτης ο Μήλιος δούλευε το ίδιο καλά το ξύλο και την πέτρα. Η φαντασία του οδηγούσε τα χέρια του να φτιάχνει έργα που είχαν τη ρίζα της έμπνευσής του όχι μόνο στο φυσικό περιβάλλον, αλλά και στο μυθολογικό υπόβαθρο και την ιστορική μνήμη του τόπου. Έτσι είχε φτιάξει πολλές λυκόμορφες κατασκευές με τις οποίες στόλιζε τις βρύσες σε διάφορα σημεία του χωριού μας και ειδικά δίπλα στους δρόμους καθώς και σκάλιζε ανάλογες μορφές σε γκλίτσες και άλλα αντικείμενα καθημερινής αλλά και διακοσμητικής χρήσεως. Σημειώνουμε πως ο Μήλιος ότι έφτιαχνε, το έφτιαχνε για δική του ευχαρίστηση και το διέθετε στο κοινό πάντα αφιλοκερδώς. Τα τελευταία χρόνια που από τη μοναξιά, η υπομονή του ήταν απεριόριστη, ο Μήλιος άρχισε να σκαλίζει πάνω σε σκληρές πέτρες μορφές που παρέπεμπαν σε κλέφτες και αρματωλούς και γενικά πρόσωπα της ρουμελιώτικης ιθαγένειας χωρίς να τους δίνει ένα συγκεκριμένο όνομα, αφήνοντας τον καθένα να μαντέψει. Έτσι όποιος τα έβλεπε, μπορούσε να πει «Να ένας Καραϊσκάκης», «Να ένας Μπότσαρης», «Να ένας αντάρτης»…
Δυο απ’ αυτές τις μορφές λοιπόν διάλεξα να βάλω φέτος στην κάρτα που θα στείλω (με ηλεκτρονικό τρόπο) στους φίλους, τους συνεργάτες, στους ανθρώπους που γνωρίζω. Η επιλογή έχει να κάνει αφενός μεν την οιονεί αναγνώριση της προσφοράς του Μήλιου στο χωριό αλλά από την άλλη, μέσα από τον συμβολισμό τους να τροφοδοτήσουν την φαντασία για τα όσα είδαν με τα μάτια τους αυτοί οι πετρωμένοι πρόγονοι . Πράγματα που άλλα γνωρίζουμε και άλλα αγνοούμε αλλά κάθε ένα απ’ αυτά και όλα μαζί με την δυναμική τους επηρέασαν ποικιλοτρόπως την ζωή του χωριού και το κράτησαν μέχρι σήμερα ζωντανό.